Ο ΟΡΟΣ “ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ” ΩΣ “ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΡΟΣ”
Του Σεβ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
=====
5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιµοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος
Ἐπανερχόµενος στόν λεγόµενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁµολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι µερικοί χρησιµοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγµατικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόµενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκµηριωθῆ στά ἑπόµενα.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁµοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιµοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον µέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». ∆ηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείµενά του, µεταξύ ρηµάτων καί πραγµάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά µᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν µεταβάλλει».
Στήν προκειµένη ὅµως περίπτωση πού µελετᾶµε τό θέµα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι µόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιµοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήµατος, τοῦ πράγµατος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουµε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑποµένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρηµα τῆς διακρίσεως ὀνοµάτων καί πραγµάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁµάδες ἐκκλησιαστικότητα.
∆έν µπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσµατος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν µυστήρια, ὅτι µέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες µεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική µέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώµης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κοµµάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραµένει ράσο»!!
∆έν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιµοποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτηµένες µέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις βάπτισµα καί µυστήριο µέ τήν «πραγµατική» τους σηµασία, ἐνῶ στό κείµενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειµενικό εἶδος –στήν προκειµένη περίπτωση σέ ἕνα κείµενο δογµατικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιµοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».
Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιµοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγµατικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέµα αὐτό. Στά ἐπίσηµα κείµενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ µεταξύ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώµης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγµατικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά πρόχειρα παραδείγµατα.
Στήν Ὁµολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουµενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραµένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος»[6].
Σέ ἄλλο σηµεῖο γράφεται:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί µέ τό ἴδιον βάπτισµα ἐγίναµεν µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί µορφάς ἀποβλέποµεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού µᾶς ἑνώνει µέ τόν Χριστόν»7.
Ἀλλοῦ γράφεται:
«Τό γεγονός ὅµως εἶναι ὅτι οἱ Ρωµαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν»[7].
Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται:
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται µέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί µέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς µερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί µόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγµα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως»[8].
Ἀκόµη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε:
«Σήµερα βλέπουµε καθαρότερα καί ἐννοοῦµε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες µας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς µιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια µιᾶς θεµελιώδους οἰκουµενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας»[9].
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ ∆ιαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεµεντείου (Balamand) Πανεπιστηµίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993).
Στό πρῶτο µέρος τοῦ κειµένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν µέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώµης καί παρέµειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠµπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα µέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι µας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τµῆµα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωµα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευµατικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των»[10].
Γιατί, ὅµως, γράφεται αὐτό; ∆ιότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβληµα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό µυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας»[11].
∆ιευκρινίζεται ἀκόµη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωµαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁµολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, µετοχή εἰς τά αὐτά µυστήρια, κυρίως εἰς τήν µίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν µίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία µίας τῶν ἡµετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισµός»[12].
Ἀµέσως στήν συνέχεια γράφεται:
«∆ιά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀµοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονοµίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα»[13].
∆ιαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶµαι: Γιατί µερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσηµα κείµενα τοῦ «∆ιαλόγου µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωµαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑποµένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;
Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις µεταξύ Πάπα καί Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑποµένως ὁ χρησιµοποιούµενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω µερικά ἀποσπάσµατα ἀπό µιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς µικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις µυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί µεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡµῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεµέλιον τοῦ ἁγιασµοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πασῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό µυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ µικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡµῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς µόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος»[14].
Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέποµεν τούς ὑφ' ἡµᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦµα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ µοναδικοῦ βαπτίσµατος καί ἐκ τῆς συµµετοχῆς εἰς τά ἱερά µυστήρια»16.
Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήµως:
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώµης καί ὁ Οἰκουµενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν µέλη τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί µᾶλλον καί µᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ»[15].
Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιµοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί µοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Αὐτό κανείς δέν µπορεῖ νά τό ἀµφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραµµή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Νοµίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήµερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασµός τῆς ἀληθείας µέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. ∆έν µποροῦµε ἐν ὀνόµατι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦµε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦµε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους µέ τίς χριστιανικές ὁµάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραµµές». Νά ξέρη κανείς µέχρι ποιό σηµεῖο µπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονοµῆ τά πράγµατα, καί µέχρι σέ ποιό σηµεῖο νά παραµένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισµός νοῦ καί ἐµπειρική θεολογία.
Ἔτσι, οἱ ἐµπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀποµακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, µόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁµολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγµατικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐµπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιµοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωµατία καί ὄχι ἡ θεολογία.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment