ΑΨΗΛΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ή ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Του Βασίλη Χαραλάμπους
=================
Η ώρα πήγε τέσσερις παρά τέταρτο και το παιδί της, το Διονυσάκι, έπρεπε νά 'ταν στην εξώθυρα. Πήγε τέσσερις η ώρα κι ακόμα να έρθει από το μάθημα πιάνου. Κι είχε μια τόσο κουραστική μέρα. Ήταν ο Γιαννιός, η Γιωργούλλα, ο Φαίδων ... οι τόσοι άλλοι μαθητές. Είναι τόσο ζωηρό αυτό το τμήμα. «Έπρεπε να το χωνέψουν πως είχε και καλά το παιδομάζωμα» μονολόγησε η κυρία Δεμετίκου η δασκάλα, παρατηρώντας με αγωνία από το παράθυρο. Η ώρα πήγε τέσσερις και δέκα κι ακόμα να φανεί το Διονυσάκι της.
Εξάλλου ήταν και το άλλο το πείσμα του μικρούτσικου Πετράκη στη τάξη.
- Μα αφού παίρναν τα παιδιά από τη μάνα τους, τα χρόνια της σκλαβιάς οι Τούρκοι, κυρία Δεμετίκου.
- Επαναλαμβάνω την ερώτηση, είπε ψυχρά η δασκάλα. Υπήρχαν και καλά στο
παιδομάζωμα από τους Τούρκους;
- Όχι κυρία, είπε ο Γιαννιός.
Στο μεταξύ πήγε τέσσερις και είκοσι πέντε. «Λίγο ακόμα και θα πάρω τη χωροφυλακή», μονολόγησε η κυρία Δεμετίκου.
Το μάθημα στο μεταξύ συνεχίστηκε, με τον επίλογο της κυρίας Δεμετίκου σε ρητορικό ύφος.
- Φυσικά παιδιά υπήρχαν και καλά στο παιδομάζωμα και μη μιλήσετε Γιαννιό και
Πετράκη, αφού κάποια από αυτά τα παιδιά πήρανε υψηλές θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
- Η αψηλή θέση κυρία Δεμετίκου ήταν στην Πίστη που βαπτίστηκαν και στης μάνας τους την αγκαλιά, είπε θαρρετά ο Γιαννιός.
- Γιαννιό φαίνεται πως από λόγια δεν καταλαβαίνεις. Εξάλλου δεν ήταν κι η σειρά
σου ν’ απαντήσεις Γιαννιό.
Στο μεταξύ κτύπησε η εξώθυρα. Πήγε πέντε παρά τέταρτο.
- Το Διονυσάκι μου. Επιτέλους. Ήρθες καμάρι μου! Πού ήσουν κι ανησύχησα; Μα, πώς είσαι έτσι λασπωμένος; Τι έγινε; Κι ο Γιαννιός; Τι γυρεύεις;
- Κυρία..., πήγε να πει ο Γιαννιός.
- Να, ο Γιαννιός, με γλύτωσε από ένα άγριο σκυλί.
- Μα...
- Να πηγαίνω εγώ, πρόλαβε να πει ο Γιαννιός.
Ξεροκατάπιε η κυρία Δεμετίκου.
- Όχι...
Κάτι πήγε να πεί και πάλι σώπασε.
- Ένα γλυκό έστω...ένα κουλούρι...
- Πρέπει να πηγαίνω. Ας είναι, το κρατάω για το δρόμο.
Το Διονυσάκι στριμώχθηκε δίπλα στο τζάκι. Η αμίλητη δασκάλα πρόλαβε κι είπε ένα ευχαριστώ κι ο Γιαννιός έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Ώρα πέντε παρά τέταρτο, το Διονυσάκι σιμά στο τζάκι κι η κυρία Δεμετίκου να συλλογιέται έστω άθελά της, κείνο «τ' αψηλά την αγκαλιά της μάνας του».
No comments:
Post a Comment