Friday, March 11, 2016

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015


ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015

Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====

γ) Ερμηνεία ή παρερμηνεία της § 20;  
Όπως έχει κατ’ επανάληψιν  τονιστεί,  το Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ είναι σε κάποια ιδιαίτερα κρίσιμα σημεία του εξαιρετικά γενικόλογο, ασαφές, και αναφέρεται μάλλον συγκεκαλυμμένα σε  πολύ σοβαρά ζητήματα. Ένα τέτοιο σημείο είναι η § 20, η οποία εκ πρώτης όψεως δε φαίνεται να αφίσταται της εκκλησιαστικής παραδόσεως. 

Με μια δεύτερη ματιά ο ασαφής και σύνθετος τρόπος συντάξεως δημιουργεί, και στον πλέον καλοδιάθετο αναγνώστη, ερώτημα για το «τι πραγματικά θέλει να πει ο ποιητής»! Σε αυτό το ερώτημα απάντησε το Επιστημονικό Συμπόσιο με θέμα «Ορθοδοξία και Οικουμένη, Προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» (Ι. Μ. Βλατάδων, 3-5.12.2015) που συνδιοργάνωσαν η Ι. Μ. Βλατάδων, το Πατριαρχικό ΄Ιδρυμα Πατερικών Μελετών και η Θεολογική Σχολή ΑΠΘ. Είναι προφανές ότι το συμπόσιο αυτό απηχούσε τις απόψεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (διοργανωτές, τόπος διεξαγωγής, ομιλητές κοκ), και η δημοσίευση των εισηγήσεων στο επίσημο δελτίο Θεολογία, καθιστά σαφή τη σοβαρότητα του συμποσίου. Δύο εισηγητές σχολίασαν το Κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον»: Ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος[106] (Σύμβουλος της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ε΄ ΠΠΔ) και ο Καθηγητής του ΑΠΘ  Στ. Τσομπανίδης[107] (σημειώνουμε για να γίνει αντιληπτή η βαρύτητα της εισηγήσεως ότι, όπως προκύπτει από την εισήγησή του, ο καθηγητής είχε τουλάχιστον από το Νοέμβριο στα χέρια του τα κείμενα της Ε΄ ΠΠΔ, όταν αυτά ήσαν ακόμα “απόρρητα”, μη κοινοποιήσιμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, και δεν δίδονταν ούτε στους Επισκόπους της Εκκλησίας της Ελλάδος! Πολύ αργότερα (περί τα μέσα Ιανουαρίου 2016) δόθηκαν στα μέλη της ΔΙΣ! Και μετά από τρίμηνο από της εκδόσεώς  τους γνωστοποιήθηκαν στο λαό του Θεού!).

Οι δύο ομιλητές μάς αποκάλυψαν expressis verbis τι είναι γραμμένο πίσω από τις λέξεις και πού οδηγεί η δυσνόητη διατύπωση της § 20.
Ο Σεβ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την § 20 είπε: «β) Ἐτέθησαν τά κανονικά κριτήρια (καν. 7ος τῆς Β΄καί 95ος τῆς Πενθέκτης) ὡς πρός τήν προοπτικήν τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν (§ 20). Διά τῆς παρούσης παραγράφου προσδιορίσθησαν πανορθοδόξως τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, δέν ἀμφισβητήθη ἡ ὕπαρξις αὐτῶν καί «κατ’ οἰκονομίαν» ἀνεγνωρίσθη, τό συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν, ὑποστατόν καί ἔγκυρον τοῦ βαπτίσματος. Οὕτως ἐνισχύεται ἡ ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, ὡς ἔκφρασις φιλανθρώπου διαθέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί  Ὁμολογιῶν ἐνῶ ἀτονεῖ ἡ ἀρχή τῆς ἀκριβείας» [108].

[Βέβαια, απορούμε πώς ο Άγιος Μεσσηνίας ομιλεί περί της «αναγνωρίσεως του «υποστατού» και «εγκύρου» του βαπτίσματος των αιρετικών» μάλιστα «συμφώνως πρός τήν κανονικήν παράδοσιν», όταν ο ίδιος σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικά, όπως ήδη αναφέραμε, ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών, όπως εσφαλμένως σήμερα υποδεικνύεται από ορισμένους κύκλους και μάλιστα σε αναφορά προς τον χώρον της Οικουμενικής Κινήσεως. Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις»[109]].

Ο καθηγητής Στ. Τσομπανίδης στην εισήγησή του στο Επιστημονικό Συμπόσιο της Ι. Μ. Βλατάδων ανέφερε: «Το νέο θετικό σημείο που μπορεί να ανοίξει προοπτικές και να συμβάλει στην εμβάθυνση στην ορθόδοξη εκκλησιολογία και στην αξιοποίηση της εκκλησιολογικής διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι μόνο για την επιβεβαίωση της αυτοσυνειδησίας της, αλλά και για την υπεύθυνη αξιολόγηση της μορφής της εκκλησιαστικότητας του χριστιανικού κόσμου που υπάρχει εκτός αυτής, είναι η 20η παράγραφος». Και πιο κάτω σημειώνει ο καθηγητής: «Η αναλογική εφαρμογή του πνεύματος κανόνων - όπως οι 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικών Συνόδων, που αναφέρονται στην 20η παράγραφο της Ε΄ Προσυνοδικής - στη νέα πραγματικότητα της σύγχρονης Οικουμενικής Κίνησης και των ειρηνικών διαλόγων, συνεπάγεται την αναγνώριση του «υποστατού» ή και του «εγκύρου» του Βαπτίσματος» [110].

Είναι απολύτως σαφές ότι για τους ανωτέρω εισηγητές η § 20, ερμηνευομένη καταλλήλως, αναγνωρίζει το «υποστατό» και «έγκυρο» του βαπτίσματος, την «εκκλησιαστικότητα» των ετεροδόξων και τα «όρια» της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δηλαδή, κατ’ αυτούς, όλες οι «Χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες» του ΠΣΕ τελούν έγκυρα και χαριτόβρυτα Ιερά Μυστήρια που παρέχουν στα μέλη τους σώζουσα Θ. Χάρη διότι αυτές οι «Εκκλησίες και Ομολογίες» έχουν «εκκλησια-στικότητα» (τι εννοούν εδώ; Ότι οι αιρέσεις ανήκουν ή είναι η Μία Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, όπως η Ορθόδοξη Εκκλησία; Παραμένει ασαφές!)

Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να ισχυριστεί ότι η πιστή ερμηνευτική προσέγγιση στο ίδιο το κείμενο της § 20 δε μπορεί να δικαιολογήσει τις -διά συλλογιστικών ακροβασιών- ερμηνευτικές προσεγγίσεις και τα συμπεράσματα περί εκκλησιαστικότητας των ετεροδόξων και αναγνώρισης του «εγκύρου» και «υποστατού» του βαπτίσματός τους. Η § 20 δεν λέει -τουλάχιστον ρητώς- τέτοια πράγματα, και η προσέγγιση των δύο εισηγητών ελέγχεται μάλλον ως παρερμηνεία παρά ως αξιόπιστη ερμηνεία του συγκεκριμένου κειμένου. Παρ΄ όλα αυτά, η § 20 είναι ιδιαίτερα προβληματική από θεολογικής πλευράς λόγω της σαφέστατης ασάφειάς της, η οποία δίνει δικαιώματα σε ερμηνευτικούς ακροβατισμούς και συλλογιστικά άλματα.
  
Τα ερωτήματα, όμως, στα οποία οφείλουν να απαντήσουν όσοι αποδέχονται μία τέτοια διευρυμένη εκκλησιολογική ερμηνεία της § 20 είναι καίρια:
Αν ο τόσο υπεύθυνος και υψηλοτάτου επιπέδου Συντάκτης τού κειμένου, δηλαδή η τελευταία προ της Μεγάλης Συνόδου Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη, ήθελε μια τέτοια εκκλησιολογική προσέγγιση την οποία εκφράζουν οι εισηγητές, γιατί δεν τη διατύπωσε με τη δέουσα σαφήνεια, έτσι ώστε να μην επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση; Γιατί μίλησε τόσο συγκεκαλυμμένα ώστε να απαιτείται εξεζητημένος ερμηνευτικός συλλογισμός για ένα τόσο φλέγον δογματικΌ-εκκλησιολογικό ζήτημα που άπτεται όχι μόνο της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, αλλά και της ίδιας της Ορθοδόξου συμμετοχής και μαρτυρίας στην Οικουμενική Κίνηση;  Άλλωστε, έχουμε να κάνουμε με σημερινό κείμενο που καλείται να απαντήσει και να θεολογήσει στα σημερινά -για κάποιους μείζονα και αναπάντητα(;)- εκκλησιολογικά ερωτήματα περί «εκκλησιαστι-κότητας» και «εγκύρου και υποστατού» του βαπτίσματος των αιρετικών. Τα ερωτήματα αυτά είναι με περισσή σαφήνεια διατυπωμένα, δεκαετίες τώρα. Έχουν πολυσυζητηθεί όχι μόνο στη βιβλιογραφία αλλά και στις Διορθόδοξες Επιτροπές[111], και κυρίως στις ίδιες τις Πανορθόδοξες Προσυνεδριακές Διασκέψεις[112]. Έχουν τεθεί στο Κείμενο του Balamand (1993) εγείροντας έντονες συζητήσεις.  Τέλος, όπως έχει πολλάκις γραφεί, τίθενται με φορτικότητα από τους συνομιλητές μας στην Οικουμενική Κίνηση και, μάλιστα για ορισμένους, η Ορθόδοξη θεολογία υστερεί που δεν απαντά με σαφήνεια[113]!

Συνεπώς, ενώπιον αυτής της επείγουσας θεολογικής πίεσης και ανάγκης ήταν υποχρεωμένη η Ε΄ ΠΠΔ, εκφράζουσα την εκκλησιαστική συνείδηση της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αν ήθελε να διευρύνει σε τέτοιο βαθμό την Ορθόδοξη εκκλησιολογία προκειμένου να συμπεριλάβει και τους αιρετικούς, να αναφερθεί με την επιβαλλομένη σαφήνεια, οριστικά και αμετάκλητα, ώστε να μην επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση για την «εκκλησιαστικότητα» και το «έγκυρο» και «υποστατό» του βαπτίσματος των αιρετικών. Αυτό σημαίνει συνοδικός θεσμός, και μόνο έτσι καταδεικνύεται ότι «το συνοδικόν σύστημα ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει τον αρμόδιον και έσχατον κριτήν περί των θεμάτων πίστεως» (§ 22).  Οι πρακτικές του «άλλα γράφουμε και άλλα εννοούμε», του συσκοτισμού, της απόκρυψης και της ασάφειας δεν έχουν καμμία σχέση με την κρυστάλλινη ευαγγελική αλήθεια, προσβάλλουν την Εκκλησία του Χριστού, και υπάρχει κίνδυνος να απαξιώσουν στα μάτια του λαού την ίδια την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.

Αφού η Ε΄ ΠΠΔ δεν εισηγήθηκε με το τελικό κείμενό της η Αγία και Μεγάλη Σύνοδο να παράσχει ρητή πανορθόδοξη συνοδική αποδοχή και έγκριση στις αντιλήψεις περί «εγκύρου και υποστατού» του βαπτίσματος και «εκκλησιαστικότητας» των αιρετικών, δεν επιτρέπεται να ανάγουμε τα ιδεολογήματα, τους ευσεβείς “πόθους“ μας ή έστω τους θεολογικούς ακροβατισμούς και προβληματι-σμούς μας σε θεολογία και εκκλησιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ή να ερμηνεύουμε τα συνοδικά κείμενα  κατά το δοκούν.

Τελικά, αν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Απόφασή της μετά από δεκαετίες συζητήσεων και προβληματισμού, ρητά και κατηγορηματικά δεν προσδώσει εκκλησιαστικότητα στις αιρετικές Κοινότητες καθίσταται σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχθεί τις απόψεις αυτές.
Πέραν αυτών, οι ανωτέρω ερμηνείες της § 20 χρησιμοποιούν τη (διπλή) προκρούστεια μέθοδο στην προσέγγιση των Β-7 και Στ-95: για να βγάλουν το συμπέρασμα που θέλουν περικόπτουν ό,τι δεν τους βολεύει από τους κανόνες, και το υπόλοιπο το “τραβάνε” για να το φέρουν στα μέτρα τους: πχ. α) επειδή η κατ’ ακρίβεια πράξη του (ανα)βαπτισμού που επιβάλλουν οι Β-7 και Στ-95  για τους προσερχόμενους από τις περισσότερες αιρέσεις δεν τους εξυπηρετεί, την παραθεωρούν εντελώς, ούτε καν την αναφέρουν, β) επειδή σύμφωνα με τους κανόνες η τριπλή κατάδυση στο βάπτισμα είναι βασικό κριτήριο για την εφαρμογή της οικονομίας, αλλά δεν βολεύει στους οικουμενιστικούς σχεδιασμούς, σιωπούν τελείως, γ) το ίδιο κάνουν και με τις άλλες βασικές προϋποθέσεις εφαρμογής της οικονομίας, την απόταξη των αιρέσεων, την καταδίκη των αιρεσιαρχών και την αποδοχή τού συνόλου της εκκλησιαστικής πίστεως και διδασκαλίας .  και εδώ τις προϋποθέσεις αυτές τις περιφρονούν,  δ) οι κανόνες μιλάνε για «αιρέσεις» .  όμως τέτοια ορολογία είναι “ξένη” στην Οικουμενική Κίνηση και δεν εξυπηρετεί, οπότε την “περικόπτουν” και ε) “ξεχειλώνουν” την οικονομία, όπως και όσο τους βολεύει, για να τη χρησιμοποιήσουν εκεί όπου ουδέποτε μέχρι σήμερα την αξιοποίησε η Θεολογία και η ζωή της Εκκλησίας!

Οι προαναφερθείσες ερμηνείες της § 20 θέτουν ως προϋπόθεση αναγνώρισης της «εκκλησιαστικότητος» και του «εγκύρου» και «υποστατού» του βαπτίσματος, που κατ’  αυτούς έχουμε με την § 20, την ύπαρξη Αποστολικής Διαδοχής. Όμως, η § 20, όπως ήδη σημειώσαμε,  αναφέρεται αδιακρίτως στα 345 μέλη του ΠΣΕ, ορισμένα  εκ των οποίων δεν έχουν ούτε καν Ιερωσύνη ούτε Βάπτισμα ούτε Αποστολική Διαδοχή, και αρνούνται όλα τα μυστήρια. Ενώ άλλοι (Αγγλικανοί, Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένοι) έχουν και γυναίκες (!) στον επισκοπικό βαθμό . 
Ας προχωρήσουμε, όμως, και ας υποθέσουμε ότι πράγματι η ερμηνεία τής  § 20 από τους δύο εισηγητές είναι ορθή και, πράγματι, απηχεί το πνεύμα της § 20. Τότε είναι προφανές ότι η § 20 όχι μόνο δεν εκφράζει, αλλά είναι ριζικά αντίθετη στην μέχρι τώρα Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση:

  1. Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι στο Κείμενο δεν υπάρχει αγιογραφική ή πατερική ή συνοδική αναφορά για να στηρίξει τις κακοδοξίες αυτές. Η παντελής έλλειψη στην εκκλησιαστική μας παράδοση πατερικών αναφορών ή κανονικών διατάξεων οι οποίες να αναγνωρίζουν την «εκκλησιαστικότητα» και το «έγκυρο» και «υποστατό» του βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων των αιρετικών, οδήγησε  τους συντάκτες τής § 20 να χρησιμοποιήσουνεντελώς άσχετους με την περίπτωση κανόνες. Οι Β-7 και Στ-95, όπως ήδη αναφέραμε, ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς,  υπονοούν ότι οι  αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θ. Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση! Όπως ήδη τονίσαμε, για τους ιερούς κανόνες η «μερίς των σωζομένων» βρίσκεται  μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην «αίρεση»!
  
2. Δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι αποδέκτης της οικονομίας είναι πάντοτε ο άνθρωπος«υπέρ ου Χριστός απέθανε» (Ρωμ. 14, 15), και ποτέ μία κατάσταση ή οι πράξεις μιας Κοινότητας καθ’ εαυτές, αλλά ο άνθρωπος που ενεργεί, όπως ενεργεί.  Επίσης, η οικονομία, ως εκ της φύσεώς της εκκλησιαστική ποιμαντική πράξη, έχει αποδέκτη μόνο τα μέλη της Εκκλησίας και όσους επιθυμούν να γίνουν μέλη της, και όχι όσους εμμένουν στην αίρεση, όσους επιλέγουν να ζουν εκτός της εκκλησιαστικής ζωής, όπως αυτή καθορίζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τέλος, δε μπορεί να είναι αποδέκτης μιας κατ’ εξοχήν εκκλησιαστικής πράξεως κάποια Κοινότητα η οποία είναι αποσχισμένη από την κοινωνία της Εκκλησίας, όταν μάλιστα η απόσχιση δεν οφείλεται σε ήσσονος σημασίας ζητήματα (σχίσμα), αλλά σε αιρετικές και καταδικασμένες από Οικουμενικές Συνόδους αλλοιώσεις της δογματικής πίστεως και της ουσίας της Εκκλησίας.

3. Επιπλέον, θα μπορούσαμε γενικά να πούμε ότι με την ακρίβεια η Εκκλησία θεολογεί ενώμε την οικονομία διαποιμαίνει[114]. Ασφαλώς και η ακρίβεια χρησιμο-ποιείται στην ποιμαντική, όπως η οικονομία σε εξαιρετικές και μάλλον σπάνιες περιπτώσεις κατά τη λεκτική διατύπωση του δόγματος από την Εκκλησία. Ποτέ όμως στην παράδοση της Εκκλησίας δε χρησιμοποιήθηκε η οικονομία στην ουσία, στο περιεχόμενο του δόγματος[115]. Επειδή, λοιπόν, η αναγνώριση της εκκλησιαστικής υποστάσεως και των μυστηρίων των αιρετικών Κοινοτήτων άπτεται της δογματικής-εκκλησιολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και της ίδιας της αυτοσυνειδησίας της, δεν υπάρχει καμμία δυνατότητα ασκήσεως οικονομίας στο ζήτημα αυτό. Είναι, ασφαλώς εντελώς άλλο θέμα η άσκηση οικονομίας σε συγκεκριμένο άνθρωπο που μετανόησε, αρνήθηκε τις πλάνες, αναθεμάτισε τους «εξάρχους των αιρέσεων», έφυγε από την αιρετική Κοινότητα και επιθυμεί να ενταχθεί στην Εκκλησία. Εδώ επιβάλλεται η άσκηση της οικονομίας.
Είναι σαφής, εν προκειμένω, η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρα-σκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία  αποβλέπει …α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριον λόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’  οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εια τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται” (Ευλόγιος Αλεξ. PG 103, 953)»[116], ενώ η ακρίβεια είναι «η μόνη ισχύουσα εις τα καίρια της πίστεως» [117]. Δηλαδή,η κατ΄ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε συνεπάγεται και αλλαγή, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας.

4. Αν θελήσουμε να προχωρήσουμε με συνέπεια τη σκέψη μας είναι προφανή τα αδιέξοδα της οικουμενιστικής ερμηνείας της § 20, ότι δήθεν σ’ αυτή αναγνωρίζεται το έγκυρο και υποστατό του βαπτίσματος, και η εκκλησιαστικότητα των αιρετικών. Διερωτώμαστε, λοιπόν:
α) Οι Ρωμαιοκαθολικοί (όπως και οι Αγγλικανοί) δέχονται ότι μπορεί να βαπτίζει και ένας λαϊκός ή ακόμα και ένας αβάπτιστος μη Χριστιανός ή ακόμα και άθεος[118].  Μπορεί το βάπτισμα που τελεί ένας  Μουσουλμάνος, να είναι για την Ορθόδοξη μυστηριολογία «έγκυρο» και «υποστατό», έστω και κατ’ οικονομία;  
β) Το βάπτισμα που τελεί  μία προτεστάντης “ιέρεια” είναι «έγκυρο» και «υποστατό» για μας τους Ορθοδόξους;
γ) Το βάπτισμα που τελεί ιερέας χειροτονημένος από “Επισκοπίνα” είναι για μας «έγκυρο» και «υποστατό»;
δ) Επίσκοπος που χειροτονήθηκε από “Επισκοπίνες” έχει κανονική ιερωσύνη και αδιάκοπη Αποστολική Διαδοχή, την οποία μπορεί να μεταδίδει;
ε) Τελικά, διασώζεται αδιάκοπη η Αποστολική διαδοχή στις χειροτονίες των “Επισκοπίνων”;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» αναμφίβολα είναι ιδιαίτερα σημαντικό κείμενο, διότι:  α) συντάκτης είναι η  Ε’ Πανορθόδοξη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη, β) παραλήπτης είναι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος και δι΄Αυτής σύμπασα η Ορθόδοξη Καθολική του Χριστού Εκκλησία και γ) θέμα του είναι η ίδια η αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η μαρτυρία Αυτής στους «εγγύς και τους μακράν».
Το Κείμενο αυτό μπορεί να μην έχει τη μορφή και τη δομή δογματικού όρου, εν τούτοις κατ’ ουσίαν είναι δογματικό Κείμενο, αφού αναφέρεται στη δογματική περί Εκκλησίας διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και, συνεπώς, η Εκκλησία – δηλ. όλοι εμείς, κλήρος και λαός – οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε ως τη δογματική απόφαση της Πανορθοδόξου Συνόδου.
Υπό αυτό το πρίσμα αξιολογούμενο το κείμενο, φοβούμεθα πως δεν ανταποκρίνεται στον υψηλό του ρόλο. Οι ανεπίτρεπτες ασάφειες, οι πολλές αντιφάσεις, οι αλληλοσυγκρουόμενες θεολογικές προσεγγίσεις και κυρίως η διαφροροποίησή του από τη μέχρι τώρα εκκλησιαστική μας παράδοση είναι βέβαιο  ότι θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη Θεολογία και την Εκκλησία, τα οποία θα πληγώσουν το Σώμα του Χριστού προς χαρά και αγαλίαση των εχθρών Του.

Ελπίζουμε και προσευχόμαστε το Άγιο Πνεύμα να επισκιάσει επί την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο ώστε «επομένη τοις αγίοις Πατράσιν» και ορθοτομούσα τον λόγον της του Χριστού αληθείας να καταταγεί από την αλάθητη εκκλησιαστική συνείδηση στη σειρά των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας μας προς δόξαν Θεού, αγαλλίαση του Λαού Του και καταισχύνη των εχθρών της Αληθείας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[106]  Θέμα: «Αι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τας λοιπάς Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας επί τη βάσει των Πανορθοδόξων αποφάσεων».
[107] Θέμα: «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση: Μια εκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ οδόν προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο».
[108] Χρυσόστομος, Μητροπ. Μεσσηνίας, «Αι σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τας λοιπάς Χριστιανικάς Εκκλησίας και Ομολογίας επί τη βάσει των Πανορθοδόξων αποφάσεων», Θεολογία, 86(2015) τ. 4,  σ. ;;;.
[109]Παραθέτουμε απομαγνητοφωνημένο το πλήρες απόσπασμα της αναφοράς του Μητρ. Μεσσηνίας  Χρυσοστόμου«(18:11)Με τη στάση αυτή η Καθολική Εκκλησία περιχαρακώνει τα αισθητά όριά της και συγχρόνως εκφράζει σε συγκεκριμένη τοπική και χρονική διάσταση ότι “τους προστιθεμένους τη Ορθοδοξία και τη μερίδι των σωζομένων υπό αιρετικών” μπορεί να τους υποδεχθεί “κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν και συνήθειαν”, όπως ορίζει ο 7ος κανόνας της Β΄ Οικουμ. Συνόδου.(18:46)  Η “υποτεταγμένη αυτή συνήθεια και ακολουθία” είναι αλήθεια ότι ποικίλει μέσα στη ιστορική παράδοση, κυρίως ως προς τον τρόπο και το μέσον αποδοχής ή επιστροφής τους στην Ορθοδοξία.
(19:01) Στο σημείο αυτό, νομίζω, ότι είναι φρόνημο να γίνει μία επισήμανση και μία διάκριση. Όταν για παράδειγμα οι Πατέρες της Εκκλησίας, της Συνόδου της Δ΄Οικουμενικής, δήλωναν ότι αρκεί η άρνηση ή η απόρριψη της αίρεσης για να είναι κάποιος Ορθόδοξος και δεν απαιτείται ο αναβαπτισμός ή η αναχειροτονία δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών, όπως εσφαλμένως σήμερα υποδεικνύεται από ορισμένους κύκλους και μάλιστα σε αναφορά προς τον χώρον της Οικουμενικής Κινήσεως.(19:45)Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις(19:58)», Χρυσόστομος (Σαββάτος), Μητρ. Μεσσηνίας, «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
[110] Στ. Τσομπανίδης, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση: Μια εκκλησιολογική προσέγγιση καθ’ οδόν προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», Θεολογία, 86(2015) τ. 4,  σ. ;;;.
[111]  Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπα-ρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμε-νικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 129-132.
[112]  Βλ. ενδεικτικές αναφορές μόνο από την Γ΄ΠΠΔ:  Εισήγηση Γραμματέως Σεβ. Ελβετίας Δαμασκηνού στην Γ΄ ΠΠΔ (30.10.86) : «Η Ορθόδοξος Εκκλησία θα έδει να αξιοποιήση την εκκλησιολογική διδασκαλία αυτής … και διά την υπεύθυνον αξιολόγησιν της μορφής της εκκλησιαστικότητος του εκτός αυτής χριστιανικού κόσμου. … Τοιαύτη αξιοποίησις … καθίσταται οσημέραι αναγκαία δια την υπεύθυνον συμμετοχήν εις τους διμερείς και τους πολυμερείς Θεολογικούς Διαλόγους … ως επίσης και διά την πλέον αξιόπιστον μαρτυρίαν της Ορθοδοξίας» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 103). Ο Σεβ. Δημητριάδος (και μετέπειτα Αθηνών) Χριστόδουλος: «Πελώριον θέμα προς συζήτησι, δηλαδή το θέμα της εκ μέρους μας θεωρήσεως των εκτός της ιδικής μας Εκκλησίας ευρισκομένων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μετά των οποίων ευρισκόμεθα εν διαλόγω. Εάν δεν λυθή το θέμα αυτό, νομίζω, ότι “εις μάτην κοπιώμεν” … Η ερώτησις του Σεβ. Καρθαγένης θέτει ίσως επί τάπητος - το λέγω με πολλήν επιφύλαξιν - αυτό που είναι γνωστόν ως θεωρία των κλάδων, θα παραδεχθούμε  αυτήν την θεωρίαν ή θα παραμείνωμεν εις την Unam Sanctam; … θα ήθελα να προτείνω … να τεθή κάποια φράσις, αμέσως μετά την πρώτην, τονίζουσα την ιδικήν μας αυτοσυνειδησίαν, έστω και αν αυτό κακοφαίνεται ενδεχομένως εις τους εκτός της ιδικής μας Εκκλησίας ευρισκομένους» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 106-107).  Στο ίδιο θέμα αναφέρθηκε ο καθηγ. Γ. Γαλίτης (Πατρ. Ιεροσολύμων) (Συνοδικά ΙΧ, σ. 107) και ο καθηγητής Βλ.Φειδάς (Πατριαρχ. Ιεροσολύμων) «τι αντιπροσωπεύουν εξ επόψεως εκκλησιολογίας αι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας χριστιανικαί κοινότητες … Μία “εκκλησιολογία”  δηλαδή των εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας “Εκκλησιών”. Πρέπει να γίνει μελέτη διά να γνωρίζωμεν, πώς ημπορεί να συν-ειδητοποιηθεί η δική μας ευθύνη  εις τους Διαλόγους. Αυτό θα ήτο εν σημαντικόν, αλλά και πολύ μεγάλο έργον. Τώρα απλώς γίνεται μία διαπίστωσις. Ο Γ. Φλωρόφσκυ λ.χ. κάνει διάκρισιν μεταξύ κανονικής και χαρισματικής προσ-εγγίσεως των  ορίων της Εκκλησίας. Ημπορεί όμως αυτό να λεχθή; Και θα είναι συνεπές;» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 108).
[113] Ενδεικτικά αναφέρουμε: α) Κείμενο Λίμα-ΒΕΜ  «Η ανάγκη όπως επανεύρωμεν την ενότητα του βαπτίσματος ευρίσκεται εις την καρδίαν της οικουμενικής εργασίας» (Βάπτισμα § 6). β) Συζήτηση των Προτάσεων της Μικτής Επιτροπής (Διορθοδόξου και του ΠΣΕ, Morges Ελβετία 6-8.12.1999) στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ (Αύγουστος 2002), στο Στ. Αβραμίδης, Οι αξιώσεις (desiderata) της Ορθοδόξου Εκκλησίαςέναντι του ΠΣΕ, δακτυλογραφημένο κείμενο, σ. 14,  Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 192 υποσ. 127. γ) Επίσης, στην Γ΄ ΠΠΔ (Σαμπεζύ 1986) ο Σεβ. Καρθαγένης (και μετέπειτα Αλεξανδρείας) Παρθένιος είπε: «Εγώ όταν διαλέγωμαι με τους Ρωμαιοκαθολικούς - είναι κρίσιμος ερώτησις - παραδέχομαι ότι είναι Εκκλησία ή όχι; Είναι ένα καίριο σημείον. Να πούμε τι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Δηλαδή η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησία και ολοι οι άλλοι είναι εκτός της Εκκλησίας; Ή έχουν και αυτοί κάτι από την Εκκλησία;  … Εάν παραδεχθώ ότι είναι Εκκλησίαι, θα αρχίσω να διαλέγωμαι τουλάχιστον πιο αδελφικά. Εάν όμως δεν είναι Εκκλησίαι, τότε τι γίνεται; Αυτήν την απορίαν έχω και θα ήθελα κάποιαν λύσιν. Όχι αμέσως. Αλλά αντιμετωπίζομεν το θέμα αυτό εις τους Διαλόγους μας» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 105).  Ο Πρόεδρος της Γ΄ ΠΠΔ Σεβ. Εφέσου Χρυσόστομος απάντησε: «Έχετε δίκαιο να επισημαίνετε το θέμα … και ημείς να αποκτήσωμεν συνείδησιν της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά και να εξετάσωμεν όσον είναι δυνατόν το στοιχείον της εκκλησιαστικότητος, το οποίον αντιπροσωπεύουν οι οι μεθ’  ών διαλεγόμεθα. Ίσως χρειασθεί … εις μίαν προσεχή φάσιν της πορείας μας προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδο» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 105). δ) Η εισήγηση του Γραμματέως της Γ΄ ΠΠΔ Σεβ. Ελβετίας  Δαμασκηνού στην Ολομέλεια (31.10.86): «εμβάθυνσιν εις την ορθόδοξον εκκλησιολογίαν, και δη και την μελέτην των κανονικών κριτηρίων ως προς την περί των ορίων της Εκκλησίας ορθόδοξον παράδοσιν, διότι ούτω μόνον είναι δυνατή η τήρησις  ενιαίας στάσεως όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών» (Συνοδικά ΙΧ, σ. 141-142).
[114] Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή (1971): «Η ακρίβεια είναι το κύριο εκκλησιολογικόν γνώρισμα … έναντι της αποκεκαλυμμένης αληθείας … η οικονομία αποτελεί το … προνόμιον, διά του οποίου τιμάται … η ποιμαντορική ευρύτης…της Εκκλησίας», Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 145.
[115] «Ει δέ τίς ποτε συγκατάβασις και οικονομία εγένετο, ίσως εν όσοις, τρόπω συμβουλής, περί έθη και τάξεις και συνηθείας μακράς ωκονομήθη, αλλ’ ουκ εν όσοις περί πίστεως και δογμάτων ο λόγος … Εν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία ή συγκατάβασις .  ταύτα γαρ ασάλευτά εισι, και υπό πάντων ορθοδόξων ως απαράβατα εν πάση ευλαβεία διαφυλάττονται . και ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ως σχισματικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται, και ακοινώνητος παρά πάσι λογίζεται», «Αποκρίσεις των ανατολικών ορθοδόξων προς τας από Βρετανίας αποσταλείσας υπέρ ενώσεως και ομονοίας μετά της ανατολικής εκκλησίας προθέσεις. Απόκρισις εις πρόθεσιν α΄ (της γ΄ σειράς)», στο Ι. Καρμίρη,Δογματικά και Συμβολικά Κείμενα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, τ. Β΄ σ. 808-809.
[116] Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρα-σκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 144.
[117] Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρα-σκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 144.

[118] Κώδικας Λατινικού Δικαίου (Codex Juris Canonici), άρθρο  861, Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, §§1256 και 1284, Δ. Σαλάχα, Τα μυστήρια της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία), εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 98-103,  Π. Χίρς, Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, εκδ. Uncut Mountain  Press, 2014, σ. 56-59.

No comments:

Post a Comment