ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Tου Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση
=====
9.) Προσθαφαιρέσεις καὶ ἀλλαγὲς στὸ συνοδικὸ κείμενο προσβάλλουν τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα
________
Μετὰ τὴν ἐνδεικτικὴ καὶ δειγματοληπτικὴ παρουσίαση τῆς ἀπόρριψης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο, παρὰ ταῦτα ἐκβιαστικά, μὲ τὸ ζόρι, πάει νὰ ἀναγνωρίσει ἡ δῆθεν Ἁγία καὶ Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος, καὶ μάλιστα ἀποκρύπτοντας καὶ καταργώντας τὸν τίτλο «Οἰκουμενικὴ Κίνηση», ὥστε νὰ μὴ πάρουν εἴδηση οὔτε οἱ ἱεράρχες οὔτε οἱ πιστοί, ἂς παρακολουθήσουμε καὶ τὶς ἄλλες σημαντικὲς ἀπώλειες μὲ τὶς προσθαφαιρέσεις καὶ νοθεύσεις ποὺ ἔκανε ἡ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ ἀποδέχθηκε ἡ Ε´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ξεχωριστοῦ κειμένου «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», ποὺ τώρα συγχωνεύθηκε μὲ τὸ ἄλλο, στὴν πρώτη κιόλας παράγραφο ὑπῆρχε ἡ πανηγυρικὴ διακήρυξη ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθῄσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησία ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι κατέχει κεντρικὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ συγχρόνου κόσμου». Στὰ δύο σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ κείμενα ἐκφραζόταν δύο φορὲς ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅτι δηλαδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία· στὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» μὲ τὴν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὡς οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» καὶ στὸ ἄλλο γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ παραθέσαμε μὲ τὴν φράση «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ βαθείᾳ πεποιθήσει καὶ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ ὅτι ἀποτελεῖ τὸν φορέα καὶ δίδει τὴν μαρτυρίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».
Δὲν ἦταν καλύτερο, ἐμφαντικώτερο, ἀποτελεσματικώτερο τὸ ὅτι δύο φορὲς σὲ δύο σχετικὰ μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ κείμενο, τονίζαμε τὴν ἐκκλησιολογική μας αὐτοσυνειδησία; Γιατί ἐνοχλήθηκαν οἱ νέοι οἰκουμενίζοντες συντάκτες, «διορθωτές» καί «βελτιωτές» καὶ ἔκοψαν τὴ μία, κολοβώνοντας καὶ κακοποιώντας τὰ προηγούμενα κείμενα; Πρέπει ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης, ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (1948) οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι συμμετέχοντας σὲ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις κατέθεσαν σαφέστατες κοινὲς Δηλώσεις, ἱστορικὰ ὄντως κείμενα, ὅπου ἐξέφραζαν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἔγινε στὴν Λωζάνη (1927), στὸ Ἐδιμβοῦργο (1937), στὴ Λούνδ (1952), στὸ Ἔβανστον (1954), καὶ στὸ Νέο Δελχί (1961). Εἰδικῶς δὲ γιὰ τὸ θέμα τοῦ Πάσχα στὴ Ναϊρόμπι (1975). Δὲν ἐδίσταζαν νὰ ἐπικρίνουν τὴν «περιεκτική» γλώσσα τῶν κειμένων, ἡ ὁποία ἐπέτρεπε «νὰ ὑποκρύπτωνται ὑπὸ τὰς αὐτὰς λέξεις δύο νοήματα καὶ δύο διάφοροι ἀντιλήψεις καὶ ἐξηγήσεις τῶν κοινῇ παραδεκτῶν γενομένων προτάσεων, οὐδὲ δύναται ποτὲ Ὀρθόδοξος νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ἕνωσις στηριζομένη ἐπὶ διφορουμένων προτάσεων εἶναι παραμόνιμος». Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι ὅτι ἀπορρίπτουν τὴν διευρυμένη ἐκκλησιολογία τῶν Προτεσταντῶν, εὐθαρσῶς μὲ ἰδιαίτερες «Δηλώσεις» διετύπωναν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐνδεικτικὰ παραθέτουμε μικρὰ ἀποσπάσματα:
Στὴν Λωζάνη (1927): "Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἀδυνατοῦμεν νὰ ἐννοήσωμεν ἕνωσιν περιοριζομένην εἰς ἐλάχιστα κοινὰ σημεῖα, διότι κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὅπου ἐλλείπει ἡ ὁλοκληρία τῆς πίστεως, ἐκεῖ οὐδεμία δύναται νὰ ὑπάρξει κοινωνία ἐν τοῖς μυστηρίοις. Οὐδὲ δύναται ἐν προκειμένῳ νὰ ἐφαρμοσθῆ ἢ ἐν ἄλλοις περιστάσεσιν ἰσχύουσα ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας, τὴν ὁποίαν πολλάκις ἐπέδειξεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρὸς τοὺς ἐπιστρέφοντας εἰς αὐτήν».
Στὸ Ἐδιμβοῦργο (1937): «Θέλομεν νὰ βεβαιώσωμεν, ὅτι ἡμεῖς ἐμμένομεν εἰς τοῦτο, ὅτι ἡ μυστηριακὴ κοινωνία (Intercommunio) πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ ἐπιστέγασμα γνησίας καὶ πραγματικῆς ἑνώσεως, ἐφ᾽ ὅσον θὰ ἔχῃ αὕτη ἐπιτευχθῆ διὰ θεμελιώδους συμφωνίας ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Μυστηριακὴ ἐπικοινωνία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λογισθῆ ὡς μέσον πρὸς ἕνωσιν Ἐκκλησιῶν».
Στὴ Λούνδ (1952): «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ διακηρύττει... ὅτι αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καὶ μόνη Ἐκκλησία, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων... Ἤλθομεν ἐδῶ ὄχι νὰ ἐπικρίνωμεν ἄλλας Ἐκκλησίας, ἀλλὰ διὰ νὰ τὰς βοηθήσωμεν νὰ ἴδουν τὴν ἀλήθειαν, νὰ διαφωτίσωμεν τὴν σκέψιν των μὲ ἀδελφικὸν τρόπον, πληροφοροῦντες αὐτὰς περὶ τῆς διδασκαλίας τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις εἶναι ἡ Ἐλληνικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀναλλοίωτος ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς».
Εἰς Ἔβανστον (1954): «Ἐν συμπεράσματι ὀφείλομεν νὰ διαδηλώσωμεν τὴν βαθεῖαν ἡμῶν πεποίθησιν ὅτι μόνον ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε πλήρη καὶ ἄθικτον «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν». Ὄχι ἕνεκεν τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν ἀξιομισθίας, ἀλλὰ διότι εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς ὅταν διατηρῆ «τὸν θησαυρὸν Αὐτοῦ ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν» ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ἦ τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορ. 4, 7)[24].
Εἰς Νέον Δελχί (1961): «Διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ βασικὸν Οἰκουμενικὸν πρόβλημα εἶναι τὸ τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦν τὴν ἰδέαν «τῆς ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν» καὶ δὲν δύνανται νὰ ὁραματισθοῦν Χριστιανικὴν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακὴν διευθέτησιν. ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία τῶν ὁμολογιῶν, μία μεταξὺ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία».
Συγκινεῖται κανείς, ὅταν διαβάζει τὶς σαφέστατες αὐτές «Δηλώσεις» καὶ καυχᾶται γιὰ τοὺς τότε ἐκπροσώπους μας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Λυπᾶται δὲ καὶ ντρέπεται, γιατὶ μετὰ τὸ Νέο Δελχί (1961) ὄχι μόνο ἔπαυσαν οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ καταθέτουν κοινὲς «Δηλώσεις», ἀλλὰ σὲ Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ὅπως στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) καὶ στὸ Πουσὰν τῆς Νοτίου Κορέας (2013) ὑπέγραψαν μαζὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες ἀπαράδεκτα κείμενα, στὰ ὁποῖα προσβάλλουν καὶ ἀπορρίπτουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.
Γνωρίζοντας, λοιπὸν αὐτὴν τὴν φρικτὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ποὺ συντελέσθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», τὰ ἴδια πρόσωπα κατευθύνουν τὴν σύνταξη καὶ ἀποδοχὴ τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, γι᾽ αὐτὸ φροντίζουν ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ μὲ διφορούμενη καὶ ἀσαφῆ γλώσσα, ποὺ διδάχθηκαν ἐκεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ ἀφαίρεση κειμένων καὶ προσθήκη ἄλλων νὰ συσκοτίσουν καὶ νὰ μειώσουν τὴν ἔκφραση τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀθωωθοῦν ἀπὸ Πανορθόδοξη Σύνοδο γιὰ τὰ προδοτικὰ κείμενα ποὺ ὑπέγραψαν. Δὲν ἤθελαν στὰ κείμενα τῆς Συνόδου νὰ ὑπάρχει δύο φορὲς αὐτὴ ἡ αὐτοσυνειδησία, γι᾽ αὐτὸ τὴν περιέκοψαν. Ἐπειδὴ μάλιστα αὐτὴ ἡ δεύτερη φορὰ στὸ κείμενο γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἀλλὰ ἐνοχοποιοῦσε καὶ τοὺς ἴδιους ποὺ ὑπέγραψαν καὶ δέχθηκαν κείμενα μὲ νέα ἐκκλησιολογία. Περὶ τοῦ ὅτι δὲ αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ἐνοχλοῦσε τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς ἐξ ἡμῶν προθύμους Οἰκουμενιστὰς προκύπτει ἀπὸ τὴν τότε εἰλικρινῆ ἐκτίμηση τοῦ π. Γεωργίου Τσέτση, προβεβλημένου στελέχους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τώρα δὲ καὶ μέλους τῆς πατριαρχικῆς ἀντιπροσωπίας, στὴν προσυνοδικὴ διαδικασία, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὸ κείμενο «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» ποὺ τοῦ ἄλλαξαν τὰ φῶτα καὶ ἀφήρεσαν καὶ τὸ πρῶτο του ἄρθρο, γράφει ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ ὑπογράμμιζε μιὰ ἀλήθεια, ἡ ὁποία μέχρι τὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα, μέχρι δηλαδὴ τὸ Νέο Δελχί (1961) βρισκόταν πάντοτε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως ἀπὸ τότε δὲν ἔγινε σαφής μνεία. Καὶ ἐπεξηγώντας ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἐγκαταλείφθηκε γράφει ἐπὶ λέξει:
«Πρόκειται γιὰ τὴν βαθειὰ πεποίθηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι εἶναι φορεὺς καὶ μάρτυς τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κείμενο τοῦτο τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστὴ στὴν ἐκκλησιολογία της, στὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς δομῆς της καὶ στὴν ἐκκλησιαστική της συνείδηση, ἀπορρίπτει τὴν ἰδέα τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διανοηθεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἕνα εἴδος διομολογιακῆς προσαρμογῆς. Ἔτσι ἡ ἑνότης ποὺ ἀναζητεῖται μέσα στὸ Συμβούλιο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν θεολογικῶν συμφωνιῶν μόνο, γιατὶ ὁ Θεός «καλεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἐν τῷ Μυστηρίῳ και τῇ Παραδόσει τῆς πίστεως βιουμένην ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ὑπενθύμιση αὐτὴ θὰ ἀπογοητεύσει πολλοὺς οἰκουμενικοὺς ἑταίρους καὶ θὰ ἐμπλέξει τὸν θεολογικὸ διάλογο. Μ᾽ ὅλα ταῦτα, πρόκειται γιὰ μιὰ πραγματικότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς νὰ προσαρμοστεῖ, γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ οἰκουμενισμοῦ».
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν πραγματικότητα τῆς βαθιᾶς καὶ ἀδιαπραγμάτευτης συνείδησης γιὰ τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα ἀγνοοῦν καὶ οἱ τὰ πρῶτα φέροντες τῆς Συνόδου, δὲν προσαρμόζονται καὶ πέφτουν στὶς παγίδες ἑνὸς φτηνοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου κατέστρεψαν καὶ ἐνόθευσαν αὐτὸ τὸ κείμενο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ π. Γεώργιος, ἐντασσόμενος ὅμως καὶ αὐτὸς τώρα ἀδιαμαρτύρητα στοὺς φτηνοὺς Οἰκουμενιστάς.
No comments:
Post a Comment