Thursday, October 22, 2015

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ


ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
(29.8.2015-2.9.2015)
Η΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς
=====

Γ΄

Επιχειρεί επίσης ο Σεβ. Περγάμου να ανασκευάσει την κατά την γνώμη του κακώς επικρατήσασα αντίληψη, ότι η «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν πρέπει να καλείται ‘Εκκλησία’». Και τούτο διότι: 
α) «ουδέποτε από του Σχίσματος μέχρι τούδε η Ορθόδοξος Εκκλησία προέβη εις εκλογήν επισκόπου Ρώμης εις αντικατάστασιν του Ρωμαιοκαθολικού Πάπα». Το γεγονός αυτό κατά τον εισηγητή αποτελεί απόδειξη, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία τον ανεγνώριζε πάντοτε  ως κανονικό Πάπα της Ρώμης. Επιστρατεύει μάλιστα τους αγίους Μάρκο τον Ευγενικό και Κύριλλο Αλεξανδρείας προς επίρρωση των θέσεών του, και 
β) το γεγονός ότι «και οι πλέον συντηρητικοί θεολόγοι των νεωτέρων χρόνων ανεφέροντο εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν με τον τίτλο ‘(Ρωμαιο)καθολική Εκκλησία’». 

Ως προς το πρώτο επιχείρημα απαντούμε τα εξής: Όπως και άλλοτε έχουμε τονίσει, ο πατριαρχικός θρόνος της Δύσεως βρισκόταν υπό την πλήρη κατοχή των βαρβάρων ηγεμόνων και κυρίως των Φράγκων, ήδη από το έτος 1019. Μετά το Σχίσμα του 1054, δηλαδή 35 χρόνια αργότερα, ποιά πολιτική, ή εκκλησιαστική αρχή της Ανατολής θα τολμούσε να επιβληθεί στους Φράγκους και να εγκαταστήσει Ορθόδοξο Επίσκοπο στη θέση του Φράγκου πλέον Πάπα; Τούτο ήταν αδύνατον. Πολύ περισσότερο τούτο ήταν αδύνατον στους μετέπειτα αιώνες, που το Βυζάντιο όλο και περισσότερο κατέρρεε. Ας κάνει τον κόπο ο Σεβασμιώτατος να μελετήσει τον μακαριστό πρωτοπρεσβύτερο π. Ιωάννη Ρωμανίδη, τον κορυφαίο αυτόν Θεολόγο του 20ου αιώνος, για να πληροφορηθεί για τον ρόλο των Φράγκων στην εδραίωση του Παπισμού.

Σχετικά με τους προμνημονευθέντες αγίους απαντούμε τα εξής: Έχουμε ήδη τονίσει σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, ότι είναι μεν αληθές ότι ο Άγιος Μάρκος κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου προσφώνησε τον πάπα ως «Μακαριώτατον πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης» και ως «Πατέρα της κατά την οικουμένην Εκκλησίας, ο οποίος συνήγαγε τα τέκνα του από περάτων της Οικουμένης…», αλλ’ είναι επίσης αληθείς και οι άλλοι λόγοι του προς την Σύνοδον, όταν αυτή πλησίαζε προς το τέλος της, (στην Φλωρεντία), στους οποίους χαρακτηρίζει τους παπικούς όχι μόνον ως σχισματικούς, αλλά και ως αιρετικούς: «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί. Και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών, διά το, το γένος είναι εκείνων πολύ ισχυρότερον ημών. Ημείς δε ούδι’ άλλο τι εσχίσθημεν αυτών, ει μη ότι εισίν αιρετικοί. Διό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς, ει μη εκβάλωσι την προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσιν το σύμβολον καθώς και ημείς».[10] 

Τους αυτούς δε χαρακτηρισμούς αποδίδει στους παπικούς και αργότερα, μετά την υπογραφή του «όρου» της ψευδο-ενώσεως (τον οποίον βέβαια «όρον» αυτός δεν υπέγραψε), σε επιστολή του, την οποία απηύθυνε προς τους «απανταχού της γης» χριστιανούς. 

Έγραφε: Εφ’ όσον οι Παπικοί εξακολουθούν να σφάλουν «περί την θεολογίαν του Αγίου Πνεύματος (δηλαδή την κακοδοξία του filioque), εις ό βλασφημήσαι κινδύνων ο χαλεπώτατος, αιρετικοί εισίν άρα» και εμείς οι Ορθόδοξοι «ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν». [11]  

Σε άλλη επιστολή του προς τον ιερομόναχο Θεοφάνη, μεταξύ άλλων έγραφε: Εγώ «Μάρκος ο αμαρτωλός» σας λέγω, ότι εκείνος ο οποίος μνημονεύει τον Πάπαν, ως Ορθόδοξο αρχιερέα, είναι ένοχος και όποιος φρονεί τα δόγματα των Λατίνων θα κατακριθεί με τους Λατίνους και θα θεωρηθεί «ως παραβάτης της πίστεως».[12] 

Σε άλλη εγκύκλια επιστολή του, «Προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς», την οποία έγραψε όταν ήταν εξόριστος στη Λήμνο, (περί το 1440), ονομάζει και πάλι τους Λατίνους χωρίς περιστροφές «αιρετικούς» διότι φρονούν «άτοπα και δυσσεβή», ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ονομάζει τους Λατινόφρονας (προδρόμους των σημερινών Οικουμενιστών) «μιξοθήρας ανθρώπους», δηλαδή κατά το ήμισυ ανθρώπους και  κατά το ήμισυ θηρία, επειδή αφ’ ενός μεν παραδέχονται με τους Λατίνους ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», αφ’ ετέρου δε παραδέχονται με τους Ορθοδόξους, ότι τούτο εκπορεύεται μόνον «εκ του Πατρός». 

Την δε ψευδοσύνοδον Φεράρας–Φλωρεντίας αποκαλεί «Καϊαφαϊκόν συνέδριον».[13] Κατά την «Απολογίαν»  του την οποία έγραψε ολίγον προ της προς Κύριον εκδημίας του, έγραφε: «πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον αποδιΐσταμαι, (όσον απομακρύνομαι), τούτου και των τοιούτων, (του ενωτικού πατριάρχου Μητροφάνους και των λατινοφρόνων γενικώς), εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας».[14] 

Μετά από όσα παρά πάνω αναφέραμε, θα έπρεπε, νομίζουμε, ο Σεβασμιώτατος, εάν ήθελε να μην «κολοβώσει» τον άγιο και να μην δώσει μια παραπλανητική εικόνα γι’ αυτόν να μνημονεύσει και όσα περί Παπισμού είπε ο Άγιος περί το τέλος της ψευδο-συνόδου, (στην Φλωρεντία), όπως επίσης και μετά την ψευδο-σύνοδο μέχρι της οσιακής κοιμήσεώς του.

Στο ερώτημα πώς συμβιβάζονται οι πρώτοι (εισαγωγικοί) λόγοι του με τους μεταγενέστερους, με τους οποίους φαίνεται να έρχεται ο Άγιος σε τελεία αντίθεση και εν πάση περιπτώσει, σε ποιούς πρέπει να δώσωμε μεγαλύτερη και βαρύνουσα σημασία, απαντούμε τα εξής: Κατ’ αρχήν είναι αδύνατον να εννοήσουμε, ότι ο υπέροχος αυτός άνδρας ο «θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσιν», ο οποίος «έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας, εναντίον βασιλέων και τυράνων»,[15] σύμφωνα με τον βιογράφο του Μανουήλ τον Ρήτορα, να υπήρξε είτε καιροσκόπος «εκκλησιαστικός διπλωμάτης», είτε ανιστόρητος θεολόγος, ώστε να αγνοεί την επί Μεγάλου Φωτίου συνελθούσα Σύνοδο του 879-880 (Η΄ Οικουμενική) και την εν Κωνσταντινουπόλει  συνελθούσα Σύνοδο του 1351 (Θ΄ Οικουμενική), οι οποίες απερίφραστα κατεδίκασαν τις γνωστές ήδη αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Όπως επίσης δεν αγνοούσε την από του 11ου αιώνος επελθούσα διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. 

Ο Άγιος εγνώριζε σαφέστατα και επίστευε ακράδαντα και πριν από τη έναρξη της ψευδο-συνόδου, ότι ο Παπισμός είναι αίρεση. Επομένως οι εισαγωγικοί του εκείνοι λόγοι δεν εκφράζουν το βαθύτερο πιστεύω του, αλλά αποτελούσαν έκφραση του φλογερού πόθου του και της επιθυμίας του να επανέλθει η αιρετική Ρώμη στους κόλπους της Εκκλησίας. Αποτελούσαν λόγους οικονομίας, που αποσκοπούσαν στο να φιλοτιμήσουν τους παπικούς σε προσέγγιση και να τους παρακινήσουν σε μετάνοια.

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment