ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: "ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ" ΣΑΜΠΕΖΥ 2015
Του π. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====
2. Η κατ’ ακρίβεια και η κατ’ οικονομία πράξη.
Παράλληλα, ὅμως, με τις τόσο κρυστάλλινες απόψεις του, που είναι ταυτόχρονα και θεολογία της Εκκλησίας μια και έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καὶ ἀποδέχεται την διά μόνο λιβέλου και μυστηρίου τού Χρίσματος αποδοχή των “προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπὸ συγκεκριμένες αἱρέσεις τὶς ὁποῖες καὶ μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν Β-7 καὶ ἀργότερα ἡ Στ΄ μὲ τὸν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία: μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ χρήση Ἁγ. Μύρου καὶ διὰ λιβέλου.
Έτσι, στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ»: α) Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἔχουμε τοὺς οικουμενικού κύρους Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68, τὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καὶ 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας,αρνούνται κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, και επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων στην Ορθοδοξία, και β) τους Β-7, Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, -47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές; Καὶ γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τοὺς «ἀντιφατικοὺς» αὐτοὺς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοὶ καὶ οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφὲς ὅτι καθορίζουν τὰ θεολογικὰ κριτήρια προσέγγισης τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς ἐπικυρωμένους ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν[87], ὡς παρέχον σῴζουσα Θ. Χάρη ποὺ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾷ τὸν βαπτιζόμενο καὶ τὸν ἐντάσσει στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργικὴ τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διεσάφησε πλήρως τὸ θέμα! Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Πενθέκτη δεν επικύρωσε τις απόψεις τού πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οἰκουμενικὸ κῦρος στὸν Κυπρ-1 καὶ τοὺς συναφεῖς μὲ αὐτόν κανόνες, ἐντάσσοντάς τους στοὺς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε νὰ περιβάλει μὲ οἰκουμενικὸ κῦρος τὴ θεολογία-εκκλησιολογία τοῦ κανόνος.
Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ συμφωνεῖ καὶ ἐπαυξάνει τὴ θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τοὺς προσερχομένους ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις χωρὶς νὰ τοὺς βαπτίζει. Δὲν πρόκειται περὶ θεολογικῶν, ἀλλὰ καθαρὰ περίποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νὰ μὴ βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπὸ ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτικὴ ποὺ ἐφαρμοζόταν σὲ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἢ τῆς Ῥώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν» (Βασιλ-1), ή «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει και τὴν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἰκονομήσασι τὰ καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπὸν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπὸ τὴνποιμαντικὴ οἰκονομία («τὸ ἔθος τῶν πατέρων»). Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποιώντας τὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια σὲ ὅλους τοὺς τόνους, ἀποφαίνεται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στὴν αἵρεση. Ἀξιοποιώντας ὅμως τὴν ποιμαντικὴ οἰκονομία, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τὴν αἵρεση καὶ προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία μόνο μὲ τὴν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καὶ τὴ Θ. Μετάληψη καὶ ὄχι διὰ τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα και των «εξάρχων των αιρέσεων».
Η κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ἔλαβε καὶ συνοδικὴ ἐπικύρωση μὲ τοὺς Β-7 καὶ Στ-95[88]. Εἶναι χαρακτηριστικὸ, όμως, ὅτι οὔτε οἱ κανόνες αὐτοί οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος προβάλλουν κάποια θεολογική αιτιολογία που να ἀκυρώνει τοὺς κανόνες πού ἐκφράζουν τὴ θεολογική ἀκρίβειᾳ. Ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ή πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση[89], οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία . αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος δεν προβάλλεται, μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’ όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση. Ο Άγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’ αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων…οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’ ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία»[90]
Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη ή ότι μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία τού αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών . κατά τον ίδιο τρόπο ήταν αδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση!
Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριον λόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκατα-βάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβελιας ουδέν παραβλάπτεται” (Ευλόγιος Αλεξ. PG 103, 953)»[91]. Δηλαδή η κατ΄ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων!
Ο αείμνηστος Μητρ. Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης) (Πρόεδρος της Γ΄ ΠΠΔ) σημειώνει απ’ αυτού: «άλλο είναι το θέμα της κατ’ αρχήν και εξ αντικειμένου αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών και σχισματικών καθ’ εαυτά, και άλλη είναι η περίπτωση της εισδοχής των μεταστρεφομένων στην ορθοδοξία ετεροδόξων με τα μυστήρια που έχουν δεχθεί στην ετερόδοξη εκκλησία, από την οποία προέρχονται»[92]. Επίσης ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικά ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών … Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις»[93].
Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία!
Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ ΠΠΔ δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε όλη αυτή την πλούσια προβληματική τής Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία τού ανθρώπου! Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[87] Ἀθ. Γέφτιτς, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) τ. Δ, 146, ὑποσ. 11.
[88] Ο Στ-95 καθορίζει τρεις διαφορετικούς τρόπους για την υποδοχή των «ἀπὸ αἱρετικῶν» εφαρμόζοντας σε άλλες περιπτώσεις την ακρίβεια [(ανα-)βαπτισμός] ή την οικονομία (λίβελο, χρίσμα):
1. ΛΙΒΕΛΟΣ και ΧΡΙΣΜΑ: Ἀρειανούς, Μακεδονιανούς, Καθαροὺς, Τετραδίτες, Ἀριστερούς, Ἀπολλιναριστές κλπ,
2. ΒΑΠΤΙΣΜΑ: Ευνομιανούς (επειδή δεν βαπτίζουν με τριπλή αλλά με μία κατάδυση), Παυλιανιστές, Μοντανιστάς, Σαβελιανούς, «καὶ πάσας τὰς ἄλλας αἱρέσεις», Μανιχαίους, Ουαλεντινιανούς, Μαρκιωνιστάς «καὶ τοὺς ἐκ τῶν ὁμοίων αἱρέσεων»,
3. ΛΙΒΕΛΟΣ: Νεστοριανούς, Ευτυχιανούς, Σεβηριανούς. Η κατηγορία αυτή δεν υπάρχει στον Β-7, διότι στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381) δεν υπήρχαν αυτοί οι αιρετικοί (5ος αι.).
[89] Ιδιαίτερα εκτενή αναλυτική αιτιολόγηση έχουν ο Κυπρ-1 και οι Βασιλ-1, -47, ενώ επιγραμματική οι Αποστ-46 «Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;», Αποστ-47 «ὡς γελῶν τὸν σταυρόν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων», Αποστ-50 «Οὐ γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τὸν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» και Αποστ-68: «Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
[90] Αγ. Κυρίλλου, επιστολή 57, «Μαξίμω διακόνω Αντιοχεί», PG 77, 320-321.
[91] Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, έκδ. Ορθόδοξο Κέντρο Οικουμενικού Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1973, σ. 144.
[92] Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
[93] Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment