Thursday, March 10, 2016

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ ή ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015

Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====

3. Τα κριτήρια για την άσκηση ακρίβειας ή οικονομίας.

Όπως ήδη επισημάναμε, στους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), θεσμοθετούνται με απόφαση Οικουμενικών Συνόδων και οι δύο ποιμαντικές πράξεις της Εκκλησίας στην εισδοχή των πρώην αιρετικών: και η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία. Η κατ’ ακρίβεια πράξη απαιτεί την τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος και του συνημμένου σ’ αυτό Μυστηρίου του Χρίσματος, στα πλαίσια της Θ. Ευχαριστίας, ενώ η κατ’ οικονομία πράξη την τέλεση μόνο του μυστηρίου του Χρίσματος ή και μόνο της Θ. Ευχαριστίας. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα  και των «εξάρχων των αιρέσεων».

Μελετώντας με προσοχή τους κανόνες που αναφέρει η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95) μπορούμε να διακρίνουμε με ποια κανονικά κριτήρια η Εκκλησία, δια των Οικουμενικών Συνόδων, επέτρεψε την κατ’ ακρίβεια ή την κατ’ οικονομία πράξη στην εισδοχή των αιρετικών:

1. Δεν αποτελεί κριτήριο για τη χρήση της οικονομίας η εχθρότητα ή η φιλική διάθεση της αιρέσεως, της αιρετικής Κοινότητας προς την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Δυστυχώς, ορισμένοι στον οικουμενικό χώρο, για να δικαιολογήσουν την ανατροπή της εκκλησιαστικής τάξεως με τη χρήση της  οικονομίας, προτάσσουν ως επιχείρημα ότι παλαιότερα η Εκκλησία τηρούσε την ακρίβεια στην εισδοχή των αιρετικών (βάπτισμα) διότι υπήρχε πολύ εχθρότητα από τους αιρετικούς, ενώ στην εποχή μας [με τις «νέες ιστορικές συνθήκες» (§4), «νέες μορφές», «νέες συνθήκες», «νέες προκλήσεις» (§ 24)] οι σχέσεις με τις ετερόδοξες Κοινότητες είναι πλέον φιλικές και, συνεπώς, επιβάλλεται  η χρήση της οικονομία[94]! Είναι προφανές ότι η επιχειρηματολογία αυτή αποδεικνύεται εντελώς αυθαίρετη και επιπόλαιη χωρίς ιστορική ή κανονική βάση [95]! Θα έλεγα ότι ακριβώς το αντίθετο έχουμε, ειδικά μάλιστα με τον Β-7: Οι Αρειανοί και οι Πνευματομάχοι, στην εποχή της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν άσπονδοι εχθροί των Ορθοδόξων και δημιουργούσαν πάρα πολλά και σοβαρότατα προβλήματα στην Εκκλησία. Κι όμως η Εκκλησία με τον Β-7 προτείνει την κατ’ οικονομία πράξη (λίβελο και χρίσμα), και όχι την αυστηρότητα της ακρίβειας (βάπτισμα)! Από τους κανόνες και την εν γένει πράξη της Εκκλησίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από τη φιλική ή εχθρική διάθεση της αιρετικής Κοινότητας, αυτό που προσέχει και απαιτεί η Εκκλησία για να χορηγήσει την οικονομία  είναι η μετάνοια του συγκεκριμένου ανθρώπου, του πρώην αιρετικού!

Δεν ενδιαφέρει την Εκκλησία η αιρετική Κοινότητα, αλλά ο άνθρωπος. Αποδέκτης της φιλάνθρωπης οικονομικής ενέργειας της Εκκλησίας   δεν είναι η εμμένουσα στην αίρεση και πλάνη Κοινότητα, αλλά ο μετανοημένος αιρετικός που έφυγε από την πλάνη και αναζητά την Ορθοδοξία, αυτός που επιθυμεί να μπει στον «οίκο του Πατρός» του.

2. Δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ο βαθμός αποκλίσεως από την πίστη της Εκκλησίας. Βέβαια οι κανόνες αναφέρονται και συνεκτιμούν και την πίστη των αιρετικών (μιλούν για «τοὺς υἱοπατορίαν δοξάζοντας, καὶ ἕτερά τινα χαλεπὰ ποιοῦντας»). Εν τούτοις, η πίστη των αιρετικών και η εγγύτητά της προς την πίστη της Εκκλησίας δεν είχε για τις Συνόδους πρωταρχική σημασία στην εφαρμογή της οικονομίας. Η Εκκλησία εφαρμόζει την οικονομία (με λίβελο και χρίσμα) στις  σοβαρές αντιτριαδικές αιρέσεις των Αρειανών (ειδωλολάτρες χαρακτηρίζονται στην Ζ΄ Οικουμενική[96]) και των Πνευματομάχων  με τις αυστηρές καταδίκες και αναθεματισμούς από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους. 

Την ίδια οικονομία εφαρμόζει και στους «Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρακαδεκατίτας» με τους οποίους δεν υπήρχαν θεολογικές διαφορές στα βασικά δόγματα της πίστεως, αλλά μόνο σε θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και λατρείας (πχ. οι Τεσσαρακαιδεκατίτες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του Νισσάν, οι Καθαροί δεν αποδέχονταν το β΄ γάμο και τη μετάνοια στους πεπτωκότες). Αντίθετα, ενώ στους Αρειανούς εφαρμοζόταν η οικονομία (λίβελο, χρίσμα),στους ομοπίστους με αυτούς Ευνομιανούς ετηρείτο η ακρίβεια (βάπτισμα) διότι αυτοί βάπτιζαν με μία μόνο κατάδυση! Όπως είπαμε, τους Καθαρούς, οι οποίοι, κατά τον Ζωναρά, «ου περί την πίστιν εσφάλλοντο, αλλ’ εις μισαδελφίαν, και άρνησιν μετανοίας τοις παραπεπτωκόσι και επιστρέφουσι»[97], τους δέχονταν με λίβελο και χρίσμα ενώ τους καταδικασμένους από Οικουμενικές Συνόδους Νεστοριανοὺς, Εὐτυχιανιστάς καὶ Σεβηριανούς καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων μόνο με λίβελο, χωρίς χρίσμα.

Αξίζει να επισημάνουμε την άποψη του Μ. Βασιλείου (κανόνας 47ος, επικυρωμένος από Οικουμενικές Συνόδους) σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να εφαρμοστεί η οικονομία αλλά η ακρίβεια του (ανα)βαπτισμού ακόμα και σε αιρετικούς οι οποίοι δεν έχουν αλλοιώσει το δόγμα της Αγ. Τριάδος και τηρούν την τριαδική επίκληση στο βάπτισμα «Μὴ γὰρ λεγέτωσαν, ὅτι εἰς Πατέρα καὶ Υἱόν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἐβαπτίσθημεν», εφ’ όσον αυτοί διαφοροποιούνται από την αλήθεια της Εκκλησίας για τον γάμο και τη δημιουργία του Θεού. Αν, όμως, κάποιοι, λέει ο Μ. Βασίλειος, θα ήθελαν να εφαρμόσουν την οικονομία, αυτό θα πρέπει να γίνει κατόπιν συνοδικής αποφάσεως (Βασιλ-47).

3. Κριτήριο ασφαλώς δεν ήταν για τους Πατέρες η αναγνώριση του δικού μας βαπτίσματος εκ μέρους των αιρετικών. Ο Μ. Βασίλειος, που σέβεται και τηρεί την ακρίβεια αλλά, παράλληλα, προτείνει και την οικονομία, είναι κατηγορηματικός: «Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδιδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων» (Βασιλ-1).

4. Από τους Κανόνες δεν προκύπτει πουθενά ότι για την άσκηση οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών αποτελούσε κριτήριο η ύπαρξη αποστολικής διαδοχής στις αιρετικές Κοινότητες. Ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρεί απαραίτητο στοιχείο για τη διαφύλαξη της αποστολικής διαδοχής την Ορθόδοξη Πίστη: «Το μεν ομόγνωμον και ομόθρονον· το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν [διαδοχή στην προεδρία] προσηγορίαν, η δε [διαδοχή στην ευσέβεια] αλήθειαν έχει διαδοχής. Ου γαρ [διάδοχος] . . . ο ταναντία δοξάζων, αλλ’ ο της αυτής πίστεως· ει μη ούτω τις λέγοι διάδοχον, ως νόσον υγιείας, και φωτός σκότος, και ζάλην γαλήνης, και συνέσεως έκστασιν»[98]. Για την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, όπως αυτή ρητά έχει εκφραστεί δια των Οικουμενικών Συνόδων με την επικύρωση των Ι.  Κανόνων, στην αίρεση και το σχίσμα δεν διατηρείται η Αποστολική διαδοχή, δεν έχουν οι αιρετικοί αποστολική διαδοχή. Οι επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους Κανόνες, ο Αποστ-68[99] και της Συνόδου Καρχηδόνος (258 μΧ, του Αγ. Κυπριανού)[100], δεν αναγνωρίζουν την ιερωσύνη στην αίρεση και, συνεπώς, δεν μπορεί να υφίσταται Αποστολική Διαδοχή. Μάλιστα ο Λαοδ-8 προτείνει την εφαρμογή της ακρίβειας του βαπτίσματος στους εκ των της αιρέσεως των Φρυγών προσερχομένους, διότι οι κληρικοί που τους “βάπτισαν” δεν άνηκαν στον πραγματικό αλλά «ἐν κλήρῳ νομιζομένῳ»[101] και, συνεπώς, δε μπορούσαν να βαπτίσουν πραγματικά.  Κατηγορηματικός, όμως, προς την διακοπή της Αποστολικής Διαδοχής στην αίρεση και το σχίσμα είναι ο Μ. Βασίλειος στον επικυρωμένο από Οικουμενικές Συνόδους 1ο Κανόνα του: «οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς, παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι». Και συνεχίζει ακριβώς αμέσως: «Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν»! Δηλαδή, παρά την κατηγορηματική του θέση ότι δεν υπάρχει αποστολική διαδοχή διότι αυτή έχει διακοπή με το σχίσμα και τη διάσταση με την Εκκλησία, ο Μέγας Πατήρ και Οικουμενικός Διδάσκαλος δε δυσκολεύεται να προτείνει, αν υπάρχει ανάγκη, τη χρήση οικονομίας. Και μην ξεχνάμε ότι η θεολογία και η πρακτική αυτή του Μ. Βασιλείου, με την επικύρωσή της από Οικουμ. Συνόδους, είναι πλέον η θεολογία και η πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας!

5.) Όπως προκύπτει από την προσεκτική μελέτη των Ι. Κανόνων που επικαλείται η § 20 του Κειμένου (Β-7 και Στ-95), το μοναδικό κριτήριο για τη χορήγηση της οικονομίας στην εισδοχή των αιρετικών που έχει ρητά καταγραφεί στους συγκεκριμένους Ι. Κανόνες (Β-7 και Στ-95), είναι, τουλάχιστον, η τήρηση του ακριβούς βαπτιστικού τύπου των τριών καταδύσεων και αναδύσεων. Είναι σαφείς οι κανόνες: στους Ευνομιανούς, μία από τις αρειανικές παρατάξεις, δε χορηγείται ο κατ’ οικονομίαν τρόπος εισδοχής στην Εκκλησία (λίβελος, χρίσμα) που παρέχεται στους λοιπούς Αρειανούς, διότι, όπως εξηγούν οι κανόνες Β-7 και Στ-95, οι Ευνομιανοί είναι «οι εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζόμενοι» [102]. Η Εκκλησία δίνει πολύ μεγάλη σημασία στην ακριβή τήρηση των τριών καταδύσεων[103].  Το καθοριστικό ερώτημα για τη σημερινή πράξη είναι: Για τους Λατίνους, οι οποίοι μετά την εν Τριδέντω Σύνοδό τους (1545-1563) δεν τηρούν όχι μόνο την τριπλή αλλά ούτε καν τη μία κατάδυση των Ευνομιανών, και απλώς βρέχουν το τριχωτό μέρος της κεφαλής με λίγες σταγόνες νερό, μπορούμε να επικαλούμαστε τους Β-7 και Στ-95 για να δικαιολογήσουμε σήμερα ως γενικό κανόνα εφαρμοζόμενο σε όλους την κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή τους στην Ορθοδοξία; Όταν η Εκκλησία, στους ίδιους τους κανόνες που θεσμοθετούν την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, ορίζει ρητά ότι δεν μπορεί αυτή την οικονομία να την εφαρμόσει στους «εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους», μπορούμε εμείς  να την εφαρμόσουμε στους Λατίνους οι οποίοι δεν τηρούν ούτε τη μία κατάδυση; Οι Κολλυβάδες Άγιοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Άγ. Αθαν. Πάριος, Κων. Οικονόμου, Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Ευστρ. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρης, Χριστόφορος Αιτωλός, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, οι Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄, Σωφρόνιος Β΄, και Προκόπιος) είναι κατηγορηματικά αντίθετοι! και προτείνουν την κατ’ ακρίβεια πράξη της βαπτίσεως των Λατίνων[104] και, συνεκδοχικά, και των λοιπών Δυτικών. Στο αυτό πνεύμα οι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, Κωνσταντινουπόλεως Ε΄, Αλεξανδρείας Ματθαίος και Ιερουσαλήμ Παρθένιος, στον περίφημο όρο του 1755 αποφαίνονται: «τη τε δευτέρα και πενθέκτη αγίαις οικουμενικαίς συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις, και καταδύσεις, και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων  επιβοώντας, αλλ’  άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι, τη ορθοδοξία προσιόντας»[105

6.) Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: η Εκκλησία ενεργώντας φιλανθρώπως για τη σωτηρία των ανθρώπων τηρεί σε κάθε εποχή, ανάλογα με τις συνθήκες,και την ακρίβεια και την οικονομία. Πάντοτε, όταν επικαλείται την ακρίβεια, η αιτιολογία είναι ουσιαστικά θεολογική-εκκλησιολογική. Αντίθετα, όταν εφαρμόζει την κατ΄ οικονομία πράξη, δε φαίνεται να πολυπραγμονεί και να αναλύει το ζήτημα αυτό. Χωρίς καμμία αιτιολόγηση αποφαίνεται έχουσα κυριαρχικό δικαίωμα στην εφαρμογή ακρίβειας ή οικονομίας. Η Εκκλησία την ακρίβεια την αιτιολογεί πλήρως, διότι εκεί θεολογεί. Και εμείς από σεβασμό οφείλουμε να ακολουθούμε ή, έστω κι αν θέλουμε να ασκήσουμε το νου μας στην αναζήτηση κάποιων λύσεων σε ερωτήματα που εμείς οι ίδιοι θέτουμε, ας μην προσπαθούμε να θεωρούμε τα δικά μας ιδεολογήματα ή προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας μας . είναι δικοί μας προβληματισμοί, όχι η Θεολογία των Αγίων και της Εκκλησίας μας!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[94]  Στ. Τσομπανίδης, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση: Μια εκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ οδόν προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»,  Εισήγηση στο συνέδριο με θέμα: «Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (Ἱερά Μονή Βλατάδων, 3-5 Δεκεμβρίου 2015), στο  Θεολογία, 86(2015) τ. 4,  σ. ;;;. 
[95] Αναλυτικότερα βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της  Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο,  εκδ. Τήνος Αθήνα 1996,                σ. 99-110.
[96] Mansi 13, 225ΑC.
[97] Ζωναρά, Ερμηνεία στον Α-8, στο Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα θείων και ιερών κανόνων, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Β΄ σ. 134
[98] PG 35, 1089.
[99]  Αποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
[100]  Συνόδου Καρχηδόνος (251μΧ, του Αγ. Κυπριανού) «Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον;».
[101] Λαοδ-8: «Περὶ τοῦ τοὺς ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν λεγομένων Φρυγῶν ἐπιστρέφοντας, εἰ καὶ ἐν κλήρῳ νομιζομένῳ παρ᾽ αὐτοῖς τυγχάνοιεν, εἰ καὶ μέγιστοι λέγοιντο, τοὺς τοιούτους μετὰ πάσης ἐπιμελείας κατηχεῖσθαί τε καὶ βαπτίζεσθαι ὑπὸ τῶν τῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπων τε καὶ πρεσβυτέρων».
[102]  Αναλυτικότερα βλ.  Ελ. Γιαννακοπούλου, Ο αναβαπτισμός των αιρετικών 1453-1756), Σταθμοί έρευνας και πράξης (ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2009, σ. 350-358.
[103]  Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο,  εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 26-28, 49, 72-75.
[104] Αναλυτικότερα για τη στάση των Κολλυβάδων Πατέρων και συγγραφέων της εποχής στην ενδιαφέρουσα μελέτη του πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο,  εκδ. Τήνος  Αθήνα 1996.
[105] «Όρος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας συσταίνων μεν το θεόθεν δοθέν άγιον βάπτισμα, καταπτύων δε τα άλλως γενόμενα των αιρετικών βαπτίσματα», στο Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 128,   Ελ. Γιαννακοπούλου, Ο αναβαπτισμός των αιρετικών 1453-1756), Σταθμοί έρευνας και πράξης (ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2009, σ. 88.


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment