ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου
========
Β΄ ΜΕΡΟΣ
__________
1. Η συμμετοχή των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821
Το πρώτο βιβλίο φέρει τον τίτλο Οι Αρχιερείς και το Εικοσιένα, (σελίδες 422), και απαντά στο ερώτημα ποιά ήταν η προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση, διότι μερικοί την αμφισβητούν ανεξέταστα, μέσα από διάφορες ιδεολογικές κατευθύνσεις, όπως γίνεται και τελευταία.
Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μεγάλα μέρη, καθένα από τα οποία διαιρείται σε επί μέρους ενότητες. Το πρώτο μέρος ασχολείται με τις «συνθήκες διαβιώσεως των Αρχιερέων στην Τουρκοκρατία».
Το δεύτερο μέρος διερευνά «την προσφορά των Αρχιερέων στην παλλιγενεσία του 1821». Και το τρίτο μέρος παρουσιάζει τα «στοιχεία για την προσφορά των Αρχιερέων κατά το 1821», ήτοι αναφέρεται, κατά γεωγραφικές περιοχές, στους «Αρχιερείς εθελόθυτα θύματα», τους «μάρτυρες Αρχιερείς» και τους «αγωνιστές Αρχιερείς».
Στο σημαντικό και πρωτότυπο αυτό βιβλίο διερευνάται «χωρίς πάθος η φανατισμό» η προσφορά των Αρχιερέων κατά την Επανάσταση, με βάση τις ανέκδοτες και δημοσιευμένες πηγές και με βάση πάμπολλα βοηθήματα, ήτοι επιστημονικές μελέτες.
Στις ανέκδοτες πηγές συμπεριλαμβάνονται οι Πατριαρχικοί κώδικες και ο κώδικας αλληλογραφίας του Ιγνατίου Μητροπολίτου Ηρακλείας Θράκης.
Στην αρχή ο συγγραφέας καταγράφει την άποψη που επικρατούσε παλαιότερα ότι η Επανάσταση του 1821 ήταν ταξική και όχι εθνικοθρησκευτική και ακόμη ότι οι Αρχιερείς, εκτός από τρεις-τέσσερεις, αντέδρασαν στην επανάσταση.
Ο Κοδράτος μεταξύ άλλων έγραφε ότι "ο ανώτερος κλήρος και οι καλόγεροι ήταν δυνάστες του σκλαβωμένου λαού και ο ρόλος τους ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, αντεθνικός". Και ο Σκαρίμπας μεταξύ των άλλων έγραφε: "Από τις εκατοντάδες των ιεραρχών μόνον 3-4 θυσιάστηκαν στους αγώνες του '21".
Στην συνέχεια, όμως, ύστερα από μελέτη και σωστή αξιολόγηση των πηγών, ο συγγραφεύς του βιβλίο αυτού αποδεικνύει, αφ' ενός μεν ότι ο χαρακτήρας της Επαναστάσεως του 1821 δεν ήταν ταξικός, αλλά θρησκευτικο-εθνικοαπελευθερωτικός, αφ' ετέρου δε ότι οι Αρχιερείς, όχι μόνον δεν αντέδρασαν στην Επανάσταση, αλλά την βοήθησαν αποτελεσματικά και ότι «οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες και Αρχιερείς αναδείχθησαν οι μόνοι συνήγοροι και υπερασπιστές του απλού ανώνυμου και αγενεαλόγητου λαού. Υπήρξαν όχι απλώς παραμυθητές, αλλά πραγματικοί Παράκλητοι...».
Το ότι η Επανάσταση, κατά τον συγγραφέα, ήταν θρησκευτική και εθνική και όχι κοινωνική, ταξική, τεκμηριώνεται πρώτον από τις απόψεις συγχρόνων μαρξιστών, όπως διατυπώθηκαν σε επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών της Ελλάδας τον Αύγουστο του 1981 στην Αθήνα, που σε μερικά σημεία αναθεωρούν τις θέσεις παλαιών μαρξιστών, δεύτερον από τις μαρτυρίες των δημιουργών του Εικοσιένα, τρίτον από τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων και τέταρτον από τις κρίσεις των συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών.
Σχετικά με την στάση των Αρχιερέων προ της Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση ο συγγραφεύς είναι πολύ αποκαλυπτικός. Με βάση ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αποδεικνύει ότι οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς προέρχονταν από τα κατώτατα στρώματα του λαού και όχι από την λεγομένη «άρχουσα τάξη».
Έπειτα, οι Αρχιερείς δεν ήταν οι ευνοούμενοι των Τούρκων, γιατί δεν είχαν καθόλου ελευθερία κινήσεως, δεν είχαν ελευθερία λόγου και, όπως αποδεινύεται από πολλές μαρτυρίες, η στάση των κρατούντων στα αιτήματα των Αρχιερέων ήταν σκληρή.
Ακόμη, οι φόροι τους οποίους επέβαλαν οι Τούρκοι στους Αρχιερείς ήταν δυσβάστακτοι και αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες Αρχιερείς ή παρητούντο ή απέθαναν από μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους, που έπρεπε να αποδώσουν στους Τούρκους κατακτητές.
Πέρα από αυτά ο συγγραφεύς αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες, ότι, κατά τον καιρό της Επαναστάσεως, σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος, υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθή στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες.
Επίσης, αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, και οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%.
Επισημαίνεται: «Αν όμως ληφθή υπόψη ότι οι πλείστοι Αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας η Βουλγαρίας, λόγω αδιαφορίας η αδυναμίας των Χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από την Θράκη, την Μακεδονία και τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και κάτω, είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων».
Ο συγγραφέας δεν αρκείται απλώς σε γενικές διαπιστώσεις, αλλά προχωρεί σε εξειδίκευση του θέματος, καταγράφοντας την δράση κάθε συγκεκριμένου Αρχιερέως, ώστε να μη αμφισβητηθούν από κάποιον «οι πίνακες των αρχιερέων αγωνιστών, μαρτύρων και θυμάτων του 1821», όπως φαίνεται στα ποσοστά που παρατίθενται.
Έτσι, αναφέρει ονομαστικά την προσφορά των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης κατά γεωγραφικές περιοχές, ήτοι τους Πατριάρχες, τους Αρχιερείς της Θράκης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλονίκης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, του Αιγαίου Πελάγους, της Κύπρου, της Κρήτης, της Σερβίας, της Μικράς Ασίας, της Μολδαβίας.
Διαβάζοντας κανείς τα αυθεντικά βιογραφικά στοιχεία των Αρχιερέων της περιόδου εκείνης, εκπλήσσεται και θαυμάζει για την αγωνιστικότητά τους και την θυσιαστική τους προσφορά, αλλά και λυπείται για τα όσα αστήρικτα υποστηρίζουν οι αντίθετοι.
Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «καμμιά άλλη ομάδα η κατηγορία των Ελλήνων δεν έδωσε τόσα πολλά στον αγώνα, όσα οι κληρικοί και μάλιστα οι αρχιερείς.
Όχι μόνον σε ποσοστά συμμετοχής, αλλά κυρίως και κατ' εξοχήν στο ειδικό βάρος, που ο καθένας απ' αυτούς διέθετε». Οι Έλληνες αγωνιστές εμψυχώνονταν βλέποντας τους Αρχιερείς «στα στρατόπεδα και τα ταμπούρια τους» και αυτό «ήταν το κατ' εξοχή βαρύ πυροβολικό που διέθεταν».
Επίσης, «οι αγχόνες και τα μαρτύρια των Πατριαρχών και των αρχιερέων ήταν η πύρινη ψυχική κινητήρια δύναμη που τους οιστρηλατούσε στην "νίκη η τη θανή"».
Και έχοντας υπ' όψη του όλη αυτήν την έρευνα που έκανε στις πηγές, καταλήγει: «Δεν νομίζω ότι θα είναι υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων ήταν ισότιμη και ισοβαρής με την παρουσία των μεγάλων καπεταναίων Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Ανδρούτσου, Μπότσαρη, Κανάρη κλπ.
Δεν υπήρξαν απλώς πολεμιστές, αλλά πραγματικοί πολέμαρχοι στις μάχες και τις θυσίες». Και το σημαντικότερο είναι ότι όταν «πέρασε η ώρα της προσφοράς και της θυσίας, ως νέοι Κιγκινάτοι, εναπέθεσαν καρυοφύλλια και γιαταγάνια, έβγαλαν φουστανέλλες και στολές, πήραν πάλι τις πατερίτσες τους και ξαναφόρεσαν το ράσο για να επανέλθουν και αφοσιωθούν στα αγιαστικά και ποιμαντικά τους καθήκοντα, έχοντας ήσυχη την συνείδησή τους –όσοι βέβαια επέζησαν– ότι τον αγώνα τον καλόν αγωνίσθηκαν και επετέλεσαν εύορκα το καθήκον τους».
Επομένως, είναι εντελώς αστήρικτες οι απόψεις αυτών που αμφισβητούν την προσφορά των Αρχιερέων στην Επανάσταση του 1821, αλλά είναι και ιδεολογικώς κακόβουλες, αφού κυριολεκτικά θυσιάσθηκαν για τον αγώνα, δίνοντας και την ίδια την ζωή τους.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment