Wednesday, February 15, 2017

Ο ΟΡΟΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ” ΩΣ “ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ”


Ο ΟΡΟΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ” ΩΣ “ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ”

 Του Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
=====

4. Ὁρισµός, ἀποφατισµός καί ἑτεροπροσδιορισµός 

Συνέχεια τοῦ προηγουµένου εἶναι ὅτι τό θέµα τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» γιά τήν Ἐκκλησία συνδέθηκε ἀπό µερικούς καί µέ ἄλλα ἐκκλησιολογικά θέµατα, πού ἀφοροῦν τόν ὁρισµό ἤ τόν ἀποφατισµό τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ τόν αὐτοπροσδιορισµό τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση µέ τήν ἀποφατικότητα καί τόν ἑτεροπροσδιορισµό ἤ αὐτοπροσδιορισµό. 

Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ὁρισµοῦ, πρέπει νά σηµειωθῆ ὅτι τά παλαιότερα δογµατικά ἐγχειρίδια, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές παραδόσεις, ἔδιναν ἕναν ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, περίπου ὡς ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό, πού ὁµολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της, εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός τους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ὁµολογία, πού ἁγιάζονται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, πού κατευθύνονται πρός σωτηρία ἀπό τούς Ποιµένες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή κλπ. 

Ἔχει ὅµως παρατηρηθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέφυγαν νά δώσουν τέτοιους ὁρισµούς γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἔκαναν περιγραφές, χρησιµοποίησαν εἰκόνες, ὅπως ἔκανε καί ὁ Χριστός µέ τίς παραβολές Του (π.χ. οἰκία, γάµος, ποίµνη, ἄµπελος, κλπ.). Αὐτό κάνει µερικούς νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν µποροῦµε νά δώσουµε ὁρισµό γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά χρησιµοποιήσουµε µόνον εἰκόνες.

Ὅµως αὐτό δέν µπορεῖ νά χρησιµοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρηµα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔκφραση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶµα Χριστοῦ δέν εἶναι εἰκόνα. Τό Σῶµα δέν εἶναι εἰκόνα, ἀλλά πραγµατικότητα. Ὁ Χριστός µέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε ...εἰκόνα, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σαρκώθηκε: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡµῖν. καί ἐθεασάµεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς µονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄,  14).

Οἱ τρεῖς Μαθητές ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, δέν εἶδαν τήν δόξα µιᾶς εἰκόνας, ἀλλά τήν δόξα τοῦ τεθεωµένου Σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόµενος πρός ∆αµασκό εἶδε τόν Χριστό µέσα στήν δόξα Του, δέν εἶδε τόν ἄσαρκο Λόγο, ἀλλά τόν σεσαρκωµένο Λόγο. Γι' αὐτό στίς ἐπιστολές του συνεχῶς ἔγραφε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ Σώµατος τῆς Ἐκκλησίας. 

Θά παραθέσω µερικά χωρία: «Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶµα αὐτοῦ, τό πλήρωµα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουµένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώµατος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α΄,  18). «Ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήµατα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί µου ὑπέρ τοῦ σώµατος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24). Τό «ἐστίν» εἶναι ἀπόλυτο καί καθοριστικό καί δέν ἀφήνει δυνατότητα ἄλλης ἑρµηνείας, ὅτι πρόκειται περί εἰκόνος. 

Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὅσοι εἴµαστε Χριστιανοί βαπτισθήκαµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «Καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύµατι ἡµεῖς πάντες εἰς ἕν σῶµα ἐβαπτίσθηµεν» (Α' Κορ. ιβ΄, 13), καί γι' αὐτό ἀνήκουµε στό ἕνα σῶµα τοῦ Χριστοῦ: «οἱ πολλοί ἕν σῶµα ἐσµέν ἐν Χριστῷ οἱ δέ καθ' εἷς ἀλλήλων µέλη» (Ρωµ. ιβ', 5). 

Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἑρµηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνεχίζει τήν ἴδια θεολογική σκέψη µέ ἐκεῖνον. Σέ ὁµιλίες του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία σῶµά ἐστιν, ὀφθαλµόν ἔχει, καί κεφαλήν ἔχει»[4]. Σέ ἄλλη ὁµιλία γράφει: «Τό πλήρωµα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία καί πλήρωµα τοῦ σώµατος κεφαλή»[5]

Στό σηµεῖο αὐτό θά µποροῦσα νά παραθέσω πληθώρα καί ἄλλων πατερικῶν χωρίων πού κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τό θέωσε ἅµα τῇ προσλήψει. Θά ἀρκεσθῶ, ὅµως, σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του, στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκεκραµένη µέ τόν Χριστό: «πόσο µᾶλλον ὑµᾶς µακαρίζω τούς ἐνκεκραµένους αὐτῷ (τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ, καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἑνότητι ᾖ» (Ἐφεσ., 5).

Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κεφαλή µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος, ἀλλά εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ Σώµατος πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώµατος πού ἔχει µιά ἀνυπόστατη κεφαλή. Ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί εἶναι κεφαλή τοῦ πραγµατικοῦ σώµατος καί δέν ἀποσαρκώθηκε µετά τήν Ἀνάστασή Του, γιατί οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἐµεῖς, µέ τό Βάπτισµα καί τό Χρίσµα γινόµαστε µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό µέλη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἴµαστε µέλη µιᾶς εἰκόνος τοῦ σώµατος! 

Ὅταν κοινωνοῦµε δέν τρῶµε τήν ...εἰκόνα καί τήν περιγραφή τοῦ Σώµατος, ἀλλά τό πραγµατικό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶµά µου» (Ματθ. κς΄, 26) καί «ἡ γάρ σάρξ µου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷµά µου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων µου τήν σάρκα καί πίνων µου τό αἷµα ἐν ἐµοί µένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ΄,  54-56).

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά ὁµολογήση: «Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐάν δέ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας» (Α΄  Τιµ. γ΄, 14-15). Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός ὅρος, ἀλλά τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία ζῶντος Θεοῦ, στύλος καί ἑδραίωµα τῆς ἀληθείας. 

Ἀπό τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐξάγεται ὅτι «εἷς Κύριος, µία πίστις, ἓν βάπτισµα» (Ἐφ. δ΄, 5), δηλαδή ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, µία εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, µία πίστη, ἕνα Βάπτισµα.

Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἀποφατισµοῦ, θεωρῶ ὅτι εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτο νά µεταφέρωνται τά περί ἀποφατισµοῦ ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί κυρίως στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Θεολογία) στό µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (οἰκονοµία), πού εἶναι τό πραγµατικο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, µέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τοῦ ὁποίου Σώµατος εἴµαστε µέλη –καί δέν εἴµαστε µέλη τῆς εἰκόνος τοῦ σώµατος– καί τό ὁποῖο τεθεωµένο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦµε στό µυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας καί γινόµαστε σύσσωµοι καί σύναιµοι Αὐτοῦ. 

Ἄν ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι περιγραφικός ὅρος, καί δέν εἶναι τό Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ εἰκόνα τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅταν λειτουργοῦµε παίζουµε θέατρο!

Πίσω ἀπό τήν ἐντελῶς ἀδόκιµη θεωρία περί ἀποφατικότητας στήν διατύπωση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία εὐδοκιµεῖ σαφῶς ἡ πολιτική προσπάθεια ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους. Τό ἀτυχές εἶναι, ὅπως ἔγραψα καί σέ προηγούµενο ἄρθρο µου, ὅτι µέ αὐτήν τήν θεωρία τῆς ἀποφατικότητας προωθεῖται ἐπακριβῶς ἡ προτεσταντική θεολογία τῶν Μεταρρυθµιστῶν, οἱ ὁποῖοι µιλοῦσαν ἀφ' ἑνός µέν γιά τήν ἀόρατη ἐκκλησία πού γνωρίζει µόνο ὁ Θεός καί συµπεριλαµβάνει Ρωµαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καί ὅποιους ἄλλους θέλει ὁ Θεός, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι διασπασµένη.

Ὡς πρός τό θέµα τοῦ ἑτεροπροσδιορισµοῦ, ἡ ἄποψη ὅτι µιά χριστιανική κοινότητα δέν ἑτεροπροσδιορίζεται ἀλλά αὐτοπροσδιορίζεται, εἰδικά ὅταν πρόκηται γιά τίς σχέσεις της µέ ἄλλες κοινότητες, θέλει νά µᾶς πῆ ὅτι ἡ κάθε κοινότητα µπορεῖ νά χρησιµοποιῆ ὅποιον ὅρο θέλει, προκειµένου νά προσδιορίση τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα. Αὐτό εἶναι προφανές. Ὡστόσο, ὅταν ὁµιλοῦµε περί ἑνός δογµατικοῦ ὅρου µιᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος θέλει νά προσδιορίση τήν σχέση δυό πραγµάτων (Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων), ἡ συγκεκριµένη ἄποψη περί «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» καταργεῖ κάθε ἔννοια λογικῆς σύγκρισης τῶν πραγµάτων, ἀφοῦ σέ δυό συγκρινόµενα πράγµατα προφανῶς καί καταρτίζονται οἱ ὁµοιότητες καί οἱ διαφορές τῶν πραγµάτων, προκειµένου νά φανερωθῆ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε πράγµατος.

Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων στίς Συνόδους ἀφοροῦσε τήν ἐξήγησή τους καί τήν ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων νά προσλάβουν οἱ ὅροι τό περιεχόµενο πού τούς ἀπέδιδαν οἱ αἱρετικοί.

Ἡ ἑρµηνεία τοῦ ὁµοουσίου ἀπό τούς Πατέρες ἀφοροῦσε τόν ἀποκλεισµό τῆς µοναρχιανῆς (τροπικῆς ἢ δυναµικῆς) ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου καί τόν ἀποκλεισµό τῆς τριθεϊτικῆς ἑρµηνείας τοῦ ὁµοουσίου.

Ἡ ἑρµηνεία τῆς µιᾶς ὑποστάσεως ἐν δύῳ φύσεσι γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφοροῦσε εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς νεστοριανῆς ἑρµηνείας τῆς σύµπτωσης δυό ὑποστάσεων σέ ἕνα πρόσωπο, κατά τό πρότυπο τῆς ἠθικῆς ἕνωσης, εἴτε τόν ἀποκλεισµό τῆς µονοφυσιτικῆς ἑρµηνείας ὡς συγχώνευσης τῶν δυό φύσεων τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σέ µιά φύση καί µιά ὑπόσταση.

Μέ βάση τήν λογική τοῦ µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ, θά ἔπρεπε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά µήν προσδιορίζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν κατά τήν κατάρτιση τῶν συνοδικῶν ὅρων ἀναφορικά µέ τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν Χριστό.

Φυσικά, ἡ ὅλη λογική τοῦ «µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ» βασίζεται στήν παντελῶς ἀντορθόδοξη ἄποψη ὅτι κανείς δέν θά ἀποφανθῆ περί τοῦ ποιός εἶναι Ἐκκλησία καί ποιός δέν εἶναι. Τό ἐρώτηµα εἶναι σαφές: Τί διαφορετικό ἔλεγαν οἱ προτεστάντες Μεταρρυθµιστές, ὅταν ἔκαναν λόγο γιά ἀόρατη ἐκκλησία πού συµπεριλαµβάνει ἅπαντες: Ρωµαιοκαθολικούς, Προστεστάντες, Ὀρθοδόξους καί λοιπούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός γνωρίζει, ἐνῶ οἱ ὁρατές ἐκκλησίες εἶναι διασπασµένες;

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ὑπενθυµίσω τήν ἀπόφαση τῆς Α' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου ∆ιασκέψεως (Σαµπεζύ 21-28 Νοεµβρίου 1976), στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ θεµατολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἑκατό (100) περίπου θεµάτων πού καθορίσθηκαν στήν Α' Πανορθόδοξη ∆ιάσκεψη τῆς Ρόδου (1961) ἐπέλεξαν τά γνωστά δέκα (10) θέµατα γιά τήν Ἡµερησία ∆ιάταξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Ὅµως, στήν ἴδια ἀπόφαση γράφεται ὅτι ἀπό τά ἄλλα προταθέντα θέµατα ἐκεῖνα πού συγκέντρωσαν τήν προτίµηση κατά δεύτερη προτεραιότητα εἶναι τέσσερα θέµατα, ἤτοι «αἱ πηγαί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, κωδικοποίησις ἱερῶν Κανόνων καί κανονικῶν διατάξεων, Οἰκονοµία καί ἀκρίβεια». Σηµειώνεται δέ στήν ἀπόφαση ὅτι τά θέµατα αὐτά «παραπέµπονται εἰς τήν ἰδιαιτέραν µελέτην τῶν ἐπί µέρους Ἐκκλησιῶν, προκειµένου ἵνα ἐνδεχοµένως τύχωσι µελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως». 

Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά θέµατα γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν οἰκονοµία καί τήν ἀκρίβεια, στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπρεπε νά µελετηθοῦν ἀπό τίς ἐπιµέρους Ἐκκλησίες, ὥστε νά συζητηθοῦν σέ µιά ἄλλη Σύνοδο, µετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη. Ὅµως, ποτέ δέν ἔγινε αὐτό, τοὐλάχιστον γιά τήν δική µας Ἐκκλησία. Ἑποµένως, δέν ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας µας γιά τούς ἑτεροδόξους σέ σχέση µέ τήν Ἐκκλησία µας. Αὐτό σηµαίνει ὅτι τά περί ἑτεροπροσδιορισµοῦ πρέπει νά λυθοῦν Συνοδικῶς. 

Τελικά, εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό ὀρθοδόξους πλευρᾶς τά ὅσα λέγονται περί ὁρισµοῦ καί ἀποφατισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅµως εἶναι Σῶµα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, καί τά ὅσα λέγονται περί µή ἑτεροπροσδιορισµοῦ τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποµακρυνθῆ ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment