ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ
Της Χριστουφάντου
=====
Χειμώνας εἶναι, πρωϊνό,
νιφάδες στόν ἀγέρα,
ὑφαίνουν πέπλο νυφικό
κι ὅλα λευκοντυμένα.
Ξάφνου τό παραθύρι μου,
στή σιγαλιά χτυπάει
ἕνα σπουργίτι ταπεινό
ψίχουλα μοῦ ζητάει.
Κι εὐθύς ψωμάκι τοῦ πετῶ,
μ᾽ αὐτό δέν θά ζυγώσῃ,
ποθεῖ ἀγάπης ψίχουλα
τήν ζεστασιά νά νοιώσῃ.
Κι ὅταν ἀκούῃ προσευχές,
τυλίγει τά φτερά του
καί στό περβάζι στέκεται
ξεχνᾶ τό πέταγμά του.
Νά ᾽ρχεσαι σπουργιτάκι μου
μέ χιόνι καί μέ ἥλιο
κι ἐγώ τό παραθύρι μου
πάντοτε θά σ᾽ ἀνοίγω.
Ἔλα νά νοιώσῃς θαλπωρή,
γι᾽ ἀγέρες νά μιλᾶμε
καί νά μοῦ λές γιά τά πουλιά
πῶς ζοῦνε, πῶς περνᾶνε.
Μίλα μου ὅμως καί γιά σέ,
ποῦ εἶναι ἡ φωλιά σου,
σέ τίνος δένδρου τό κλαδί
διπλώνεις τά φτερά σου;
Ἔχεις πουλάκια συντροφιά,
ἤ μόνο σου διαβαίνεις,
εἶν᾽ ἡ φωλιά σου μόνιμη,
σπουργίτι μου, ποῦ μένεις;
Ξέκοψα ᾽γώ ἀπ᾽ τά πουλιά
κι ἔχασα τόν ἀγέρα
καί στό παραθυράκι σου
θά ᾽ρχομαι νύχτα-μέρα.
Μά τότε σπουργιτάκι μου
μεῖνε ἐδῶ κοντά μου,
θά τιτιβίζεις σύ γλυκά
καί θά ᾽σαι ἡ χαρά μου.
Δένδρα θά βάλω στήν αὐλή,
λουλούδια θά φυτέψω
καί τήν δική σου τήν φωλιά
μέ πούπουλα θά πλέξω.
Σύ θά πετᾷς ἐλεύθερα
ἀπό κλαδί σέ δένδρο
κι ἀπ᾽ τό παραθυράκι μου
ἐγώ θά σ᾽ ἀγναντεύω.
Μέ προσευχές θά σοῦ μιλῶ,
κι ἐσύ θά τιτιβίζῃς,
καί στό μπαλκόνι τήν αὐγή
θά μέ καλημερίζῃς.
Κάθε ἡλιοβασίλεμα
μαζί θ᾽ ἀναπολοῦμε
ἀνθρώπους κι ἔρημα πουλιά
σ᾽ ἐσπερινό θά ὑμνοῦμε.
Κι ὅταν γλυκά τό δειλινό
θά σβήνῃ μέσ᾽ στή νύχτα
ἀπόδειπνο θά ψάλλουμε
θά λέμε καλή νύχτα.
Ἄλλες νυχτιές ἀτέλειωτες,
θά κάμωμε ἀγρυπνίες,
παράκλησι καί προσευχή
κι ὅλο δοξολογίες.
Κι ἄλλοτε στήν ἀστροφεγγιά,
στ᾽ ἀστέρια θά μιλοῦμε,
μέ τό φεγγάρι συντροφιά,
Χριστό θά ἀνυμνοῦμε.
Κι ὅλες τίς ἅγιες Κυριακές
καμπάνες σάν χτυποῦνε,
θά ᾽ρχωνται ὅλα τά πουλιά
καί θά δοξολογοῦνε.
No comments:
Post a Comment