ΤΟ “ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΙΕΡΑΤΕΥΜΑ” ΚΑΙ Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου
==================
ΜΕΡΟΣ Γ΄
2. «Ιεράτευμα άγιον», «βασίλειον ιεράτευμα», «βασιλεία του Θεού»
___________________
Ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης στο δεύτερο από τα άρθρα του, που ανέφερα πιο πάνω, κάνει λόγο για το ότι η ιερωσύνη στην Παλαιά Διαθήκη «εκτελούσε λειτουργήματα όμοια με εκείνα του ειδωλολατρικού κόσμου, αν και ο ρόλος του ιερατείου πραγματωνόταν με διαφόρους τρόπους»· ότι «στον εκτός της Βίβλου ειδωλολατρικό κόσμο, οι ιερείς αποτελούσαν (όπως ακριβώς σε κάθε θρησκευτικό σύστημα κατά την αρχαιότητα) τους ενδιάμεσους μεσίτες μεταξύ θεών και ανθρώπων»· ότι ο Χριστός κατήργησε την ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης και έτσι τώρα «η ιερωσύνη ανήκει κατ’ αρχάς στον Χριστό, που είναι ο αρχιερέας, και δευτερευόντως σε όλους τους βαπτισμένους πιστούς, στο βασίλειον ιεράτευμα»· ότι «πολλοί υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο της λειτουργικής πρακτικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η ιερωσύνη πέρασε τυπικά στο χειροτονημένο ιερατείο, ιδιαίτερα τους επισκόπους και ιερείς, και έτσι σταδιακά άρχισε να δίνεται η εντύπωση (μερικές μάλιστα φορές και αφελώς να υποστηρίζεται), ότι η ιερωσύνη του Χριστού προσωποποιείται αποκλειστικά στον επίσκοπο και μέσω αυτού στους ιερείς»· ότι «η λειτουργία των χειροτονημένων τάξεων (επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, κλπ.) είναι αναγκαία για τη διατήρηση της τάξεως...Είναι αυτονόητο ότι χάριν της τάξεως, είναι απολύτως φυσικό και αναγκαίο κάποιος να προεξάρχει...Το να προΐσταται, όμως, κάποιος της λειτουργίας δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να ασκεί ιερατικό λειτούργημα» κ.ο.κ.
Μια τέτοια ερμηνεία μπορεί να φαίνεται σαγηνευτική, αλλά δημιουργεί μια σύγχυση στα χαρίσματα και δεν στηρίζεται στην όλη εκκλησιαστική παράδοση.
Στην Αγία Γραφή υπάρχουν μερικά χωρία που κάνουν λόγο για «ιεράτευμα άγιον», για «βασίλειον ιεράτευμα», για το ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του μας έκανε «ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού», ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι «βασιλείς και ιερείς». Όμως, αυτά τα χωρία πρέπει να ερμηνευθούν ορθόδοξα μέσα από τις πατερικές, ερμηνευτικές αναλύσεις και όχι με αυθαίρετο τρόπο, όπως κάνουν οι Προτεστάντες, οι οποίοι δεν δέχονται την Παράδοση της Εκκλησίας ως ισόκυρη με την Αγία Γραφή. Γι' αυτό στην συνέχεια θα παραθέσω την πατερική ερμηνεία στα συγκεκριμένα αυτά χωρία και στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο θα κάνω λόγο για την πνευματική και την μυστηριακή ιερωσύνη.
Ο Απόστολος Πέτρος στην Καθολική του επιστολή γράφει: «και αυτοί ως λίθοι ζώντες οικοδομείσθε οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ δια Ιησού Χριστού» (Α Πέ τρ. β , 5). Σαφέστατα εδώ το «ιεράτευμα άγιον» αναφέρεται στον πνευματικό οίκο που έχει οικοδομηθή από ζώντες λίθους, μέσα στον οποίο αναφέρονται πνευματικές θυσίες, και όχι απλώς στην θεία Λειτουργία που τελείται στους Ιερούς Ναούς. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία την οποία δίνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο τι είναι το άγιον ιεράτευμα και πως νοείται η θυσία την οποία προσφέρει:
«Και πάνω εις όλα, θυσία των χριστιανών η ευάρεστος τω Θεώ είναι, το να θυσιάζουν και να αφιερώνουν όλας τας επιθυμίας της ψυχής, και του σώματός των εις τον Θεόν, απεχόμενοι από κάθε πάθος, και ακαθαρσίαν. Περί ης γράφει και παρακαλεί τους χριστιανούς ο μακάριος Παύλος λέγων: "Παρακαλώ υμάς αδελφοί δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ την λογικήν λατρείαν υμών". (Ρωμ. ιβ . 1) και τρόπον τινα κάθε χριστιανός όλος ψυχή και σώματι, είναι ο ναός του Θεού, και ο μεν έσω άνθρωπος, είναι το βήμα του ναού, η δε καρδία, είναι η αγία Τράπεζα. ο δε νους, είναι ο Ιερεύς, η δε προαίρεσις, και επιθυμία του ανθρώπου, είναι η θυσία, και ολοκαύτωσις, την οποίαν προσφέρει ο νους εις τον Θεόν επάνω της καρδίας. καθώς έτζι παρωμοίασε τον Χρυσορρήμονα, Ιωάννης ο Ευχαΐτων εν τινι τροπαρίω του προς αυτόν Κανόνος».
Παραπέμπει δε σε απάντηση που έδωσε ο αββάς Βαρσανούφιος σε διάκονο που τον ερώτησε για τα Μυστήρια που γίνονται εσωτερικά στην ψυχή του ανθρώπου. Ομιλεί για την εσωτερική λειτουργία της καρδίας, όταν «κραυγάζει αδιαλείπτως ο νους εν τω ναώ του έσω ανθρώπου τον επινίκιον ύμνον της μεγαλοπρεπούς δόξης του Θεού ημών......» και για την «ευπρέπειαν του αθανάτου αμνού», που βλέπει εντός του, και για την κοινωνία αυτού του σώματος και του αίματος. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εσωτερική στην καρδιά ιερή Λειτουργία που γίνεται παράλληλα με την λογική λατρεία στον κτιστό Ναό.
Τα περί αγίου ιερατεύματος τα εξηγεί ο Απόστολος Πέτρος σε ένα αμέσως επόμενο χωρίο, όταν κάνη λόγο για το βασίλειο ιεράτευμα: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως» (Α Πέ τρ. β', 9).
Στο χωρίο αυτό το «βασίλειον ιεράτευμα» –βασιλικό και ιερατικό χάρισμα– που συνδέεται με το «γένος εκλεκτόν, έθνος άγιον» αναφέρεται στην εν Χριστώ ζωή, της οποίας μετέχουν όλοι οι Χριστιανοί και στις δυνατότητες τις οποίες έχουν να περάσουν από το σκότος «εις το θαυμαστόν αυτού φως».
Ο Απόστολος Πέτρος, που συμμετείχε στο όρος Θαβώρ και είδε την δόξα του Θεού ως Φως, χρησιμοποιεί την λέξη φως, όχι με την ηθική και συμβολική έννοια, αλλά με την καθαρώς θεολογική έννοια, ως όραση και μέθεξη του ακτίστου Φωτός. Αυτό φαίνεται από το περιεχόμενο και των δύο αυτών επιστολών, αν διαβασθούν προσεκτικά.
Ασφαλώς πρόκειται για την πνευματική ζωή όλων των Χριστιανών, Κληρικών και λαϊκών. Οπότε, ο όρος «βασίλειον ιεράτευμα» αναφέρεται όχι απλώς στους βαπτισθέντες, αλλά σε αυτούς που είναι «βεβαπτισμένοι» και «βεβαιόπιστοι», όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, και μετέχουν της θεοποιού ενεργείας του Θεού.
Επίσης, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του αναφέρεται στο ότι οι Χριστιανοί με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή είναι βασιλείς και ιερείς: «Εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε , 10)
Όταν μελετήση κανείς προσεκτικά το χωρίο αυτό μέσα σε όλη την συνάφειά του, θα διαπιστώση ότι πρόκειται για ύμνο που εψάλη στην ουράνια θεία Λειτουργία που είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, η οποία γινόταν ενώπιον του καθημένου επί του Θρόνου και ενώπιον του Αρνίου, το οποίο στεκόταν «ως εσφαγμένον» «εν μέσω του θρόνου και των τεσσάρων ζώων και εν μέσω των πρεσβυτέρων». Σε μια στιγμή αυτής της ουράνιας Λειτουργίας οι είκοσι τέσσερεις Πρεσβύτεροι «έπεσαν ενώπιον του αρνίου», έχοντας καθένας από αυτούς κιθάρα και χρυσές φιάλες γεμάτες από θυμιάματα που ήταν οι προσευχές των Αγίων και έψαλαν «ωδήν καινήν, λέγοντες· άξιος ει λαβείν το βιβλίον και ανοίξαι τας σφραγίδας αυτού, ότι εσφάγης και ηγόρασας τω Θεώ ημάς εν τω αίματί σου εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους, και εποίησας αυτούς τω Θεώ ημών βασιλείς και ιερείς, και βασιλεύσουσιν επί της γης» (Απ. ε , 9-10).
Φαίνεται καθαρότατα ότι η φράση που αναφέρεται στους αγίους ως βασιλείς και ιερείς είναι εσχατολογική, προσδιορίζει δηλαδή την ουράνια θεία Λειτουργία, η οποία όμως βιώνεται ως εν αρραβώνι και από την ζωή αυτή από εκείνους που έχουν φθάσει στην πνευματική κατάσταση της θεώσεως. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια στατική και τυπική κατάσταση που συνδέεται μόνον με την χάρη του Βαπτίσματος –αφού θα υπάρξουν βαπτισμένοι που δεν θα σωθούν– αλλά για την όλη πορεία του ανθρώπου προς την θέωση, με την τήρηση των εντολών του Χριστού και την μετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας με τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές προϋποθέσεις.
Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και το άλλο αποκαλυπτικό χωρίο, που συνδέει τους Ιερείς με την βίωση της πρώτης αναστάσεως: «μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη· επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν, αλλ ἔσονται ιερείς του Θεού και του Χριστού, και βασιλεύσουσι μετ’ αὐτοῦ χίλια έτη» (Απ. κ , 6).
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αρέθας Καισαρείας, εξηγώντας για το τι σημαίνει «ιερείς και βασιλείς», αναφέρεται στην νίκη εναντίον των παθών και την πνευματική θυσία που γίνεται από αυτούς που αγωνίζονται τον καλό αγώνα της πίστεως. Γράφει συγκεκριμένα: «Τούτο και επ' εντεύθεν ήδη κατά το γράμμα λαμβάνουσι τέλος, καθ' ότι και βασιλείς και ιερείς οι θεράποντες θεού και πιστοί διατελούσιν. Έστι δε νοήσαι και θεωρητικώτερον, βασιλείς μεν, τους κατά των παθών της νίκης τον βασίλειον στέφανον αναδησαμένους· ιερείς δε, τους θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, εαυτούς κατηρτικότας. Κατά την εκδοχήν ταύτην, και ο την γην, την τοις πραέσιν υπό του Κυρίου επηγγελμένην κατακληρονομείσθαι, στοιχών, ου τοις αστόχοις προσλογισθείη. Και βασιλεύσομεν επί της γης. Το, και βασιλεύσομεν επί της γης, κατά μεν το πρόχειρον και θεωρητόν τοις πολλοίς, την κατά νόμον αινίττεται πολιτείαν, εισαγωγικωτέραν ούσαν και στοιχειώδη του κατά Χριστόν τελεωτάτου πολιτεύματος, παρ' όσον ουδέν ετελείωσεν ο νόμος· κατά δε το όντως ον, την κατά το μέλλον μακαρίαν βιοτήν, αιωνίαν τε ούσαν και ακατάλυτον».
Την ίδια ερμηνεία δίνει και ο Άνθιμος Ιεροσολύμων. Γράφει: «Αλλά μην και βασιλείς ημάς κατέστησας και ιερείς, τουτέστι δύναμιν δέδωκας ημίν κυριεύειν των παθών εν τω παρόντι αιώνι, εν δε τω μέλλοντι κληρονομείν την αιώνιον βασιλείαν. Ιερείς δε, ίνα θυσίαν ευπρόσδεκτον τα σώματα προσάγωμεν τω Θεώ δια της σωφροσύνης και εγκρατείας».
Επομένως, στα βασικά αυτά χωρία της Αγίας Γραφής το «βασίλειον ιεράτευμα» και το «άγιον ιεράτευμα» αναφέρονται στην πνευματική ζωή που είναι πορεία αναγεννήσεως του ανθρώπου και βιώσεως της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Δεν πρόκειται για μια στατική κατάσταση, ούτε για μια εκκοσμικευμένη κοινότητα, αλλά για βίωση της Χάριτος της Βασιλείας του Θεού. Άλλωστε ο όρος «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέει και το βασιλικό και το ιερατικό χάρισμα και είναι μέθεξη από τον άνθρωπο της Βασιλείας του Θεού. Για την κατανόηση του χαρίσματος του «βασιλείου ιερατεύματος» απαιτείται ορθόδοξος προσδιορισμός του όρου «Βασιλεία του Θεού».
Στην Καινή Διαθήκη γίνεται ευρύτατος λόγος για την Βασιλεία του Θεού. Ήδη ο Χριστός κήρυττε: «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. δ, 17). Πρόκειται για την έλευση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος στον κόσμο και την μέθεξη της ακτίστου δόξης της θεότητός Του από τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για την θέωση του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται με την κοινωνία του με την άκτιστη δόξα του Χριστού.
Ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του: «αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει» (Μαρκ. θ, 1). Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αυτό αναφέρεται στην όραση του ακτίστου Φωτός που έγινε στο όρος Θαβώρ την ημέρα της Μεταμορφώσεως του Χριστού.
Συγκεκριμένα, μιλώντας ο Χριστός για την Βασιλεία του Θεού «δόξαν του Πατρός και βασιλείαν εαυτού καλών το φως της οικείας μεταμορφώσεως». «Πανταχού εστιν ο του παντός βασιλεύς και πανταχού εστιν η βασιλεία αυτού, ώστε το έρχεσθαι την αυτού βασιλείαν ου το άλλοθεν αλλαχόσε παραγίνεσθαι δηλοί, αλλά το φανερούσθαι ταύτην τη δυνάμει του θείου Πνεύματος». Και αυτή η δύναμη της βασιλείας «ουχ απλώς τοις τυχούσιν εγγίνεται, αλλά τοις εστηκόσι μετά του Κυρίου, τουτέστι τοις εστηριγμένοις εν τη πίστει αυτού και τοις κατά Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, και τούτοις αναφερομένοις υπό τον λόγον πρότερον εις όρος υψηλόν, δηλονότι της φυσικής ημών ταπεινότητος υπεραναβιβαζομένοις».
Μέσα στην προοπτική αυτή η θεία Ευχαριστία, ως βίωση της Βασιλείας του Θεού, είναι μέθεξη στην άκτιστη δόξα του Θεού και όχι απλώς μια τυπική και μηχανική παρουσία Κληρικών και λαϊκών κατά την διάρκεια της τελέσεως της θείας Λειτουργίας. Τίποτε μέσα στην Εκκλησία δεν γίνεται τυπικά και μηχανικά.
Επίσης, η θεία Ευχαριστία ως βίωση των εσχάτων πρέπει να ερμηνευθή μέσα από την εμπειρία που είχε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης της οράσεως της θείας Λειτουργίας που γίνεται στον ουρανό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ως μαθητής της αγάπης και της θεολογίας, αξιώθηκε εν ημέρα Κυριακή να δη το ουράνιο συλλείτουργο, το Αρνίον ως εσφαγμένον, τον επί του θρόνου της δόξης καθήμενον, τους αγγέλους να υμνούν τον Θεό και τους Πρεσβυτέρους και Μάρτυρες να δοξάζουν τον καθήμενον επί του θρόνου της δόξης. Έτσι, η βίωση της Βασιλείας του Θεού και των εσχάτων δεν μπορεί να γίνη χωρίς εσωτερική καρδιακή ζωή.
Αυτό εκφράζεται σαφέστατα στο βιβλίο «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, στο οποίο αναλύεται η θεία Λειτουργία ως βίωση των εσχάτων, αφού είναι μια κίνηση του ανθρώπου, διά του ενανθρωπήσαντος Χριστού, από τον εκτός της Εκκλησίας χώρο έως τα έσχατα, την ζωή του ανθρώπου μετά την Δευτέρα Παρουσία του Θεού. Παράλληλα, όμως, ο άγιος Μάξιμος σε αυτό το βιβλίο περιγράφει και την νοερά λειτουργία, ως επιστροφή του νου από την διάχυσή του στον περιβάλλοντα κόσμο και την είσοδό του στο θυσιαστήριο της καρδίας. Έτσι, λοιπόν, στην «Μυσταγωγία» του αγίου Μαξίμου συνδυάζεται σαφέστατα η βίωση των εσχάτων της θείας Λειτουργίας με την βίωση της νοεράς λετουργίας στο θυσιαστήριο της καρδιάς.
Επομένως, το «βασίλειον ιεράτευμα» είναι η όλη πορεία της αναγεννήσεως του ανθρώπου, Κληρικών και λαϊκών, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του με την θεολογία του που αναφέρεται στην πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση, την φυσική θεωρία η φωτισμό και την μυστική θεολογία η θέα του Θεού. Είναι δε χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου που συνδέει τον κλήρο των Αγίων με την μετοχή του φωτός της Βασιλείας του Θεού: «ευχαριστούντες τω Θεώ και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί, ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού» (Κολ. α , 12-13).
Κατά συνέπεια το «ιεράτευμα άγιον» και το «βασίλειον ιεράτευμα» συνδέονται με την μέθεξη της «Βασιλείας του Θεού» και είναι πνευματικά χαρίσματα που έχουν όσοι οδεύουν προς την θέωση και εμπνέονται από αυτήν. Υπάρχουν δε Χριστιανοί βαπτισμένοι, οι οποίοι με διαφόρους τρόπους εκπίπτουν από την πνευματική αυτή κατάσταση.
No comments:
Post a Comment