Ο ΟΡΟΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ” ΩΣ “ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ”
Του Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
=====
3. Τό πράγµα καί τό ὄνοµα, ὡς πρός τόν ὅρο Ἐκκλησία Ἐκκλησίες
Γιά νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐπιστρατεύθηκε τό ἐπιχείρηµα ὅτι στήν πατερική παράδοση ὑφίσταται διάκριση µεταξύ τοῦ πράγµατος καί τῶν ὀνοµάτων (ὅρων-λέξεων), ὅπως φαίνεται στήν ἀντιµετώπιση τῶν θεωριῶν τοῦ Εὐνοµίου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅτι οἱ ὅροι δέν περιγράφουν τήν φύση τῶν πραγµάτων εἶναι κοινός πατερικός τόπος γιά ὅλα τά πράγµατα καί µάλιστα ἀκόµα καί τά κτιστά. Συνεπῶς ἡ ὅποια ἀποφατικότητα –χρησιµοποιώντας ἐδῶ αὐτόν τόν ἐντελῶς ἀδόκιµο ὅρο– ἀφορᾶ ὅλα τά πράγµατα, τά ὁποῖα στό σύνολό τους γνωρίζονται ἀπό τίς ἐνέργειές τους, ἐνῶ ἡ φύση τους παραµένει ἄγνωστη. Ἑποµένως, ἡ ὅλη εἰσαγωγή τῆς καππαδοκικῆς ἐπιχειρηµατολογίας περισσότερο χρησιµοποιεῖται ρητορικά µέ σκοπό νά ρίξη τόν «λίθο τοῦ ἀναθέµατος» στούς µή δεχοµένους τόν ὅρο Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους παρά γιά νά κοµίση ἕνα θεολογικό ἐπιχείρηµα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Εὐνόµιος, ὁ ὁποῖος «ἔδωσε λογικό ὁρισµό στήν διαλεκτική τοῦ Ἀετίου», κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, κήρυττε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί ἀµέριστος, καί µοναδικό στοιχεῖο τῆς ἁπλῆς οὐσίας του εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἡ ὁποία τόν καθορίζει. Ἡ τέλεια ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ συνεπαγόταν τήν ταύτιση.Ἔτσι, ταύτιζε τήν οὐσία µέ τήν ἐνέργειά Του. Ἐπίσης, δίδασκε ὅτι λόγῳ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ καί ἐµεῖς γνωρίζουµε τό πᾶν γιά τόν Θεό, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεός τόν ἑαυτό Του. «Ὁ Θεός περί τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας οὐδέν πλέον ἡµῶν ἐπίσταται, οὐδέ ἔστιν αὕτη µᾶλλον µέν ἐκείνῳ, ἧττον δέ ἡµῖν γινωσκοµένη».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ' ἀρχάς καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ µεταγενέστεροι Πατέρες ὁµιλοῦσαν γιά τήν ἀδιαίρετη διάκριση µεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί ὑποστήριζαν ὅτι ἐµεῖς γνωρίζουµε τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀγνοοοῦµε δέ παντελῶς τήν οὐσία Του. Ἐπίσης ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυώνυµος ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του καί ἀνώνυµος ὡς πρός τήν οὐσία Του. Ἐµεῖς δίνουµε ὀνόµατα στόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ἐκφράζοντας τόν ἀποφατισµό ἀφαιροῦµε ὀνόµατα. Ἔτσι, δέν ταυτίζονται τά ὀνόµατα τοῦ Θεοῦ µέ τήν φύση Του καί αὐτόν τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος ∆ιονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ἐξέφρασε καθαρά, ὅταν ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀνόµατα, ἤτοι εἶναι ἀγαθός, ζωή, σοφία, δύναµη καί ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν νοητή θεωνυµία, ἀλλά εἶναι Τριάδα ὑπερούσια, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά καί γνόφος, ὁρᾶται ἀλλά εἶναι καί ἀόρατος, θεᾶται ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν.
Γενικά οἱ Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὑπάρχουν τά ρήµατα, ἤτοι οἱ λέξεις, καί τά νοήµατα, ἤτοι τό περιεχόµενο τῶν λέξεων. ∆έν ταυτίζονται τά ρήµατα µέ τά νοήµατα καί ἡ ἐµπειρία δέν µπορεῖ νά ἐκφρασθῆ ἀπολύτως µέ τά ρήµατα καί τά νοήµατα.
Πάντως, οἱ Πατέρες χρησιµοποιοῦσαν τά κτιστά ρήµατα καί νοήµατα πού συναντοῦσαν στό περιβάλλον γιά νά διατυπωθῆ ἡ θεοπτική ἐµπειρία τους, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὅταν ὁ θεόπτης φθάση στήν ἐµπειρία, τότε καταργοῦνται καί τά ρήµατα καί τά νοήµατα, γιατί ἡ θεοπτική ἐµπειρία γίνεται ἐν Χάριτι ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν. Αὐτά εἶναι τά ἄρρητα ρήµατα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού καταγράφονται µέ ρητά ρήµατα καί νοήµατα.
Αὐτή εἶναι ἡ βασική ἀρχή τῆς καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Θεός ὁρᾶται ἀοράτως καί ἀκούγεται ἀνηκούστως καί µετέχεται ἀµεθέκτως καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως.
Ὅµως αὐτό πού γίνεται στήν θεοπτική ἐµπειρία καί ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή στήν θεολογία, δέν µπορεῖ νά ἐφαρµοσθῆ γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. ∆έν µποροῦµε νά ἰσχυριζόµαστε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθηκαν στίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Εὐνοµίου, ἐφαρµόζεται γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος ἐπιµένει σέ αὐτό διαπράττει τό θεολογικό σφάλµα νά µή κάνη διάκριση µεταξύ θεολογίας καί οἰκονοµίας, καί κατ' ἐπέκταση µεταφέρει ὅ,τι ἰσχύει στόν Τριαδικό Θεό στήν Ἐκκλησιολογία, δηλαδή τήν οἰκονοµία. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ µέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος προσέλαβε ἀνθρωπίνη φύση καί ἕνωσε τό ἄκτιστο µε τό κτιστό, τό ἀθάνατο µέ τό θνητό, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως.
Ἔπειτα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ παραπέµπουν σέ συγκεκριµένα πράγµατα, ὁπότε δέν δηλώνονται διά κενῶν ὀνοµάτων πού ἀλλάζουν εὐκαίρως ἀκαίρως, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ πράγµατος τό ὁποῖο δηλώνουν. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ἐρωτήµατα: Τό ὄνοµα Ἐκκλησία στούς Ὀρθοδόξους, παραπέµπει ἢ ὄχι στό πλήρωµα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ σώµατος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στήν κοινωνία θεώσεως πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶµα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁµάδες, χαρακτηριζόµενες µέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέµπουν ἢ ὄχι γιά ἐµᾶς τούς Ὀρθοδόξους στό πλήρωµα τῆς ἀλήθειας; Εἶναι ἢ δέν εἶναι διγλωσσία καί θεολογική διπλωµατία, ἕνα ὄνοµα πού οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιµοποιοῦν γιά νά παραπέµπη σέ συγκεκριµένο σηµαινόµενο, νά χρησιµοποιῆται µέ ἄλλο σηµαινόµενο γιά ἄλλες θρησκευτικές ὁµάδες; Πόσο διαφέρει αὐτό ἀπό τήν πολιτική τῶν µονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι µέ τήν ἴδια ἔκφραση «τό ἕνα θέληµα στό Χριστό» διαβεβαίωναν τούς ὀρθόδοξους ὅτι ἕνα θέληµα σηµαίνει σύµπτωση δυό φυσικῶν θεληµάτων (ἄρα δύο φύσεων) καί στούς µονοφυσίτες ἄφηναν νά ἐννοηθῆ ὅτι ἕνα θέληµα προφανῶς παραπέµπει σέ µιά φύση στόν Χριστό;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήµατα εἶναι καίριας σηµασίας καί σπουδαιότητας.
Οἱ Πατέρες µιλοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων καί διακηρύττουν στούς διαφωνοῦντες ὅτι δέν θά ζυγοµαχήσουν γιά τίς λέξεις καί τά ὀνόµατα ἂν συµφωνήσουν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγµάτων. Ἡ ἐπιµονή στίς λέξεις δέν ἀφορᾶ κάποια ἀπόδοση σταθερῆς καί ἀµετάβλητης ἀλήθειας στά ὀνόµατα, ὅπως σοφιστικά ρίπτεται ὁ «λίθος τοῦ ἀναθέµατος» στούς ἐπιµένοντες ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἀφορᾶ τήν ρητή ἀπαίτηση νά συµφωνοῦν ἅπαντες οἱ συµµετέχοντες στήν Σύνοδο, ὅτι ὅταν τίθεται µιά λέξη γιά νά περιγράψη µιά πραγµατικότητα κατανοεῖται ἀπό ὅλους µέ τόν ἴδιο τρόπο.
Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ δογµατικοί ἀγῶνες πάνω στήν ὁρολογία ἀφοροῦσαν ἀκριβῶς τό νά συµφωνήσουν ἅπαντες στά πράγµατα. Κλασσικό παράδειγµα ἡ Ε' Οἰκουµενική Σύνοδος, στήν ὁποία τίθενται ὅλες οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες προκειµένου γλωσσικά ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας νά νοηθῆ ὀρθοδόξως καί ὄχι νεστοριανικῶς ἢ µονοφυσιτικῶς. Χρησιµοποιοῦνται λέξεις καί ὁρολογία, οἱ ὁποῖες δέν ἐκφράζουν ὅλες τίς χριστιανικές παραδόσεις, ἀλλά τίθενται τόσες ἐπεξηγηµατικές προτάσεις, ὥστε νά ἀποκλείωνται παρερµηνεῖες ἀπό ὁποιοδήποτε µέρος τῆς Συνόδου. Αὐτό δέν ἔγινε στό κείµενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἑποµένως, ὁ ὅρος, ἡ λέξη κωδικοποιεῖ, ὁριοθετεῖ, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν ἄρρητη ἐµπειρία καί αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἁπλό οὔτε ἀσήµαντο οὔτε τυχαῖο. Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅρος δέν ταυτοποιεῖ, ἀλλά περιγράφει, δέν τόν καθιστᾶ ἄχρηστο οὔτε µας νοµιµοποιεῖ νά τόν χρησιµοποιοῦµε ὅπως θέλουµε ἢ ὅπως µᾶς ἐξυπηρετεῖ κάθε φορά, γιατί ἁπλούστατα ἔτσι δέν µποροῦµε νά συνεννοηθοῦµε. Καί ἡ συνεννόηση, ὡς γνωστόν, εἶναι κάτι πολύ σηµαντικό. Ἐκτός ἂν ἐπιδιώκουµε τό ἀντίθετο, δηλαδή θέλουµε νά συσκοτίσουµε τά πάντα ὥστε νά καταστήσουµε τήν συνεννόηση δύσκολη καί προβληµατική καί µέσα στήν γενικότερη σύγχυση πού θά προκαλέσουµε, νά προωθήσουµε τά σχέδια µας.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment