ΤΟ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΙΔΙ
Του Βασίλη Χαραλάμπους
=======
Στρωμένο πλούσια το τραπέζι σήμερα, μ’ εδέσματα διάφορα κι ο μικρός Γιάννης, κάθεται άβολα παρατηρώντας γύρωθε, σαν κάτι να γυρεύει. Κι ύστερα είναι και τ’ αυστηρό βλέμμα της μητέρας του, με τα τόσα φτιασίδια που κουδουνίζουν πάνω από τη σούπα. Ίσως για τούτο να’ναι τόσο αμήχανος ο βηματισμός της υπηρέτριας που πηγαινοέρχεται.
-Δεν έφαγες το φασιανό Γιάννη μου, είπε επιτακτικά η μητέρα του.
Ο Γιάννης συνέχισε γύρωθε να κοιτά. Πόσο θα’θελε να ήταν κι αυτός με τ’ άλλα γειτονόπουλα. Όμως έπρεπε να φάει καλά και να πάει ύστερα για διάβασμα. Ευτυχώς που είναι κι η Διαμάντω η υπηρέτρια, που παίρνει κρυφά το πιάτο, που γεμίζει ο Γιάννης κάτω απ’ το τραπέζι και το παίρνει στα ορφανά της κυρά Φιλοθέης. Κι ας αναρωτιέται κάθε τόσο η μητέρα του, γιατί το «μωρό» της δεν παχαίνει.
Σήμερα όμως είναι δύσκολα τα πράγματα, μ’ εκείνο το παρατηρητικό βλέμμα της μητέρας του. Αλίμονο του, αν καταλάβει τίποτε. Αργοτρώει από το πλούσιο φαγητό του, ώσπου μια στιγμή, περνώντας η μητέρα του, βλέπει το κρυμμένο πιάτο κάτω από το τραπέζι.
-Γιάννη, τι είν’ αυτό;
- Αυτό; ρώτησε ο Γιάννης, τάχα απορημένος και γίνηκε κατακόκκινος.
- Ώστε έτσι ε;
- Μα μητέρα…
- Διαμάντωωω…φώναξε δυνατά την υπηρέτρια.
- Μάλιστα κυρία Φαίδρα.
- Από καιρό το κατάλαβα. Γιάννη, τιμωρία να φάς άλλο φαγητό κι εσύ Διαμάντω να φύγεις. Απολύεσαι.
- Μα…
Τι κι αν προσπάθησε ο Γιάννης να τη μεταπείσει. Η κυρία Φαίδρα δεν άλλαξε την απόφασή της. Σε λίγες μέρες ήρθε η Μάρθα, η νέα υπηρέτρια. Αυτή κι αν ήταν υπηρέτρια. Κάθε τόσο με εκείνο το «ότι θέλει η κυρία Φαίδρα, «ο Γιάννης πρέπει να τρώει το φαγητό του». Κι ύστερα είναι κι αυτό που πρέπει υποχρεωτικά να κάνει παρέα μονάχα με τα παιδιά του Σερ Τζοουνς, του Άγγλου αξιωματικού, που μένει κάπου εκεί κοντά στη γειτονιά τους. Ήταν τα χρόνια εκείνα, που τούτο, της Κύπρου το νησί στέναζε, κάτω από την Εγγλέζικη σκλαβιά.
Σήμερα όμως, κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν ήθελε να πάει στους Τζόουνς. «Ακούς εκεί» μονολογούσε «να μπουν οι Εγγλέζοι στο Ιερό της εκκλησιάς, τ’ Άη Γιώργη, με τους σκυλιά τους;» Ξάφνου η πόρτα κτύπησε βαριά. Σχεδόν τρέχοντας πήγε κι άνοιξε η Μάρθα. Θέλανε την κυρία Φαίδρα. Ξαφνιάστηκε η κυρία Φαίδρα σαν είδε αγριεμένους Άγγλους στρατιώτες. Ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο, σαν άκουσε το λόγο για τούτη την αλλόκοτη επίσκεψη. Ο Γιάννης της, έβαλε είπαν Ελληνική σημαία στο σχολείο, παρά την απαγόρευση, από τον Άγγλο Κυβερνήτη. Οι Άγγλοι στρατιώτες κάτι είπαν στη γλώσσα τους και έφυγαν. «Ευτυχώς» που ξέρανε και τον Σερ Τζόουνς γιατί αλλιώς…Τότε η κυρία Φαίδρα άρχισε τις παρατηρήσεις.
- Δεν σου είπα ότι αυτά δεν είναι για σένα; Κι αν σε χτυπούσαν; Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι. Ευτυχώς που ξέρουμε και τον Σερ Τζόουνς.
Ο Γιάννης σήμερα κάθισε μόνος κι έφαγε όλο το φαγητό. Παρόλο το θυμό της, η κυρία Φαίδρα, δεν μπορούσε να κρύψει το θαυμασμό της. Κάθισε στη γωνιά κι έκανε πως ήταν απασχολημένη στο πλεκτό της, αφήνοντας κρυφές ματιές θαυμασμού συνάμα και συγγνώμης. Όσο για τον Σερ Τζόουνς, δεν θέλησε από κείνη τη μέρα τα παιδιά του να παίζουν με τον Γιάννη. Ο Γιάννης εκείνη τη μέρα έψαχνε ολοένα στην κασέλα με τα παιχνίδια του. Βρήκε κάτι ξεχασμένους βόλους κι έτρεξε χαρούμενος στην αυλή.
- Κωστάκη, Λαυρέντη, Λουκά έλα να παίξουμε.
Σε λίγο η αυλή της κυρά Φαίδρας γέμισε παιδικές φωνές. Βγήκε κι η κυρά Φαίδρα σε λίγο με τον ασημένιο δίσκο, γιομάτο σοκολατάκια. Σταυροκοπήθηκε κι η κυρά Φιλοθέη, που κοιτούσε από το μισάνοιχτο παραθύρι.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες κι έφυγε η Μάρθα, η υπηρέτριά τους. Όσο για το Γιάννη, μα φυσικά τη Διαμάντω ζήτησε για να’ ρθεί, μόνο που τώρα δεν χρειάζεται να κρύβει το φαγητό για τα γειτονόπουλα. Όσο για τον Σερ Τζόουνς, έφυγε για το Λονδίνο καθώς είπαν κι ο Γιάννης…ξανάβαλε στο σχολείο, της απαντοχής τ’ ολογάλανο με τον ολόλευκο Σταυρό.
No comments:
Post a Comment