ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
Tου Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση
=====
10. Τὸ παναιρετικὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἀποτιμᾶται θετικά
Πρὶν παρουσιάσουμε ἐνδεικτικὰ ὅσα φρικώδη καὶ προδοτικὰ κείμενα ὑπεγράφησαν στὶς δύο τελευταῖες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ στὸ Πουσάν (2013), πρέπει νὰ δοῦμε πῶς ἐκτιμᾶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο γενικὰ τὸ ἐν λόγῳ Συμβούλιο καὶ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς αὐτό. Παραλαμβάνει ὅσα θετικὰ ἔλεγε τὸ προηγούμενο κείμενο, τὸ ὁποῖο καὶ τότε (1986) δὲν θέλησε νὰ ἐκφράσει μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια ἀπόλυτη τὴν ἐκκλησιολογική μας αὐτοσυνειδησία, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ μέχρι τοῦ Ν. Δελχὶ (1961) «Δηλώσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀντὶ ὅμως τώρα μετὰ τὴν γενικευμένη ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὶς ἀποχωρήσεις τῶν Ἐκκλησιῶν, τοὺς ἐνδοιασμοὺς καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις, νὰ εἶναι πιὸ συγκρατη-μένοι οἱ συντάκτες καὶ νὰ λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, αὐτοὶ περιφρονοῦν αὐτὴν τὴν ὑγιὴ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία, προβάλλουν καὶ ἐπαινοῦν τὴν δράση καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου, ἀκόμη καὶ ἀπαράδεκτα κείμενα ποὺ ἑτοίμασε ἡ Ἐπιτροπή «Πίστις καὶ Τάξις», ὅπως τὸ περίφημο ΒΕΜ τῆς Λίμας τοῦ 1982, (Βάπτισμα -Εὐχαριστία - Ἱερωσύνη), ποὺ ὑπέστη σφοδρότατη κριτικὴ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων. Ἔτσι στὴν παράγραφο 16 τοῦ νέου ἑνοποιημένου κειμένου, ἀφοῦ προστίθενται τὰ ὀνόματα καὶ ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν καὶ περιφερειακῶν ὀργάνων, ὅπως ἡ Διάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ) καὶ τὸ Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.Α), ποὺ δὲν ἐμνημοεύοντο στὸ προηγούμενο κείμενο, γίνεται θετικὴ ἀξιολόγηση ὅλων μὲ τὴ φράση «Ταῦτα μετὰ τοῦ ΠΣΕ πληροῦν σημαντικὴν ἀποστολὴν διὰ τὴν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου», ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα) συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ἔτσι π.χ. στὴν ἴδια παράγραφο, ἐπειδὴ συνειρμικὰ ἔρχεται στὴ σκέψη ἡ ἐξ αἰτίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων, γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας. Παρατρέχουν ἀφιλάδελφα, χωρὶς νὰ σχολιάζουν αὐτὴν τὴν ἀποχώρηση μὲ τὴν ἀστεία δικαιολογία ὅτι «ἔχουν ἰδίαν γνώμην περὶ τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἐνῶ τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ἔχουν ἀρνητικὴ γνώμη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει καὶ πλῆθος πιστῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἐπειδὴ ἔχουν ἀποφασίσει εἰς τὰ τῆς διαδικασίας τῆς Συνόδου, ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ λαμβάνονται ὁμοφώνως, δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἔξυπνοι νόες τοῦ κειμένου ὅτι ἡ μὴ σύμφωνη γνώμη ὄχι μιᾶς, ποὺ καὶ αὐτὸ θὰ ἀρκοῦσε, ἀλλὰ δύο Ἐκκλησιῶν, καὶ μακάρι νὰ ὑπάρξουν καὶ ἄλλες, ἀχρηστεύει, καὶ ἀκυρώνει ὅσα λέγουν στὸ κείμενο ὑπὲρ τοῦ περιέργου ἐκκλησιολογικὰ Συμβουλίου καὶ τῆς ἀνάγκης συμμετοχῆς εἰς αὐτό. Ἀποτελεῖ αὐτονόητη καὶ ἀναμενόμενη συνέπεια γιὰ τὶς δύο αὐτὲς Ἐκκλησίες, ποὺ θὰ διασώσουν τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ θὰ ἐφελκύσουν εὐγνώμονες εὐχαρι-στίες, ἂν δὲν δεχθοῦν καὶ ἀπορρίψουν τὸ προσυνοδικὸ αὐτὸ κείμενο, ὅπως ἤδη φαίνεται νὰ ἔχει ἀποφασίσει, σύμφωνα μὲ τὶς εἰδήσεις, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας.
Θυμοῦνται στὴν παράγραφο 18 καὶ μνημονεύουν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστὴ εἰς τὴν ἐκκλησιολογία αὐτῆς εἰς τὴν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε οὐδόλως ἀποδέχεται τὴν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν» καὶ οὐδόλως δύναται νὰ δεχθῇ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακὴν προσαρμογήν». Εἶναι εὐχάριστο καὶ θετικὸ τὸ ὅτι ἀντιγράφουν ἐδῶ μία θέση ἀπὸ τὴν Δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Νέο Δελχί (1961). Θὰ ἦταν ὅμως περισσότερο εὐχάριστο καὶ συνεπές, ἂν ἐτόνιζαν καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπισημαίνουν ὅλες οἱ Δηλώσεις μέχρι τὸ Νέο Δελχί, ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἑτερόδοξοι εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ἐκεῖ παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων, νὰ βοηθήσουν εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν. Διαφορετικὰ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς μας σὲ ἕνα Συμβούλιο αἱρετικῶν προσβάλλει τὴν ἐκκλησιολογική μας ταυτότητα, ἐξευτελίζει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ», ὅπως ἐκτιμᾶ ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Δὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου «πιστὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὴν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς οὔτε εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Θὰ διενοεῖτο ποτὲ κανεὶς στὴν ἀρχαία ἐκκλησίαν νὰ συμμετέχει σὲ Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρετικῶν, Ἀρειανῶν, Πνευματομάχων, Μονοφυσιτῶν, Εἰκονομάχων καὶ νὰ ὀνομάζει ὅλες αὐτὲς τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες; Αὐτὴ εἶναι ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιολογία καὶ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας; Ὑπῆρξε ποτὲ τέτοιος τερατώδης ὀργανισμός, ποὺ νὰ συνενώνει τὶς πιὸ φρικτὲς αἱρέσεις σὲ ἕνα σῶμα μὲ τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία; Καὶ ἐπειδὴ μνημονεύουν καὶ τὶς ἑπτὰ Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν γνωρίζουν οἱ προσυνοδικοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὅτι στὴν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχουν ἐννέα (9) Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, προστιθεμένων στὶς ἑπτὰ καὶ τῶν δύο μεταγενεστέρων μεγάλων Συνόδων τῆς ἐπὶ Μ. Φωτίου τὸ 879 μ.Χ. καὶ τῆς ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τὸ 1451; Ἔγινε τόσος θόρυβος πανορθοδόξως γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν δύο Συνόδων ὡς οἰκουμενικῶν, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Πειραιῶς τὶς ἐνέταξε ὡς οἰκουμενικὲς στὸ ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἐγράφησαν σχετικὲς ἀκολουθίες καὶ ἁγιογραφήθηκαν εἰκόνες, ἑτοιμάσθηκαν ἐξαιρετικὲς εἰσηγήσεις ἀπὸ λογίους ἱεράρχας μὲ ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος γιὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, καὶ τὸ σημαντικώτερο: ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν προτάσεών της γιὰ τὰ συνοδικὰ κείμενα, ἀπευθυνομένη πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη διὰ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας κ. Εἰρηναίου ζητεῖ νὰ ἀναγνωρίσει ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ὡς Οἰκουμενικὲς τὶς προαναφερθεῖσες Συνόδους. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐκκωφαντικὴ σιωπὴ καὶ παραθεώρηση τῆς προτάσεως μιᾶς τοπικῆς συνόδου, ἀλλὰ καὶ τὶς διαχρονικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι γνωστὴ καὶ ἔχει ἐπισημανθῆ ἀπὸ πολλούς· γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν οἱ Παπικοί, ἡ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» τῆς Ρώμης, αἱρέσεις τῆς ὁποίας κατεδίκασαν οἱ δύο τελευταῖες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ ὀγδόη (879) καὶ ἡ ἐνάτη (1351).
Στὴν παράγραφο 19 ἐπαινετικὰ καὶ πάλι ἀναφέρεται τὸ κείμενο στὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ κάνουν τὸ λάθος οἱ συντάκτες νὰ μνημονεύσουν θετικὰ τὴν Δήλωση τοῦ Toronto (1950). Γράφουν: «Ἔχουν (οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες) βαθεῖαν τὴν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ μόνο ὁ τίτλος τῆς «Δηλώσεως» ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν Προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ ἔπρεπε νὰ μὴ γίνει δεκτός, ἀπὸ τοὺς τότε Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, διότι εἰσηγεῖται τὴν ἀόρατη μία ἐκκλησία, καὶ τὶς ὁρατὲς ἄλλες ἐκκλησίες ποὺ ἐξ ἴσου ἀποτελοῦν τὴν Μία "Ἐκκλησία», ἑπομένως ἀναγνωρίζει τὴν ἴδια ἐκκλησιαστικότητα στὶς ὁρατές «ἐκκλησίες» μέλη τῆς ἀόρατης «ἐκκλησίας», ὑπάρχουν παράγραφοι στὴν «Δήλωση» ἀπαράδεκτες ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου. Καὶ ἐπικαλεῖται μὲν ὀρθῶς τὸ προσυνοδικὸ κείμενο τὴν παράγραφο 2 τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto ὅτι σκοπὸς τοῦ ΠΣΕ δὲν εἶναι νὰ διαπραγματεύεται ἑνώσεις, μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀλλὰ νὰ βοηθήσει τὴν προσέγγισή τους, ἀποκρύπτει ὅμως ἄλλες παραγράφους οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» καὶ ἐξισώνουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες». Ἔτσι π.χ. ἀποδέχεται ἡ «Δήλωση», καὶ οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι, ὅτι ὑπάρχει ἡ μία ἀόρατη «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» καὶ οἱ ἐπὶ γῆς ἐπὶ μέρους ἐκκλησίες, καὶ εἶναι πληρέστερο, περιεκτικώτερο, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὅλοι, παρὰ ὁ καθένας στὴν δική του Ἐκκλησία. Ἑπομένως ἡ δική μας Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἕνα κομμάτι αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ζητοῦμε νὰ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους, ὥστε μέσω αὐτῶν νὰ μετέχουμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ἐπὶ λέξει ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντου: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας. Ἐντεῦθεν καὶ ζητοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς ζῶσαν ἐπαφὴν μετὰ τῶν ἐκτὸς τῶν ἰδίων τάξεων, αἵτινες ὁμολογοῦν τὴν Κυριότητα τοῦ Χριστοῦ». Σὲ ἄλλο σημεῖο ἡ Δήλωση ἀναγνωρίζει ἐκκλησιαστικότητα στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ἡ ὁποία ἁπλῶς εἶναι ἀτελής, ὅτι οἱ αἱρέσεις -ἄκουσον! ἄκουσον!- ἔχουν «στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας». Πλήρης ἀνατροπὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη τοῦ ΠΣΕ ἀναγνωρίζουν ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις στοιχεῖα τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἀμοιβαία αὕτη ἀνγνώρισις ὑποχρεοῖ αὐτὰς ν᾽ ἄρξωνται σοβαρᾶς συνδιαλέξεως μετ᾽ ἀλλήλων, ἐν τῇ ἐλπίδι ὅτι τὰ στοιχεῖα ταῦτα τῆς ἀληθείας, θὰ ὁδηγήσουν εἰς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ὅλης ἀληθείας καὶ εἰς ἑνότητα βασιζομένην ἐπὶ τῆς ὅλης ἀληθείας». Ἀπὸ τὸ κείμενο αὐτὸ προκύπτει, ἐκτὸς τῆς ἀναγνωρίσεως στοιχείων ἀληθείας στὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», ὅτι δεχόμαστε ἀμοιβαίως ὅτι καὶ στὴν δικὴ μας Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ἡ ὅλη ἀλήθεια, ἀλλ᾽ αὐτὸ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἀλληλογνωριμία καὶ τὴν συνδιάλεξη μετ᾽ ἀλλήλων, ἀπὸ τοὺς Θεολογικοὺς δηλαδὴ Διαλόγους. Καὶ τὸ πολὺ χειρότερο· σὲ ἄλλη παράγραφο τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Τορόντο δεχθήκαμε ὅτι χωρὶς τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες», χωρὶς τὴν πανσπερμία δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει οἰκοδομηθῆ οὔτε ἔχει ἀνακαινισθῆ, ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται ὅταν ἔχουμε σχέση μὲ τοὺς ἄλλους: «Αἱ Ἐκκλησίαι - μέλη εἰσέρχονται εἰς πνευματικὰς σχέσεις διὰ τῶν ὁποίων ζητοῦν νὰ μάθουν παρ᾽ ἀλλήλων καὶ νὰ βοηθοῦν ἀλλήλας, ὅπως οἰκοδομηθῇ τὸ Σῶμα Χριστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τῶν Ἐκκλησιῶν ἀνακαινισθῆ».
No comments:
Post a Comment