ΗΜΕΡΙΔΑ
«Θεολογικὲς καὶ ἠθικὲς διαστροφὲς τοῦ Παπισμοῦ»
Πάφος, 22 Μαΐου 2010
Εἰσήγηση τοῦ θεολόγου Σημάτη Παναγιώτη
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΠΛΗΓΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Πῶς ἀντιμετωπίσθηκε ἡ Ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα
Ὅσα πειστικότατα, ἁγιογραφικῶς καὶ πατερικῶς κατοχυρωμένα, θὰ λεχθοῦν στὴν Ἡμερίδα μας, ἂς ἐκληφθοῦν ὡς μιὰ μικρὴ ὁμολογία καὶ μιὰ μεγάλη φωνὴ διαμαρτυρίας, ἔστω κι ἂν «ἐμεῖς ὡς ταπεινοὶ καὶ καταφρονεμένοι», δὲν ἔχουμε τὶς δυνατότητες τῶν ἀπόντων πνευματικῶν καὶ πανεπιστημιακῶν δασκάλων.
Ἡ εὐχή μας, ὅμως, εἶναι καὶ μὲ τὴν παροῦσα Ἡμερίδα, νὰ προβληματισθοῦν, ὅσοι μᾶς κάνουν τὴν τιμὴ καὶ παρευρίσκονται ἐδῶ σήμερα, νὰ κρίνουν νηφάλια τὰ αὐτοαναιρούμενα ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν Ἐπισκόπων, ποὺ ψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπισκέψεως καὶ ὑποδοχῆς τοῦ Πάπα, προβαλλόμενα στὸ φῶς τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, τὴν ὁποία ἐπικαλούμαστε ὅσοι ἐναντιωνόμαστε στὴν ἐπίσκεψη αὐτή. Καὶ ἡ διαχρονικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύει τὴν ὑποδοχὴ αἱρετικῶν καὶ ἀσφαλῶς τὶς φιέστες ὑπὲρ τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα. Οἱ Ἅγιοι οὔτε στὸ χειρότερό τους ἐφιάλτη, δὲν εἶδαν ἢ σκέφτηκαν, ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ὑποδεχθοῦν τιμητικὰ κάποιον ἀμετανόητο αἱρεσιάρχη.
Κι ἄν λοιπόν, ὅπως πιστεύουμε, καταστῆ ὁλοφάνερη ἡ θέση τῶν Ἁγίων Πατέρων, τότε ὁλοφάνερο εἶναι καὶ τὸ καθῆκον μας: διαμαρτυρία κατ’ ἐκείνων ποὺ ἀγνόησαν καὶ παρέβησαν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς φιέστες ὑποδοχῆς τοῦ Πάπα.
Καὶ εἶναι νόμιμη καὶ ἀναγκαία αὐτὴ ἡ διαμαρτυρία, γιατὶ οἱ σύγχρονοι ποιμένες, ἀντὶ νὰ διώξουν τὸν αἱρετικὸ λύκο γιὰ νὰ μὴ κατασπαράξει τὰ πρόβατα, αὐτοὶ «θεωροῦν τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα» στὴν διάθεση τοῦ προβατόσχημου λύκου. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ «κάνουν καὶ κάτι χειρότερο· τὸν ὑποδέχονται, τὸν καλωσορίζουν καὶ τὸν μπάζουν στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων» ὅπως λέγει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης1.
Ὁμολογία καὶ διαμαρτυρία, λοιπόν· ἀλλὰ καὶ προσευχὴ ἐντονότερη καὶ θερμότερη ἐν πίστει στὸ Θεό, ὥστε, ἂν Αὐτὸς κρίνει, ἂν οἱ ἁμαρτίες μας καὶ ἡ ἀδιαφορία μας γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως δὲν ἔχουν φτάσει στὸ ἀπροχώρητο, ἂν ὑπάρχει κάποιο περιθώριο ἀκόμα, νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ ματαιώσει τὴν τελευταία στιγμὴ τὴν ἐναντίον τοῦ θελήματός Του ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, διασκεδάζων βουλὰς ἐθνῶν καὶ βουλὰς πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, ὥστε νὰ λογαρισθεῖ εἰς τὸ ἥμισυ ἡ ἀνομία μας καὶ ἡ χρόνια ἀδιαφορία μας εἰς τὰ περὶ τὴν πίστην θέματα.
Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀκραία ἐκκοσμίκευση συμπλέκεται μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ὑστερία ἢ τὴν ὑπερβαίνει ἐκκλησιαστικῶς ὡς ἐσχατολογικὴ προσδοκία, καὶ κάτω ἀπὸ ἀντίξοες συνθῆκες, ἀποφασίσαμε νὰ συνδιοργανώσουμε αὐτὴν τὴν Ἡμερίδα σὲ συνενόηση μὲ τοὺς γνωστοὺς συλλόγους τῆς Κύπρου.
Δὲν παραλείψαμε νὰ ζητήσουμε τὴν εὐλογία κάποιου Ἐπισκόπου. Θεωρήσαμε ὅτι ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ, τοῦ ὁποίου οἱ ὁμιλίες ἀπηχοῦσαν πιστὰ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς φιλοξενήσει καὶ νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, ἀφοῦ ἦταν γνωστό, ὅτι κανένα Κυπριακὸ σωματεῖο ἢ ἐκκλησιαστικὸς φορέας δὲν εἶχε προγραμματίσει τὴν ἐλάχιστη εἰρηνικὴ ἀντίδραση κατὰ τῆς ἐπισκέψεως, στὴν μορφὴ μάλιστα μιᾶς θεολογικῆς Ἡμερίδας. Ἀντίθετα οἱ πληροφορίες ἔλεγαν ὅτι κάποιοι ἑτοιμάζονταν γιὰ ἀντιδράσεις τὴν ἡμέρα ἐλεύσεως τοῦ Πάπα, κάτι ποὺ μὲ ἐπιστολή μας προσπαθήσαμε νὰ ἀποτρέψουμε, ἐπισημαίνοντας ὅτι εὔκολα μποροῦσαν κάποιοι «πράκτορες» νὰ τὸ ἐκμεταλλευτοῦν ἐναντίον τους.
Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ Πανιερώτατος, ἀντὶ νὰ χαρεῖ, γιατὶ κάποιοι ἐπώνυμοι καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἐγνωσμένου ὀρθόδοξου ἤθους καὶ ἀγωνιστὲς πνευματικοὶ Πατέρες, ἀποδέχτηκαν τὴν πρόσκλησή μας νὰ μεταβοῦν στὴν Κύπρο, δὲν ἀποδέχθηκε τὴν παράκληση ποὺ τοῦ ἀπευθύναμε, νὰ καλέσει δηλαδὴ ὡς ὁμιλητὲς τῆς Ἡμερίδας τὸν π. Θεόδωρο Ζήση, τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνὸ καὶ τὸν κ. Τσελεγγίδης, γιὰ νὰ μᾶς μεταδώσουν ἄμεσα τὶς πατερικὲς γνώσεις ποὺ κατέχουν, παρόλο ποὺ ἅπαντες δήλωσαν πὼς θὰ ἔρχονταν, ἐὰν ἐπροσκαλοῦντο ἀπὸ Ἐπίσκοπο. Καὶ μὲ ποιά δικαιολογία τὸ ἀρνήθηκε; Ὅτι ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ ὑποβάλετο σὲ μιὰ ἐγχείρηση στὸ γόνατο!
Ἐπιχειρήσαμε νὰ ἔρθουμε σὲ ἐπαφὴ καὶ μὲ ἄλλο Κύπριο Μητροπολίτη, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέραμε.
Ἀλλὰ ἂν δὲν ἦρθαν οἱ παραπάνω σεβαστοὶ ὁμιλητὲς στὴν Κύπρο, φροντίσαμε νὰ μεταφέρουμε καὶ τὶς δικές τους τοποθετήσεις, τὰ κυριότερα σημεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς ὁμιλίες ποὺ ἔκαναν στὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἦρθε ἐκεῖ ὁ Πάπας. Γιατὶ τὸ πρόβλημα, τότε καὶ τώρα, εἶναι τὸ ἴδιο.
Τότε δηλαδή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μᾶς ἔλεγε ὅτι «ὁ Πάπας ἔρχεται ὡς προσκυνητής… Ὅταν τελειώσει ἡ προσκύνησίς του, τὰ πάντα λήγουν, καὶ ἡμεῖς εἴμεθα κερδισμένοι, διότι οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν θὰ μᾶς κατηγορήσουν ὡς φανατικούς. Καμιὰ συνέχεια» δὲν θὰ ὑπάρξει. Καὶ ἀλλοῦ ἔλεγε: «ὁ Πάπας ἦλθε γιὰ ἕνα εἰκοσετράωρο στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφυγε, χωρὶς νὰ προκαλέσει κάποια ζημιά».
Καὶ τώρα, παρόμοια ἀκούγονται· ἀπὸ Ἐπισκόπους μάλιστα, νοήμονες καὶ γνῶστες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια χάριν σκοπιμοτήτων καὶ ἐσωτερικῶν ἰσορροπιῶν. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ Ἐπισκόπους ποὺ θεωροῦν ὅτι ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση, γράφει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, «δικαιολογοῦνται νὰ ὑποδέχονται τὸν Πάπα καὶ νὰ μὴ τὸν θεωροῦν “λύκο βαρύ”». Ἐφ’ ὅσον, «ὅμως, ἀποδέχονται τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἱρεση», συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος, τότε οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι ὑποδεχόμενοι τὸν Πάπα, ἂν καὶ γνωρίζουν ὅτι εἶναι αἱρετικός, εἶναι σὰν νὰ δέχονται «ὅτι εἶναι μὲν ἐπικίνδυνος ὁ Παπισμὸς ὡς αἵρεση, ἀλλὰ ἂς ἀφήσουμε τὸ λύκο γιὰ λίγο, γιὰ εἰκοσιτέσσερις ὧρες, νὰ ρημάξει τὸ κοπάδι... Δὲν πειράζει, θὰ μολύνει» μὲ τὸ μολυσματικὸ ἰὸ τῆς αἱρέσεως «λίγους καὶ γιὰ λίγο»2.
Ἀλλὰ στὴν τωρινὴ πρόσκληση τοῦ Πάπα ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ἔχει γίνει κι ἕνα βῆμα παραπάνω, σὲ σχέση μὲ τὸ 2001.
Τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐδικαιολογεῖτο λέγοντας, ὅτι ὁ Πάπας προσκλήθηκε μόνο ἀπὸ τὴν πολιτεία. Τώρα, ὅμως, ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο, δὲν εἶναι μόνο ἡ πολιτεία, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου, ἢ μᾶλλον εἶχε προηγηθεῖ ἡ πρόσκληση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρὸς τὸν Πάπα ἀπὸ τὸ 2007 καὶ ἀκολούθησε ἐκείνη ἀπὸ τὴν πολιτεία μετὰ παρέλευση δύο περίπου ἐτῶν! Καὶ ποιός ξέρει ἂν δὲν ἐξήσκησε καὶ πιέσεις ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία γιὰ νὰ προσκαλέσει τὸν Πάπα; Τουλάχιστον ἡ λογικὴ σειρὰ τῶν γεγονότων καὶ οἱ ἀνακολουθίες του μᾶς ὁδηγοῦν σὲ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση. Καὶ ντρεπόμαστε ὡς χριστιανοὶ γιὰ τοιούτου εἴδους Ἀρχιεπισκοπικὲς συμπεριφορές.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, λοιπόν, –δυστυχῶς– καὶ προσπάθησε νὰ θολώσει τὰ νερὰ –περὶ τοῦ ποιός προσκάλεσε τὸν Πάπα– καὶ ἰσχυρίστηκε ἀνερυθριάστως, ὁμιλῶν μὲ τὸν ἀέρα πολιτικοῦ παράγοντα, ὅτι καὶ κάλεσε ὁ ἴδιος καὶ συγκατατέθηκε στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι «ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Ποντίφηκα στοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς εἶναι γνωστὴ καὶ ἀναμένουμε, μέσῳ τῶν πρέσβεων τοῦ Βατικανοῦ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὤθηση στὶς δίκαιες ἐπιδιώξεις μας». Ἔχει ἄραγε ἐπίγνωση, ὅτι ἔτσι ἐπικύρωσε πανηγυρικὰ τὴν αἱρετικὴ καισαροπαπικὴ ὑπόσταση τοῦ Βατικανοῦ; Νά, λοιπόν, ἡ πρώτη ὑποχώρηση, ἡ πρώτη ἧττα, κι ἂς προσπαθεῖ νὰ διαβεβαιώσει ὅτι σὲ τίποτα δὲν θὰ ὑποχωρήσουμε.
Κι ἀκόμα· ἡ πολιτική του παιδεία –ποὺ ἀσφαλῶς θὰ νομίζει πὼς διαθέτει– βρίσκεται σὲ τέτοιο στάδιο «ἀφελείας», ὥστε νὰ πιστεύει πὼς ὁ Πάπας, ἂν ἤθελε νὰ βοηθήσει γιὰ τὴν λύση πτυχῶν τοῦ Κυπριακοῦ προβλήματος, ἔπρεπε νὰ μεταβεῖ στὴν Κύπρο αὐτοπροσώπως; Δὲν γνωρίζει ὅτι τὸ Βατικανὸ δὲν βοηθᾶ ἀπὸ χριστιανικὴ ἀγάπη, ἀλλὰ μόνο κατόπιν σκληρῶν διαπραγματεύσεων καὶ κάτω ἀπὸ δυσμενεῖς ὅρους καὶ μὲ ἀσύμμετρα ἀνταλλάγματα;
Καὶ ἡ συνέχεια: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνας Ἀρχιεπίσκοπος, ποὺ ἔχει λάβει σαφῆ ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἐκδιώκει τοὺς αἱρετικοὺς καὶ νὰ προφυλάσσει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση, νὰ προσκαλεῖ ἕνα ἀρχιαιρεσιάρχη καὶ νὰ παρίσταται στὴν τιμητικὴ ὑποδοχή του;
Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ τὸ τραγελαφικὸ τῆς περιπτώσεως, ἂς φανταστοῦμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ ἐκλειπαρεῖ τὸν Ἄρειο γιὰ νὰ μεσολαβήσει στοὺς βασιλιᾶδες τῆς ἐποχῆς, ὥστε νὰ λυθοῦν τὰ κοινωνικο-φυλετικὰ προβλήματα τῆς Ἀλεξάνδρειας! Κάτι τέτοιο ἀσφαλῶς ἦταν ἀδιανόητο γιὰ τοὺς Ἁγίους. Σὲ ὁλόκληρη τὴν περίοδο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, δὲν συναντᾶται τέτοιο γεγονός. Κανένας Ἅγιος Ποιμένας, δὲν ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο μειοδοσίας πίστεως, ὥστε νὰ παραβεῖ καὶ νὰ ποδοπατήσει Ἱεροὺς Κανόνες, γιὰ νὰ ἐπιτύχει λύσεις σὲ προσωπικὰ ἢ ἐθνικὰ προβλήματα. Ποτὲ δὲν χρησιμοποίησαν καταχρηστικὰ τὴν Πίστη καὶ τὸ Χριστὸ οἱ Ἅγιοι ὡς μέσον. Πάντα ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ ἀρχή, τὸ κέντρο καὶ τὸ τέλος τῶν ἐνεργειῶν τους. Κι ἂν θυσίαζαν κάτι, αὐτὸ ἦταν οἱ καλὲς σχέσεις μὲ τὴν πολιτεία, οἱ θρόνοι τους, ἡ καλοπέρασή τους καὶ ἀκόμα, τέλος, καὶ αὐτὴ ἡ ζωή τους.
Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα-δυὸ παραδείγματα: Μήπως ἀποδέχτηκε ἡ Ἐκκλησία τὴν ψευδένωση ποὺ ἀποφασίστηκε στὶς Συνόδους τῆς Λυὼν καὶ τῆς Φερράρας, οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀκριβῶς γιὰ νὰ λάβουμε βοήθεια στρατιωτικὴ ἀπὸ τὴ Δύση; Μήπως ἀποδέχτηκαν οἱ Ἅγιοι τῆς Καντάρας καὶ οἱ Ἅγιοι Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου, ἐπὶ λατινοκρατίας τῆς νήσου, κοσμικὰ ὀφέλη εἰς βάρος τῆς Πίστεως; Ὄχι ἀσφαλῶς, γιατὶ ἤξεραν καλά, πὼς κάθε φορὰ ποὺ συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἀποσύρει ὁ Θεὸς τὴ χάρη Του ἀπὸ τὸ λαό Του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχονται καταστροφὲς ἀντὶ γιὰ βοήθεια.
Καὶ καλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ποὺ ἐνασχολεῖται συχνὰ-πυκνὰ μὲ τὰ πολιτικά. Μήπως, ὅμως, δὲν τὰ γνωρίζουν αὐτὰ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου; Πῶς τότε ἀποδέχτηκαν ἐν σιωπῇ τὶς εἰσηγήσεις τοῦ Πρώτου καὶ ἐπέτρεψαν μὲ τὴ μοιρολατρικὴ σιωπή τους νὰ καταστῆ μὴ ἀνατρέψιμο καὶ τετελεσμένο γεγονὸς ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα; Ἀσφαλῶς καὶ τὰ γνωρίζουν καὶ στὸ παρελθὸν τὰ ἔγραψαν. Π.χ. ὁ Μητροπολίτης Κυρηνείας κ. Παῦλος τὸ 2001, ἔγραφε: «Οἱ ἐναγκαλισμοὶ μὲ τὸν Πάπα δὲν θὰ φέρουν τὴν ποθητή, ὡς ἐλπίζετε, βοήθειά του στὸ ἐθνικὸ θέμα, ἀλλὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὶς κεφαλές μας, ὡς μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία τοῦ μαρτυρικοῦ ἡμῶν Γένους». Ἄραγε ὁ Πανιερώτατος σήμερα, ποὺ ὑπέγραψε τὴν ἔλευση τοῦ Πάπα, ἐπιθυμεῖ νὰ πέσει ἡ «ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὶς κεφαλές μας»; Ἢ μήπως θὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι ἡ ἀναλλοίωτη βούληση τοῦ Θεοῦ σήμερα ἄλλαξε;
Ὁ Θεὸς δὲν ἀλλάζει γνῶμες. Ἡ ἀλλαγὴ ὀφείλεται σὲ μᾶς. Μᾶς ἄλλαξε ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ Παπικούς. Ὑποκύψαμε στὶς πολυποίκιλες πιέσεις τους. Καὶ δυστυχῶς, κάποιοι ἀκόμα δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν ἢ δὲν θέλουν νὰ παραδεχθοῦν, ὅτι ἂν ἡ «κοινωνία» μὲ τοὺς αἱρετικοὺς διαστρέφει τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἀκόμα καὶ τῶν Ἐπισκόπων, πόσο μᾶλλον τῶν ἁπλῶν πιστῶν!
Παραδείγματά μας, λοιπόν, εἶναι οἱ Ἅγιοι ποὺ ἔμειναν πιστοὶ στὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ὄχι μόνο δὲν ὑποδέχθηκαν τιμητικὰ ἢ θριαμβευτικὰ κάποιον αἱρετικό, οὔτε ἐπεφύλαξαν πρὸς αὐτὸν ἐμμετικοὺς ἐπαίνους κοσμικῆς εὐγενείας ποὺ ἐνίσχυε τὸ αἱρετικό του φρόνημα, ἀλλὰ ἀντιδροῦσαν καὶ πολεμοῦσαν διὰ λόγων καὶ ἔργων κάθε αἱρετικὴ διείσδυση. Ὅσες συναντήσεις καὶ διαλόγους ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη οἱ Ἅγιοι, στόχευαν στὴν νουθεσία τοῦ αἱρετικοῦ, στὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξουν τὸ λάθος του, ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὴν Ἀλήθεια.
Ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ὅτι στὴν Ἑλλάδα οἱ ἀντιδράσεις ἦταν ἔντονες στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα. Ἀντίθετοι ἦσαν Καθηγούμενοι καὶ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἄλλων Ἱερῶν Μονῶν, θεολόγοι καὶ ἱερεῖς, ὁ ἁπλὸς λαός. «Ἀκόμα καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἂν καὶ ψήφισαν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Πάπα, φοβούμενοι καὶ τρέμοντες τὴν κατακραυγὴ τοῦ ποιμνίου τους, δὲν τόλμησαν νὰ παραστοῦν στὴν ὑποδοχή του, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν»3. Ὅταν δὲ ἀνῆλθε «στὸν Ἄρειο Πάγο (ἔντρομος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ σύμβουλοί του) ἀπαγόρευσαν τὴν προσέλευση κόσμου, φοβούμενοι τὶς τυχὸν ἀποδοκιμασίες πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τὸν Πάπα…»4. Τὸ ἴδιο ἄραγε δὲν φοβᾶται καὶ ὁ Κύπρου Χρυσόστομος καὶ ἡ Ἱ. Σύνοδος γιὰ τὶς 4 Ἰουνίου; Γι’ αὐτὸ καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐμποδίσουν τὶς ἀντιδράσεις ποὺ ὡς ἐλεύθεροι πολῖτες ἔχουν δικαίωμα νὰ κάμουν οἱ Κύπριοι5.
Καί, τραγικὴ εἰρωνεία! Ἑτοιμαζόταν νὰ γίνει ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καὶ στὴν Κύπρο τὸ 2001, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ τότε προέδρου τῆς Κύπρου, ἀλλὰ τελικά δὲν πραγματοποιήθηκε.
Ἕνας, λοιπόν, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀντέδρασαν στὴν ἑτοιμαζόμενη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καὶ εἶπε ΟΧΙ τότε, ἦταν ὁ Μητροπολίτης κ. Παῦλος, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Τώρα, ὅμως, ποὺ ἡ πρόσκληση ἔγινε ὄχι μόνο ἀπὸ πολιτικὸ πρόσωπο, τὸν Πρόεδρο τῆς Κύπρου, ὁ ὁποῖος βλέπει μὲ πολιτικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια τὰ πράγματα, τώρα λοιπόν, ποὺ ἡ πρόσκληση ἔγινε καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο δηλαδὴ Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος πῆγε ὡς ὑποτελὴς τοῦ Πάπα στὴν Ρώμη γιὰ νὰ τὸν προσκαλέσει, τώρα ὁ Πανιερώτατος Κυρηνείας, ἔδωσε τὴν εὐλογία του, εἶπε τὸ ΝΑΙ. Κι ἂς προσφώνησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸν Πάπα «Ἁγιώτατο Ἐπίσκοπο Ρώμης», ἀναγνωρίζοντάς του ἔτσι Ἀρχιερωσύνη, ποὺ ὡς αἱρετικὸς δὲν ἔχει6.
Γιατί, λοιπόν, Πανιερώτατε, τότε μέν, ποὺ δὲν ὑπῆρχε εὐθύνη γιὰ τὴν πρόσκληση –ἀφοῦ τὸν Πάπα προσεκάλεσε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας– ἀντιδράσατε, τώρα δέ, ποὺ ἡ πρόσκληση ἀποτελεῖ προσβολὴ στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν πρόεδρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τὴν προσυπογράψατε; «Τίς Ὑμᾶς ἐβάσκανε», γιὰ νὰ ἐπικαλεσθοῦμε φράση τοῦ π. Ἐπιφάνιου, τὸν ὁποῖο εὐλαβεῖσθε;
Δυστυχῶς καὶ τότε στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα, καὶ τώρα στὴν Κύπρο, τὴν ὅλη ὑπόθεση τῆς ἐπισκέψεως τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα, οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες τὴν ἀντιμετώπισαν ὡς πολιτικὸ γεγονὸς καὶ τὸ διαχειρίστηκαν διπλωματικά, ἀφήνοντες κατὰ μέρος τὶς εὐαγγελικὲς ἀπαγορευτικὲς Ἐντολές, διαγράφοντας προκλητικὰ τὶς ἐπιταγὲς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀρνούμενοι νὰ ψελίσουν κάποιο οὐσιαστικὸ θεολογικὸ λόγο, φοβούμενοι καὶ νὰ ἀναλογισθοῦν τὶς ὀλέθριες συνέπειες τῆς ἐπισκέψεως, ποὺ ὅμως, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, ἔχει ἀπὸ αἰώνων ἐπισημάνει καὶ ἀποθησαυρίσει στὰ Πατερικὰ ἔργα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζουν οἱ Ποιμένες καὶ νὰ διαβάζουν οἱ πιστοί, καὶ ἔτσι νὰ μὴ παραπλανῶνται. Καὶ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἀρχιερεῖς τὰ κάνουν, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν, τὶς ὁποῖες ἀπαξιοῦν νὰ λάβουν ὑπ’ ὄψιν τους καὶ νὰ τὶς συζητήσουν, θυμίζοντες τοὺς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι λοιδωροῦσαν τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀντιμετώπιζαν ὑποτιμητικὰ ὡς ὄχλο.
Ποιά μηνύματα λοιπόν, θὰ ἀναζητήσουμε στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, ἀσχέτως ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μυστικὰ ἔχουν συμφωνηθεῖ;
Ἀσφαλῶς, τὸ τί ἀκριβῶς προσδοκᾶ νὰ κερδίσει τὸ Βατικανὸ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ καὶ ποιά ἄλλα νεοταξικὰ παγκοσμοποιητικὰ κέντρα καὶ σχεδιασμοὶ ἐμπλέκονται, δὲν γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ γνωρίζουμε καλά, εἶναι οἱ πάγιες ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα. Ἡ μανιώδη δίψα του νὰ γίνει ὁ παγκόσμιος θρησκευτικὸς ἡγέτης μὲ ἐπιρροὴ στὰ κέντρα ἐξουσίας τοῦ κόσμου. Καὶ σ’ αὐτὸ του τὸ σχέδιο, ὁ κυριότερος ἀντίπαλος εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτήν, λοιπόν, ἐπιθυμεῖ νὰ ὑποτάξει. Καὶ περὶ αὐτοῦ, ἡ καταγεγραμμένη μὲ λεπτομέρειες ἱστορικὴ πραγματικότητα, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Ἔχει, ὡς ἐκ τούτου τεράστια σημασία γιὰ τὸ Βατικανὸ ἡ Ἐπίσκεψη αὐτή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μῆνες ἑτοιμάζεται μὲ προσοχὴ τὸ σκηνικὸ τῆς ὑποδοχῆς του, ἀφοῦ ἐκεῖ βρίσκεται ὅλη ἡ οὐσία τῆς Ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα.
Εἶναι γνωστὸ πὼς σὲ κάθε ἐπίσημη ὲπίσκεψη πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν προσωπικοτήτων σὲ κάποια χώρα, οἱ δημοσιογράφοι, οἱ ἐπικοινωνιολόγοι καὶ οἱ διεθνολόγοι ἀναζητοῦν τὰ μηνύματα ποὺ ἐκπέμπονται ἀπὸ αὐτή, εἴτε τὰ μηνύματα ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ κείμενα, τὶς ὁμιλίες καὶ τὶς συνεντεύξεις ποὺ ἑκατέρωθεν δίδονται, εἴτε τὰ μηνύματα ἀπορρέουν ἀπὸ ἄλλες λεπτομέρειες, ὅπως τὰ δῶρα ποὺ ἀνταλλάσσονται, οἱ ἐκφράσεις τῶν προσώπων, ἀκόμα καὶ τὴν ἐνδυμασία καὶ τὰ χρώματα τῶν ἐνδυμάτων. Πολλά, λοιπόν, παίζονται στὸ ἐπικοινωνιακὸ ἐπίπεδο, στὸν ἐντυπωσιασμό, στοὺς συμβολισμοὺς καὶ τὰ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα μηνύματα ποὺ αὐτοὶ ἐκπέμπουν.
Καὶ τὸ ρόλο τοῦ κομπάρσου σ’ αὐτὸ τὸ ἐπικοινωνιακὸ παιχνίδι τοῦ Πάπα, ἀνέχεται νὰ παίξει, τῇ εἰσηγήσει τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἡ Ἱ. Σύνοδος. Θὰ συναντηθοῦν, δηλαδή, θρησκευτικοὶ ἡγέτες, χωρὶς καμιὰ περὶ Πίστεως ἀναφορά. Εἶναι, ὅμως, ποτὲ δυνατὸν οἱ λεγόμενοι Ἐπίσκοποι τοῦ Χριστοῦ νὰ συναντῶνται καὶ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ περὶ τῆς Πίστεως;!
«Δὲν θὰ ὑπάρξουν συνομιλίες, ἢ συζητήσεις, γιὰ θεολογικὰ θέματα», δήλωσε τὴν περασμένη ἑβδομάδα ὁ κ. Χρυσόστομος, «ἀφοῦ αὐτά, ὕστερα ἀπὸ Πανορθόδοξη ἀπόφαση, τὰ χειρίζεται μεικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν».
Δηλαδή, Μακαριώτατε καὶ Πανιερώτατοι, ἐμπιστεύεστε τὸν συμπρόεδρο καὶ τὸ μέλος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, τοὺς Μητροπολίτες δηλ. Περγάμου καὶ Μεσσηνίας, νὰ συνομιλήσουν γιὰ θέματα Πίστεως; Δὲν πληροφορηθήκατε ὅτι αὐτοὶ ἔχουν εἰσαγάγει τὴν αἵρεση τῆς Βαπτισματικῆς θεολογίας, ἔχουν λυσάξει νὰ περάσουν μὲ τρόπο τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καὶ δὲν πιστεύουν στὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ποὺ λέγει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ; Ἐσεῖς, γιατὶ ἀπαγορεύσατε στὸν ἑαυτό σας νὰ ὁμιλήσει περὶ Πίστεως στὸν Πάπα; Δὲν ἔχετε ὑποχρέωση νὰ καλεῖτε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ ἀγάπη, νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς ἔφυγαν;
Ἀλλά, αὐτὰ εἶναι τὰ ἁπτὰ ἀποτελέσματα τῆς διαβρώσεως ποὺ ἐπιφέρει ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φανερὰ καὶ ὀδυνηρά. Ὅσοι Ποιμένες «ἔχουν ὦτα τοῦ ἀκούειν, ἀκουέτωσαν». Ὅσοι ἔχουν νεῦρα νὰ ἀντιδράσουν, ἂς ἀντιδράσουν. Ὑπάρχει ἀκόμα χρόνος γιὰ κάποια ὁμολογιακὴ διαμαρτυρία.
Γιατί, ἀλήθεια! Πῶς νὰ δικαιολογήσει κανείς, μετὰ τὰ ὅσα ἔγιναν στὴν Ἀθήνα τὸ 2001, τὴ σημερινὴ στάση στὴν ἐπικείμενη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο; Ἂν τότε, οἱ ἐν Ἀθήναις πράκτορες τοῦ Πάπα εἶχαν καταφέρει νὰ θολώσουν τὰ νερά, ἐπειδὴ στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπῆρχε σαφὴς εἰκόνα γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πάπα, τώρα τὰ πράγματα ἔχουν ξεκαθαρίσει. Ὅλα εἶναι διαφανῆ, γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα. Καὶ ἂν τότε ἐπροβάλλετο τὸ ἀφελὲς ἐπιχείρημα ὅτι ὁ Πάπας θὰ μείνει στὴν Ἀθήνα ἕνα εἰκοσιτετράωρο, τώρα στὴν Κύπρο θὰ παραμείνει διπλάσιο χρόνο. Καὶ ἐπὶ πλέον ἡ Κύπρος θὰ ἀποτελέσει τόπο συναντήσεως τῶν Παπικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, ὡς νὰ εἶναι ἕνα προτεκτορᾶτο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ὁρμητήριο τοῦ Πάπα γιὰ τὴ μέση Ἀνατολή. Καὶ ἡ συνάντηση θὰ ἔχει τὴν «εὐλογία» τοῦ Μακαριώτατου καὶ τοῦ Μητροπολίτη Πάφου τουλάχιστον.
Ἔτσι, οἱ τηλεθεατὲς ὅλου τοῦ κόσμου θὰ δοῦν τὴν Κύπρο τῶν ὁσιομαρτύρων ποὺ βασανίστηκαν ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς μὲ ἐντολὴ τοῦ Λατίνου ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου, θὰ δοῦν ἐκεῖ νὰ συνεδριάζουν ὑπὸ τὸν Πάπα οἱ Παπικοὶ Ἐπίσκοποι. Κι ἀνάμεσά τους, ἢ καλύτερα πίσω τους, πίσω ἀπὸ τὰ ποικιλόχρωμα ἄμφια τῶν Λατίνων, θὰ δοῦμε νὰ παίζουν τὸν ρόλο τῶν κομπάρσων, μέσα στὸ διακοσμητικὸ μαῦρο φόντο τους ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ὁ Πάφου Γεώργιος καὶ ὅποιος ἄλλος, μεταφέροντας στὴν ὑφήλιο τὸ εὔγλωττο μήνυμα, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στηρίζει τὴν παραπαίουσα παποσύνη, τὸν Πάπα τοῦ Πρωτείου καὶ τοῦ Ἀλαθήτου, τὸν Πάπα ποὺ ἐπὶ δεκαετίες συγκαλύπτει τοὺς παιδεραστές. Ἡ Οἰκουμένη θὰ προσλαμβάνει τὸ μήνυμα τῆς συναδέλφωσης Παπικῶν καὶ Ὀρθοδόξων· θὰ δοθεῖ τὸ μήνυμα πὼς ξεπεράστηκαν οἱ ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος, πὼς ἡ «ἀγάπη» τῶν συγχρόνων Κυπρίων Ἱεραρχῶν, προόδευσε ἐν σχέσει μὲ ἐκείνη τῶν προηγουμένων χριστιανικῶν αἰώνων καὶ ἀποδεικνύεται ὑπερτέρα τῶν προφητῶν, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μπροστὰ στὸν γεμᾶτο «ἀγάπη» Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, ὅλοι οἱ Ἅγιοι θὰ φαντάζουν φανατικοὶ καὶ φονταμενταλιστές. Βλέπετε ὁ Χριστὸς δὲν τόλμησε νὰ φωτογραφηθεῖ, μετὰ ποιμαντικῆς ράβδου καὶ εὔχαρις δίπλα στὸν Πιλάτο καὶ δίπλα στοὺς Ἀρχιερεῖς Ἄννα καὶ Καϊάφα, παρὰ μόνο δεδεμένος τὰς χεῖρας, ἀκανθοφορῶν καὶ φέρων τὴν αἱμάτινη δόξα τοῦ στεφάνου καὶ τῆς μαστιγώσεως.
Γιὰ τὸν θεάνθρωπο Κύριο, τοὺς Ἁγίους: Παῦλο, Πολύκαρπο, Ἀθανάσιο, Μάξιμο, Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, τοὺς 13 ὁσιομάρτυρες τῆς Καντάρας καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ὁ κάθε αἱρεσιάρχης ὀνομάζετο «πρωτότοκος τοῦ σατανᾶ» ἢ ἐχθρὸς ἐπικίνδυνος τῆς πίστεως καὶ τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν· γιὰ τοὺς Κυπρίους Ἱεράρχες, οἱ αἱρετικοὶ ἀναγνωρίζονται εἰκονικὰ ὡς Ἐπίσκοποι, εἶναι «ἁγιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ» καὶ ἄξιοι τιμῶν καὶ ὑποδοχῆς καὶ ἀστυνομικῆς προστασίας. Ἐμεῖς, ὅμως, καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων, δεχόμαστε τὶς περιποιήσεις τῆς ἀστυνομίας, κατὰ διαταγὴ τοῦ προστάτη τοῦ Πάπα Ἀρχιεπισκόπου, γιὰ τὸ καλό μας, βέβαια, γιατὶ ποιός ξέρει, ἴσως ἔτσι συχωρεθοῦν κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ μας ἁμαρτήματα.
Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο τὸ μήνυμα ποὺ θὰ ἐκπέμψει σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἡ συνύπαρξη καὶ ὁ συναγελασμὸς αἱρετικῶν καὶ ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, μήνυμα καταλυτικὸ τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐνισχυτικὸ τῆς αἱρετικῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας. Αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει ἀφετηρία ἐντονότερης ἐπιθετικῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θὰ κάνει εὐκολότερη τὴν διείσδυση τῶν Παπικῶν καὶ οἰκουμενιστικῶν ἰδεῶν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὰ ἕως τώρα σχέδια τοῦ Βατικανοῦ ἐφαρμόζονται μὲ κάποιες καθυστερήσεις, ἀλλὰ ἐφαρμόζονται. Πρῶτα σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο, μετὰ διὰ τῶν Διαλόγων, τῶν συμπροσευχῶν κυρίως Πατριαρχῶν καὶ Ἐπισκόπων, τῆς ἐπιστροφῆς ἀνεξιχνίαστης ταυτότητας λειψάνων καὶ τόσων ἄλλων μεθοδεύσεων τῆς Ρώμης. Τὰ τελευταῖα χρόνια δέ, ἡ πανέξυπνα στημένη ἐπιθετικὴ πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ, ἐπιτυγχάνεται διὰ τῶν Παπικῶν ἐπισκέψεων σὲ ὀρθόδοξες χῶρες καὶ τὴ θερμὴ ὑποδοχή τους ἀπὸ τοὺς Ἀρχιεπισκόπους, ὅπως τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀκολουθήσαντα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα καὶ στὶς ἄλλες βαλκανικὲς χῶρες.
Πόσο δίκιο, λοιπόν, εἶχε ὁ π. Θ. Ζήσης, ὅταν ἔλεγε: «Σὲ θέματα πίστεως καὶ ὀρθοδόξου παραδόσεως ἀκολουθοῦμε ὄχι τοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ τοὺς Ἁγίους… Θὰ θέλαμε πολὺ καὶ θὰ ἦταν καλὸ νὰ ὑπακούουμε στοὺς ἐπισκόπους καὶ νὰ τοὺς ἀφήνουμε νὰ οἰκονομοῦν τὰ τῆς σωτηρίας μας. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους… προέκυψαν οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας, [δηλ.] οἱ αἱρετικοί, εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένο… ἀπὸ τοὺς καρποὺς νὰ κρίνουμε ἂν πρέπει νὰ προστρέχουμε στοὺς ἐπισκόπους ἢ νὰ χωριζόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνίερους7, ὅταν τέμνουν διαφορετικοὺς δρόμους ἀπὸ αὐτοὺς τῶν Ἁγίων… Θὰ ἐσκέπτοντο ποτὲ οἱ Ἀπόστολοι νὰ τιμήσουν τὸν Ἰούδα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοὺς αἱρετικούς;… Δὲν δόθηκε ἐξουσία στοὺς ἐπισκόπους καὶ σὲ κανέναν ἄλλον, νὰ διδάξουν ἢ νὰ πράξουν διαφορετικὰ ἀπ’ ὅσα ἐκεῖνοι» ἔπραξαν.
Κάθε τι ἄλλο ἀποτελεῖ ἐκκοσμίκευση. Κι αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση ἐπιβάλλεται προοδευτικὰ ἐκ τῶν ἄνω, ἐπιχειρεῖ (συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος) «νὰ ὑποκαταστήσει τὴ συνοδικότητα καὶ τὸ διάλογο μὲ τὴν ἀξίωση ὑπακοῆς σὲ δῆθεν ἀλάθητες ἀποφάσεις συλλογικῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων», ἐκμεταλλευόμενη τὴν αὐτονόητη ὑποχρέωση ὑπακοῆς τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς Ποιμένες τους. Ἡ ὑπακοή, ὅμως, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη. Προϋποθέτει ὅτι καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ «κάνουν ὑπακοὴ στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας»8.
Παραθέτω ἕνα ἀκόμα κείμενο τοῦ π. Θεοδώρου, ποὺ κι αὐτὸ ἐγράφη γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Παύλου στὴν Ἀθήνα, ὅμως, εἶναι σὰν νὰ ἐγράφη γιὰ τὴν τωρινὴ ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα Βενέδικτου καὶ γιὰ τὴ στάση τῶν Κυπρίων Ἱεραρχῶν. Γράφει: Ἐνῶ οἱ Ἐπίσκοποι ὀλιγωροῦν, «τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ συζήτησε καὶ συζητᾶ καὶ θὰ ἐξακολουθήσει νὰ συζητᾶ γιὰ τὸν Παπισμό, ἀποδεικνύεται ἄξιο τῶν Πατέρων... Βλέπει τοὺς φύλακες νὰ νυστάζουν, τοὺς ποιμένες νὰ ἀδιαφοροῦν μπροστὰ στοὺς λύκους, νὰ μετακινοῦνται καὶ νὰ καταστρέφονται τὰ ὅρια, “ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν”. Ἦταν μεγάλη, μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν Ἱεραρχία νὰ συμφωνήσει μὲ αὐτὴν τὴν διαχρονικὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὴν ἐκφράσει. Ἀποδείχτηκε κατώτερη τῶν περιστάσεων… Ἔπραξε ὄχι τὰ θεάρεστα, ἀλλὰ τὰ εὐάρεστα… Ἤδη ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ» προχωρεῖ σὲ ἐκφοβισμούς9. Ὁποιαδήποτε ὁμοιότητα μὲ τὰ ἐν Κύπρῳ συμβαίνοντα, φαίνεται πὼς εἶναι τυχαία.
Θὰ ἀναφέρω δυὸ ἀκόμα παραδείγματα τῆς πρόσφατης ἱστορίας, γιὰ νὰ φανεῖ εὐκρινέστερα, α) ὅτι τὸ Βατικανὸ καὶ ὁ Πάπας δὲν διαπνέοντα ἀπὸ φιλάδελφα αἰσθήματα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὅ,τι κάνουν, στόχο ἔχει τὰ δικά τους συμφέροντα καὶ β) ὅτι ἡ διείσδυση τοῦ Παπισμοῦ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες ἐν πολλοῖς ὀφείλεται στὸν οἰκουμενισμὸ καὶ τοὺς ὀρθοδόξου προελεύσεως οἰκουμενιστὲς ἡγέτες, τὴν ζωντανὴ αὐτὴ κερκόπορτα στὰ σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκλησίας.
Πάντα τὸ Βατικανὸ ὑπέβλεπε τὰ ὀρθόδοξα κράτη, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Τὸ 1956 ποὺ καὶ πάλι τὸ Κυπριακὸ ζήτημα ἀπασχολοῦσε τὴν ἑλληνικὴ καὶ κυπριακὴ πλευρά, ἡ Βατικάνεια διπλωματία ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑλοποιήσει ἕνα μέρος τῶν σχεδίων της γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκμεταλλευόμενη τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου.
Ὡς γνωστόν, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, δὲν δεχόταν οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ οὔτε ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ συνάψει διπλωματικὲς σχέσεις μὲ τὸ Βατικανὸ σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο, παρὰ τὸ ἔντονο παρασκήνιο καὶ τὶς πιέσεις τοῦ Πάπα. Μὲ τὴν κρίση ὅμως στὸ Κυπριακό, οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες τοῦ Πάπα, ὑπόσχοντο τὴν βοήθεια τοῦ Βατικανοῦ στὸ Κυπριακό, μὲ τὴν ἐκβιαστικὴ προϋπόθεση, ὅτι καὶ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση θὰ ἀπεδέχετο σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων μὲ τὸ κρατίδιο τοῦ Βατικανοῦ. Ὁ ἁρμόδιος ὑπουργὸς ἐπισκέφθηκε τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Δωρόθεο καὶ τοῦ ἐζήτησε, ὄχι νὰ συμφωνήσει, ἀλλ΄ ἁπλῶς νὰ μὴν ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴ σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων.
Καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, δὲν ἐδείχθη «ψοφίμι», ἀλλ’ ἀπάντησε ὡς ὀρθόδοξος Ἱεράρχης· πρόβαλε βέτο, ὄχι σὲ τυχὸν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα –πρᾶγμα ἀδιανόητο γιὰ τότε–, ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο στὴν σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων τῆς πολιτείας μὲ τὸ Βατικανό. Βλέπετε, ὅταν ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι ἄξιοι τοῦ λειτουργήματός τους, τοὺς σέβεται ὁ λαὸς καὶ ἡ πολιτεία, καὶ οἱ ὀρθόδοξες ρίζες διατηροῦνται. Ἔτσι, μετὰ τὴ γενναία αὐτὴ στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἡ πολιτεία «ἐπεδείξατο τὴν ὀφειλομένην κατανόησιν καὶ υἱοθέτησεν τὴν σύμφωνον πρὸς τὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ἐθνικὰς ἡμῶν παραδόσεις εἰσήγησιν καὶ ἀπορριπτικὴν στάσιν τῆς Ἐκκλησίας»10. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲ δήλωσε, πὼς «δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ ὑπάρξῃ Ἀρχιερεὺς ἢ ἄλλος τις κληρικός, ὅστις θὰ ἀπεδέχετο μίαν τοιαύτην πρᾶξιν, ἀντιβαίνουσαν εἰς τὰ δόγματα, τὴν ἱστορίαν, τὴν πρᾶξιν καὶ παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ συνεκάλεσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σύνοδον, ἡ ὁποία «ἀπεφάσισε ὅπως ἐμμείνῃ εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους Παραδόσεων, ἀποκρούουσα πᾶσαν σύναψιν οἱασδήποτε μορφῆς διπλωματικῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μετὰ τοῦ Βατικανοῦ»11.
Νά, ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μιμηθοῦν οἱ Κύπριοι Ἱεράρχες. Τότε, ἀρνοῦνταν ἀκόμα καὶ τὴ σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων τῆς πολιτείας μὲ τὸ Βατικανό. Τώρα, δέχονται –παρὰ πάντας τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνες– ὄχι μόνο τὴν σὲ διακρατικὸ ἐπίπεδο ἐπικοινωνία Βατικανοῦ καὶ Ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, ἀλλὰ καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις καὶ ὀνομάζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «Ἁγιώτατο Ἐπίσκοπο Ρώμης» τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα.
Τὸ παραπάνω παράδειγμα, ὅμως, δείχνει καὶ τὴν πάγια ἐκβιαστικὴ καὶ δόλια πολιτικὴ τοῦ Βατικανοῦ, γιὰ τὴν ὑποδούλωση τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας. Ἄρα τὸ Βατικανὸ ἐνεργεῖ, ὄχι ὡς Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης, ἀλλ΄ ὡς Κράτος ποὺ ἐξυπηρετεῖ μόνο τὰ συμφέροντά του. Χρησιμοποιεῖ ὡς πρόσχημα τὸ θρησκευτικό-ἐκκλησιαστικὸ μανδύα, γιὰ νὰ προωθείσει καὶ ἐπιτύχει τὰ μακροπρόθεσμα κατακτητικά του σχέδια. Καὶ ὅπως ὁ π. Γεώργιος Καψάνης ἔχει γράψει, σχεδιάζει μὲ προοπτικὴ 100 καὶ 200 ἐτῶν καὶ ὑπομονετικά, μὲ τὴν προπαγάνδα, μὲ πολιτικὲς καὶ διπλωματικὲς ἐνέργειες καὶ ἑλιγμοὺς προσπαθεῖ νὰ ἐπιτύχει τῶν σκοπῶν του.
Τὸ ὀρθόδοξο δὲ αὐτὸ φρόνημα τῶν Ἑλλήνων, φαίνεται καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ὅμως, αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀλλοιώθηκε μὲ τὶς ἄοκνες προσπάθειες τῶν Πατριαρχῶν Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι Οἰκουμενιστὲς καὶ ἄρα αἱρετικοί, ἀφοῦ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση, ὅπως ἔχει διδάξει καὶ ὁ νεοκαταταγὴς στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων Γέρων Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Δι΄ αὐτῶν, λοιπόν, τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων τους, καταφέρνουν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες διὰ τῆς σατανοκίνητου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἀλλοιώσουν τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἔχοντες ὡς συμμάχους ψευδεπισκόπους καὶ ψευδοπατριάρχες.
Ἄλλο ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα εἶναι ἡ ἔντονη διαμαρτυρία τοῦ Φώτη Κόντογλου τὸ 1963. Καὶ ὁ Κόντογλου διαμαρτυρήθηκε, ὄχι γιατὶ ἔγινε κάποια συζήτηση, τότε, νὰ ἔρθει ὁ Πάπας στὴν Ἑλλάδα ἢ στὴν Κύπρο, ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο, «γιατὶ στὸ ἐπίσημο ἔντυπο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου …δημοσιεύτηκε φωτογραφία τοῦ Πάπα». Καὶ σημειώνει, πάλι ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, τότε, «οὔτε φωτογραφία τοῦ ποντίφηκος σὲ ὀρθόδοξα ἔντυπα δικαιολογοῦσαν. Τώρα μὲ ἀστεῖες καὶ ἀστήριχτες δικαιολογίες, προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, δικαιολογοῦμε τοὺς ἐναγκαλισμούς, τὶς ὑποδοχές, τὶς συμπροσευχές, τὰ συλλείτουργα. Τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας προχωρεῖ μὲ ταχύτατους ρυθμούς»12.
Θὰ ἀρκοῦσαν αὐτὰ γιὰ νὰ καταδείξουν πῶς ἔχει τὸ ὅλο θέμα. Πρέπει, ὅμως, νὰ παρουσιάσουμε ἐν ὀλίγοις τὴν ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ ἐπιλεγμένα κείμενα Ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κάποιος, ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις καὶ οἱ γνῶμες συγχρόνων θεολόγων καὶ Πατέρων, εἶναι μὲν σεβαστές, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ ἀντιμετωπίζουν διαφορετικὰ τὸ θέμα.
Ἀσφαλῶς, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀκολουθήσει ὅποια γνώμη αὐτὸς ὡς ἐλευθέρα προσωπικότητα κρίνει ὅτι εἶναι ἡ πιὸ σωστή. Γιὰ ἐκεῖνον, ὅμως, ποὺ ἀποδέχεται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐντάσσεται στὴν Ἐκκλησία Του συνειδητά, προκύπτει μιὰ ὑποχρέωση. Νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀκολουθεῖ κατὰ πάντα τὸν Χριστὸ καὶ τὶς Ἐντολές Του.
Κι ἂν τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση, πόσο περισσότερο ἔχουν ὑποχρέωση νὰ τηροῦν τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ κυρίως οἱ Ἐπίσκοποι, ποὺ ἔδωσαν φρικτοὺς ὅρκους, ὄχι μόνο νὰ τηροῦν οἱ ἴδιοι τὰ παραδεδομένα, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζουν γιὰ τὴν τήρηση τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπὸ τὸ ἐμπεπιστευμένο σὲ αὐτοὺς ποίμνιο. Ἂν δὲν τοὺς ἀρέσει, ἕνας εἶναι ὁ ἔντιμος δρόμος, δρόμος ἐλευθερίας: ἡ παραίτηση. Γιὰ νὰ δοῦμε, λοιπόν, τί λέγει ἡ Ἐκκλησία καὶ τί κάνουν αὐτοί.
Ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης προτρέπει νὰ μὴ λέμε οὔτε «χαίρετε», ἐν ἐκκλησιαστικῇ ἐννοίᾳ, στοὺς αἱρετικούς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει νὰ παραιτούμεθα καὶ νὰ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὄχι μετὰ ἀπὸ ἄπειρες παραινέσεις, ἀλλὰ «μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν», (δηλαδὴ μετὰ κάποιο εὔλογο, ἀλλὰ βραχὺ χρονικὸ διάστημα). Γιατὶ γνώριζε ὁ Ἀπόστολος, ὅτι οἱ ἀνθιστάμενοι στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν εἰλικρινῆ διάθεση, ἀλλὰ ὑποκρίνονται, ἔχουν διεστραμμένη διάθεση. Τοῦτο φαίνεται στὸ συνέχεια τοῦ χωρίου: «αἱρετικόν…παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος»13.
Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνονται στὸ βιβλίο «Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων». Διαβάζουμε: «Εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ' οἶκον συμπροσευχέσθω· “Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;”»14.
Τὴν ἴδια Παράδοση ἔλαβε καὶ παρέδωσε, κατ’ ἐξοχὴν βέβαια στοὺς Ἐπισκόπους, καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος· γράφει: Γιὰ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι βέβαια δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὡς ἀμετανόητους νὰ τοὺς ἐγκαταλείπουμε»15.
Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ ἀναλυτικότερα τὸ θέμα: μὲ τὴν αἵρεση, λέγει, βλασφημεῖται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καταδικάζει τὴν αἵρεση καὶ μᾶς δίδαξε νὰ μὴ ἔχουμε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ ἀφοῦ –ἐρωτᾶ– ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς κατακρίνει τὴν αἵρεση, ποιός ἄνθρωπος θὰ τολμήσει νὰ τὴν ἀναγνωρίσει ἀποδεχόμενος τοὺς αἱρετικούς; Ἄρα λοιπόν, δὲν εἶναι «χριστομάχος» ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ὡσὰν νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ οἰκείους τῆς πίστεως;16.
Ἂς τὸ μάθουν αὐτοὶ ποὺ κάλεσαν καὶ θὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Πάπα: ὁ Ἅγιος ἀποκαλεῖ χριστομάχο, ὅποιον ἐπικοινωνεῖ μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, τῶν ὁποίων ἡ δολιότητα, ὡς χαρακτηριστικὸ τῶν αἱρετικῶν ὅλων τῶν αἰώνων, «ξεχειλίζει ἀπὸ τὰ μπατζάκια» τους καὶ δὲν κρύβεται μὲ τίποτα. Μόνο οἱ προσκαλέσαντες τὸν Πάπα καὶ οἱ σιωπῶντες δὲν τὸ βλέπουν αὐτὸ καὶ τὰ ἐκπαιδευόμενα ἀπὸ αὐτοὺς σὲ ἀντίχριστη ὑπακοή, ὥστε νὰ μὴ ἀντιδράσουν, πνευματικά τους τέκνα.
Καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διδάσκει ὅτι ἀπαγορεύεται αὐστηρὰ ἡ ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς· ἀπαγορεύεται ἀκόμα καὶ να συντρώγομαι μαζί τους. Καὶ γιὰ ὅποιον παραβαίνει αὐτὲς τὶς Διαταγὲς τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἅγιοι ἔχουν προβλέψει μεγάλες τιμωρίες17.
Καὶ ἂν κάποιος (συνεχίζει) τολμήσει νὰ πράξει διαφορετικὰ καὶ μᾶς πεῖ ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ μιλᾶμε καὶ νὰ ὑποδεχόμαστε τοὺς αἱρετικούς, μὴν τὸν ἀκούσετε, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος, ἢ Πατριάρχης, ἢ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἢ καὶ ἂν ἔρθει Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιατὶ μὲ αὐτὲς τὶς μικρές, ὅπως φαίνονται παραβάσεις, ἀνατρέπεται ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο18, καταλήγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιο, ἐπίσης, σὲ ἄλλο κείμενό του, χαρακτηρίζει τοὺς αἱρετικοὺς πανούργους καὶ εὐέλικτους στὶς πανουργίες, τῶν ὁποίων οἱ πράξεις εἶναι πλήρεις ἀπὸ φόνου καὶ ἀσεβείας. Καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ ποιά εἶναι ἡ στρατηγικὴ τῶν αἱρετικῶν; τακτική τους εἶναι, λέγει, νὰ ἐξαπατοῦν ὅσους μπορέσουν, ὑποσχόμενοι βοήθεια καὶ προστασία καὶ δίνοντας χρήματα. Καὶ γεμᾶτος ἀγανάκτηση καὶ ἀηδία ἀναφωνεῖ: Ὦ καινούργια αἵρεση, ποὺ ἔχεις ντυθεῖ διαβολικὴ ἀσέβεια, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ διάβολο!19
Βλέπεται πόσο «φανατικοὶ» φαντάζουν οἱ Ἅγιοί μας, μπροστὰ στοὺς σύγχρονους Ἐπισκόπους τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀγάπης, ποὺ βάλθηκαν νὰ διαλύσουν ἐκ βάθρων τὴν Ὀρθοδοξία;
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γράφει, πὼς οὐδέποτε πρέπει νὰ γίνει φίλος μὲ τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ «συμφάγῃς» καὶ νὰ πιεῖς μαζί τους· …πάντα γὰρ ὅσα εἰσὶν [αὐτοῖς], ἀκάθαρτα εἰσίν», ἀφοῦ ἔχει μολυνθεῖ «αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ». Μὴ συνάπτεις φιλίες μὲ αἱρετικούς, «ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι»20.
Καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἴδιος Ἅγιος τονίζει, πὼς ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων21.
Μὲ αὐτὴ τὴν γλῶσσα μιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Γλῶσσα πολλὲς φορὲς σκληρή. Γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ αἵρεση ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν σωτηρία, ποὺ εἶναι ὁ Θεός καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ προτιμᾶ ὁ πιστὸς νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ παρὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση, ὅμως, καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ αἱρετικοῦ, γίνεται πάλι ἀπὸ ἀγάπη, μήπως ὁ αἱρετικὸς ἐγερθεῖ ἐκ τῆς νεκρότητος τῆς αἱρέσεως καὶ περιπατήσει τὴν ὁδὸ τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἔτσι σωθεῖ.
Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀθεολόγητο τὸ ἐπιχείρημα ὅσων ἰσχυρίζονται ὅτι, αὐτοὶ ποὺ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ὑποδέχονται τὸν Πάπα τὸ κάνουν ἀπὸ ἀγάπη. Γιατὶ θεολογικὰ ὑπάρχει «ἀδιάρρηκτη ἕνωση μεταξὺ ἀγάπης καὶ ἀληθείας, μεταξὺ ἀγάπης καὶ δόγματος. Καὶ ἀναπόφευκτα ἡ νόθευση τοῦ δόγματος συνεπάγεται καὶ τὴν παραχάραξη τῆς ἀγάπης. Τὸ αἱρετικὸ δόγμα προσφέρει ὅ,τι διαθέτει: προσχηματικὴ ἀγάπη» καὶ κάλπικη ἀγάπη.
Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ μιὰ κάλπικη ἀγάπη, καὶ ἂν διαφθείρουν «τὸ πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί σήμερα ἐκλαμβάνονται ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ὡς ἀθῶες περιστερὲς μὲ κλάδο εἰρήνης στὸ ράμφος τους, ἕτοιμοι τάχα νὰ σπεύσουν πρὸς βοήθεια τῶν ἀναξιοπαθούντων; Γιατί οἱ Οἰκουμενιστὲς ὀνομάζουν «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τοὺς αἱρετικούς συλλόγους τῶν Δυτικῶν; Ἐφεῦραν μήπως κάποιο τρόπο νὰ μὴ μᾶς μολύνουν; Ἢ ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνο δὲν ἐλέγχονται οἱ αἱρέσεις τους, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐπαινοῦνται στὰ συνέδρια καὶ τὶς ἄλλες διαχριστιανικὲς συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν, καὶ τιμοῦνται μὲ λαμπρότητα σὲ ὅποια ὀρθόδοξη χώρα ἐπισκέπτονται, μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερο καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν μολυσμὸ στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς; Μήπως ἐπίσης αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία;
Ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, εἶναι γνωστὸ ὅτι στὴ σειρὰ τῶν αἱρετικῶν, μετὰ τὸν Ἄρειο, τοποθετεῖ τὸν Πάπα, ὡς ἐκφράζοντα τὴ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων. Στὴν ἴδια θέση τὸν τοποθετοῦν καὶ ἄλλοι Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας μας22. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ὅσα παραπάνω περὶ δολιότητος ἀποδίδει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος (καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι) γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Ἀρείου, ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, κατ’ ἐξοχὴν δὲ γιὰ τὸν Πάπα καὶ τὸν Παπισμό.
Καὶ δυστυχῶς ἡ ἱστορία τοῦ Παπισμοῦ ἀπέδειξε ὀδυνηρὰ καὶ ἐπιβεβαίωσε αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Κάθε πληροφορημένος χριστιανὸς γνωρίζει πὼς καὶ ὁ Παπισμὸς ὡς θρησκεία καὶ τὸ Βατικανὸ ὡς κρατικὴ ὑπόσταση ἐργάζονται μὲ δολιότητα καὶ διπλωματία καὶ ἐγκληματικὴ νοοτροπία, καὶ δὲν ἔχουν δώσει δείγματα εἰλικρινείας καὶ καλῆς διαθέσεως, ἀλλ’ ἀντίθετα πολιτεύονται μὲ πονηροὺς ὑπολογισμοὺς καὶ σκοπιμότητες. Κάθε τόσο τορπιλίζει ἡ Ρώμη τὸν πολυδιαφημισμένο Διάλογο ἰσότητας τῶν “Ἐκκλησιῶν” μὲ τὶς ὑπαναχωρήσεις καὶ τὴν παραβίαση τῶν συμφωνηθέντων. Οἱ διαπιστώσεις τῶν Πατέρων καὶ οἱ πνευματικοὶ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας ἰσχύουν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ αἵρεση νὰ προσφέρει κανένα καλό.
Ἂν ἐμεῖς, ποὺ ἀντλοῦμε καθημερινῶς χάρη ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, πολλὲς φορὲς σερνόμαστε πνευματικὰ καὶ ἐκλιπαροῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ πάθη μας, πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ συνειδητὰ ἐμπαίζοντες τὸν Θεὸν διὰ τῆς αἱρέσεως νὰ ἀποφύγουν τὴν ἔκπτωση σὲ πάθη καὶ θηριωδίες, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ προσπαθοῦν διὰ δολίων τρόπων, ὡς ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν μελλῶν τῆς Ἐκκλησίας Του, νὰ ἐξαφανίσουν ἢ νὰ ὑποτάξουν τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς;
Πέραν ὅμως τῶν Πατέρων καὶ οἱ σύγχρονοι πνευματικοὶ πατέρες τὴν ἴδια πεποίθηση ἔχουν. Ὁ π. Γεώργιος Καψάνης π.χ., ὅταν ὁ Πάπας ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἔγραψε: «Ἐπιτρέπεται νὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Πάπα γίνεται χωρὶς δόλο καὶ χωρὶς ἀπώτερους κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας; Ὀρθῶς παρετηρήθη ὅτι ἡ παπικὴ διπλωματία κάνει κάποια ἐνέργεια σήμερα, γιὰ νὰ ἀποδώση καρποὺς μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ καὶ διακόσια χρόνια... Νομίζουμε ὅτι καὶ ὁ διάλογος ἀγάπης …ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν διείσδυση τοῦ πάπα στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες καὶ τὴν προβολή του ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μάλιστα τῶν πολιτικῶν ὡς παγχριστιανικοῦ καὶ πανθρησκειακοῦ ἡγέτου. Ὡς ἐκ τούτου, (καταλήγει ὁ π. Γεώργιος) θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ μὴ συσχετισθῆ ἡ ἔλευσις τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα [καὶ σήμερα στὴν Κύπρο] μὲ τὶς ἱστορικὰ βεβαιωμένες ἐπιδιώξεις τοῦ Βατικανοῦ στὴν Ἀνατολή23.
Καὶ ἕνα τελευταῖο κείμενο ποὺ ἔγραψε τὸ 1980 ὁ Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης: «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ…εἰς μυστικὰ διαβούλια, ὧν ἐγκέφαλος ὁ πάπας. Τὸ σχέδιον πρὸς πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ ἐξελίσσεται κατὰ φύσεις καὶ στάδια ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ὁ ὁποίος ἔκπληκτος μίαν πρωΐαν θὰ ἀκούση ὅτι ἡ ἕνωσις ἐπετεύχθη! Προοίμιον δὲ αὐτῆς εἶναι αἱ κοιναὶ προσευχαὶ Ὀρθοδόξων μετὰ δυτικῶν, τὰς ὁποίας κατὰ περίεργον τρόπον θέλουν τινὲς νὰ δικαιολογήσουν. Δὲν εἶναι ὑπερβολή, ἐὰν εἴπωμεν ὅτι εὑρισκόμεθα εἰς τὸ κύκλωμα φοβερῶν ἡμερῶν διὰ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Συντελεῖται εἰς βάθος καὶ ἔκταση προδοσία, τὴν ὁποία δὲν δυνάμεθα νὰ φαντασθῶμεν!»24.
Μετὰ ἀπ’ αὐτά, ποιός ὀρθόδοξος θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἀδιάφορος, ἀδρανὴς καὶ σιωπηλός, ἀρνούμενος νὰ συμμετάσχει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ κατατρώγει τὰ σωθικὰ τῆς Ὀρθοδοξίας; Πῶς μποροῦν οἱ Ποιμένες νὰ ἔχουν ἥσυχο τὸ λογισμό τους, ὅταν παρακινοῦν τοὺς πιστοὺς νὰ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν πνευματική τους καλλιέργεια καὶ νὰ ἀφήνουν τὰ θέματα τῆς πίστεως σὲ ἄλλους; Καὶ σὲ ποιούς ἄλλους; Σὲ αὐτοὺς ποὺ ξεπουλοῦν τὰ τῆς πίστεως; Πῶς θὰ ἀνεχθοῦμε, λοιπόν, ὡς διαχειριστὲς τῆς Πίστεως, ἀνθρώπους ποὺ τὴν προδίδουν ἢ Ἐπισκόπους ποὺ τὴν ἀφήνουν ἀπροστάτευτη; Ὅσοι Ἐπίσκοποι–Πατέρες δὲν εἶναι “τοῦ αὐτοῦ πνεύματος” μὲ τοὺς Ἁγίους, πόσο «Πατέρες» εἶναι;
Σχετικὰ μὲ αὐτὴν τὴν φυγομαχία ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς πίστεως ὑπάρχει ἕνα συγκλονιστικὸ κείμενο τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ποὺ στρέφεται κατὰ Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ὅμως, εὐνοοῦσε στοὺς αἱρετικούς. Καὶ μεταξὺ ἄλλων, λέγει ὁ Ἅγιος Κύριλλος στὸν Ἐπίσκοπο: τώρα σὲ καιρὸ πολέμου κατὰ τῆς αἱρέσεως, καὶ ἐνῶ μᾶς βλέπεις σκονισμένους καὶ «καταστάζοντας τὸν ἐκ τῆς μάχης ἱδρῶτα», ἐσὺ ποὺ ὄφειλες νὰ συστρατευθεῖς μαζί μας καὶ νὰ μᾶς ἐνισχύεις κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἐνεργεῖς ἐναντίον ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν κάνουμε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ὑπερασπιζόμεθα τὰ δόγματα τῆς ἀληθείας; ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀντὶ νὰ θέλεις νὰ νικήσουν οἱ ὀρθόδοξοι, ἐνδιαφέρεσαι καὶ φροντίζεις περισσότερο γιὰ τὸν ἐχθρὸ (ὡς ὁ Πάπας καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς σήμερα) καὶ λυπᾶσαι μὲ τὴ σκέψη μήπως προσβληθεῖ ὁ αἱρετικός; Ἔπρεπε νὰ χαίρεσαι μαζί μας καὶ μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ νὰ λὲς δυνατὰ καὶ σύ: “Κύριε, αὐτοὺς ποὺ σὲ μισοῦν, τοὺς ἐμίσησα καὶ ἐγώ, καὶ ἔλιωνε ἡ καρδιά μου καθὼς ἔβλεπα τοὺς ἐχθρούς σου”25.
Κι ἀφοῦ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ἔρχεται αὐτονόητο τὸ ἐρώτημα: Θὰ ἀφήσουμε ἀνενόχλητο καὶ ἐλεύθερο κάθε Ἀρχιεπίσκοπο νὰ ἀνατρέψει παράδοση δυὸ χιλιάδων χρόνων; Νὰ μᾶς παρουσιάζει τὸν ἐπὶ αἰῶνες ἐπίβουλο καὶ ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας Πάπα, ὡς εἰρηνοποιὸ καὶ ἐγγυητὴ τῶν δικαίων μας; Νὰ τὸν τιμᾶ καὶ νὰ τὸν ὑποδέχεται ὡς εὐεργέτη; Νὰ προστατεύει τὸν Ρωμαῖο ποντίφηκα ἀπὸ τὶς διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν, καὶ ἀντίστοιχα νὰ λοιδωρεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου τοὺς πιστοὺς ποὺ ὀρθῶς διαμαρτύρονται; Δὲν σκέφτεται, ἄραγε, ὅτι ἔτσι ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικὸ Πάπα; Καὶ δὲν θὰ τοῦ καταλογισθεῖ τεράστιο μερίδιο εὐθύνης γιὰ μιὰ τέτοια ἀνατροπὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως;
Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἐπιτρέψουμε νὰ τελεστεῖ αὐτὴ ἡ ἀσχήμια κατὰ τῆς ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε ἐν σιωπῇ αὐτὲς τὶς καινοτομίες ποὺ τολμοῦν οἱ Ἐπίσκοποι, καὶ ἀσφαλῶς δὲν θὰ συγκατατεθοῦμε σὲ αὐτὴ καὶ παρόμοιες ἐνέργειες ἐνάντιες στὴν Ἱερά μας Παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἐφαρμόζοντας τὸ «αἱρετικόν …παραιτοῦ» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀπομακρύνθηκε ἐπὶ χίλια καὶ πλέον χρόνια ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Ρώμης καὶ γι’ αὐτὸ ἐδιώχθη ἀπ’ αὐτοὺς ἀπηνῶς καὶ σκληρῶς. Τώρα, δυστυχῶς, ὁ διωγμὸς πῆρε καὶ ἄλλες, σύγχρονες μορφές. Λειτουργεῖ ὡς ὠμὸς ἐκβιασμὸς σὲ διακρατικὸ ἐπίπεδο, ὡς ἀπειλὴ οἰκονομικῶν κυρώσεων ἢ ἐδαφικῶν ἀκρωτηριασμῶν.
Καὶ θὰ ἐνταθεῖ, ὅταν ἡ προφητεία γιὰ τὸ χάραγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς προειδοποιεῖ ἡ Ἀποκάλυψη, θὰ φτάσει στὴν τελικὴ του μορφή.
Ἂν δὲν ἔχουμε τὸ θάρρος τώρα οἱ πιστοί, νὰ διαμαρτυρηθοῦμε εἰρηνικὰ σὲ μιὰ ἐπίσκεψη, πῶς θὰ ἀντέξουμε τότε, τὰ χειρότερα ποὺ ἔρχονται;
Οἱ Ἅγιοι ποὺ πρὶν λίγο ἀναφέραμε, ὁμολόγησαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μαρτύρησαν, μὲ δήμιους ὄχι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ τοὺς Παπικούς(!) ἐξ αἰτίας τῆς ἐμμονῆς τους στὴν Πίστη, ἐμμονὴ ποὺ δὲν ἄντεχε τὸ Βατικανό.
Ὅ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς στὴν «Ἐγκύκλιον Ἐπιστολὴν» ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας, ὄχι μόνο μετὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τῶν ἑνωτικῶν –τῶν οἰκουμενιστῶν σήμερα: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως», λέγει, «ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμπόρους· οὗτοι γάρ εἰσι, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον, οἱ πορισμὸν ἡγούμενοι τὴν εὐσέβειαν”»26. Ὑπῆρχαν, λοιπόν, τότε Ἐπίσκοποι ποὺ ὁ Ἅγιος ὀνόμαζε «χριστέμπορους». Μήπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα κάποιοι Ἐπίσκοποι ποὺ τοὺς μοιάζουν καὶ τὸ δείχνουν.
Ὡς μόνη ἐλπίδα νὰ διορθωθοῦν τὰ κακὰ στὴν Ἐκκλησία, θεωρεῖ ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τὴν ἐμμονὴ στὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς παρανομοῦντας Ἐπισκόπους, ποὺ εἶχαν πάρει στὰ χέρια τους τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία27.
Οἱ πιστοί, ἐπίσης, τῆς Ἀλεξάνδρειας (τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου) δὲν πήγαιναν στὶς ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦσαν οἱ αἱρετικοὶ ψευδεπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ἔφευγαν μακρυὰ ἀπ’ αὐτούς: «Οἱ γὰρ λαοὶ πάντες εἰδότες τὴν παρανομίαν τῶν αἱρετικῶν οὔτε συνεχώρησαν αὐτοῖς εἰς τὰς ἐκκλησίας εἰσελθεῖν, ἀλλὰ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀνεχώρησαν…». Αὐτὰ τότε. Ἐνῶ τώρα;
Ὑπ’ ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν τρόπο της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ» καὶ νὰ προκληθεῖ μεγάλη σύγχυση, ὥστε πολλοὶ πιστοὶ νὰ ἀποροῦν γιὰ τὸ τί νὰ κάνουν. Ἀκόμα καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, λόγω τῆς συγχύσεως, ἢ ἀπὸ ἀδιαφορία, σκοπιμότητα (μὴ χάσουν την ἡσυχία τους καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά) καὶ τέλος καὶ λόγῳ δειλίας.
Τὸ Βατικανὸ ἐπὶ τόσους αἰῶνες δὲν ἀλλάζει τακτική, ἀλλὰ ἐπιμένει στὶς αἱρέσεις του ἀμετανόητα, περιφρονεῖ τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ ἐπινοεῖ καινούργιες. Καὶ οἱ ἡγέτες μας, ἐπειδὴ δὲν ἀλλάζει τὸ Βατικανό, πείστηκαν ἀπὸ τὴ διπλωματία του καὶ ἀποφάσισαν νὰ ἀλλάξουμε ἐμεῖς τὴν Παράδοσή μας! Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς ζητοῦν νὰ κάνουμε ὑπακοὴ σ’ αὐτοὺς καὶ μᾶς κατηγοροῦν καὶ φοβίζουν, ὅτι ἐὰν ἀντιδράσουμε, μπορεῖ νὰ δημιουργήσουμε σχίσμα.
Ἀπαντᾶ σ’ αὐτὲς τὶς θέσεις ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης:
«Δὲν διχάζουν τὸν λαὸ ὅσοι ἐπισημαίνουν τὸν κίνδυνο». Γιατὶ αὐτοὶ τὸ μόνο ποὺ «ἐπιδιώκουν εἶναι ἡ ἀπομόνωση τοῦ νοσογόνου ἰοῦ τῆς αἱρέσεως, ὥστε νὰ ἐπανέλθουν ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὑγεία. Ὅσοι στρουθοκαμηλίζουν [ὅμως] μπροστὰ στὸν κίνδυνο, αὐτοὶ ἀφήνουν ἄθικτη καὶ ἀνενόχλητη στὸ ἔργο της τὴν αἰτία τοῦ διχασμοῦ, γιὰ νὰ προκαλέσει μεγαλύτερη διαίρεση, καὶ διάλυση τελικῶς τοῦ σώματος. Ἡ ἑνότητα καὶ ἡ ὑγεία ἐπανέρχονται κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, “ὅταν τὸ νενοσηκὸς ἀποτέμνηται”. Ὁ παπικὸς ἰὸς ἔχει προσβάλλει σοβαρὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀρχιερεῖς… χρειάζεται ἄμεση θεραπευτικὴ ἐπέμβαση, γιὰ νὰ παύση ὁ παπικὸς ἰὸς νὰ κατατρώγει τὸ σῶμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, γιὰ νὰ σταματήσει ὁ καλπασμὸς τῆς παπικῆς νόσου»28.
Καταλαβαίνω ὅτι σᾶς κούρασα, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι μεγάλο. Εἶχα πάρα πολλὰ ἐπιλέξει νὰ πῶ· ἀρκέστηκα ὅμως σ’ αὐτὰ τὰ σχετικῶς λίγα. Τελειώνω μὲ δυὸ ἐρωτήσεις:
Ποιοί ἔχουν τὴν εὐθύνην γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἱ. Κανόνων; Πρωτίστως οἱ Ποιμένες καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι, μὲ τὴν συνεργασία ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ29.
Καὶ ὅταν οἱ Ποιμένες, ὅμως, ἀδρανοῦν ἢ προδίδουν τὴν πίστη;
Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐν Κων/πόλει Σύνοδο τοῦ 1895, «ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ὁ λαός».
Νὰ παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, ἡ ἔλευση τοῦ Πάπα στὴν Κύπρο νὰ μὴ ἐπιφέρει τὴν ὀργή Του, ἀλλὰ νὰ δώσει ἄλλη μιὰ εὐκαιρία ἀνανήψεως σὲ κάποιους ἐκκλησιαστικούς μας ἡγέτες καὶ στοὺς Κύπριους ἀδελφούς μας ποὺ μένουν ἀπληροφόρητοι καὶ ποδηγετοῦνται στὴν χοάνη τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως.
Πάφος, 22 Μαΐου 2010 Σημάτης Παναγιώτης, θεολόγος
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ζήση Θεόδωρου, πρωτοπρ., Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, σελ. 438.
(2) Ζήση, ὅπ. παρ., σελ. 338.
(3) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 432-433.
(4) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 433.
(5) «Δὲν ποιμαίνεται τὸ ποίμνιο μὲ βία καὶ ἐπιβολή, ἀπαγορεύσεις, διώξεις καὶ ἐπιτίμια (Βλ. Α΄ Πέτρου 5, 2-4). Ὅταν ἡ φωνὴ τοῦ ποιμένος δὲν ἀπηχεῖ τὴν φωνὴ τοὺ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ καὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν φωνὴ τῶν Ἁγίων, εἶναι φωνὴ ἀλλοτρία, δὲν ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ πρόβατα, τὰ ὁποῖα φεύγουν καὶ ἀπομακρύνονται.
(6) Νὰ θυμήσω ἐδῶ, ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διαβεβαίωσε στὶς πρόσφατες δηλώσεις του, ὅτι δὲν ὑποχωροῦμε σὲ θέματα Πίστεως, ἐνῶ εἶναι πασιφανὴς ἡ ὑποχώρησή του. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνο ὁ Κύπρου Χρυσόστομος ποὺ ἀποκαλεῖ καὶ ἀποδέχεται τὸν Πάπα ὡς Ἐπίσκοπο. Τοῦτο ἔκαναν πρὸ αὐτοῦ ἄλλοι ἡγέτες, ὡς οἱ Πατριάρχες Ἀθηναγόρας καὶ Βαρθολομαῖος. Ἁπλῶς ὁ κ. Χρυσόστομος, μὲ τὶς τελευταῖες του ἐνέργειες ἔχει ἐμπράκτως ἐνταχθεῖ στὴν ὁμάδα τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ὁ π. Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε: «…τὰ ἀνωτέρω δηλοῦν ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον δὲν θεωρεῖ πλέον τὸν πάπαν καὶ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὡς αἱρετικούς, σχισματικοὺς καὶ πλανωμένους ἐφόσον δέχεται τὴν μὲν παπικὴν Ἐκκλησίαν ὡς «ἁγίαν», τὸν δὲ ἐπικεφαλὴς αὐτῆς ὡς «ἅγιον», «μακαριστόν», ὑπὲρ οὗ τελεῖ καὶ ἐπιμνημόσυνον δέησιν. Σημαίνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἕνωσις σχεδὸν ἔχει γίνει καὶ ἀπομένει ἡ μεθόδευσις τῆς τελείας μυστηριακῆς κοινωνίας, πρὸς τὴν ὁποίαν ὁλοταχῶς βαίνομεν, ἐφόσον ὁ Θεολογικὸς Διάλογος θὰ παρακάμψη τὰς δογματικὰς καὶ ἐκκλησιολογικὰς διαφορὰς καὶ θὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὸ κεφάλαιον περὶ τῶν μυστηρίων, προφανῶς διὰ τὴν ἐπιτάχυνσιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας» (Καψάνη Γεωργίου., Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, εἰς ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», [φ. 333], 20.11. 1978). –«Γνώριμα δὲ τὰ θλίβοντα ἡμᾶς, κἂν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν. εἰς πᾶσαν γὰρ τὴν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται, παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται» (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 90, Τοῖς Ἐπισκόποις τοῖς ἐν Δύσει).
(7) «Ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι κατὰ τοὺς ὁποίους γίνεταί τις συνένοχος εἰς ξένας παρεκτροπάς. Εἴτε ἐπιδοκιμάζει αὐτάς,…εἴτε δεικνύει ἔνοχον σιωπήν ἐκεῖ, ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθῆ, εἴτε παρουσιάζεται νωθρὸς εἰς τὸ νὰ ἀποδοκιμάση καὶ νὰ κολάση πρᾶξιν παράνομον, τῆς ὁποίας ἀπὸ θέσεως καὶ ἀξιώματος αὐτὸς εἶναι ὁ κριτής…, καθίσταται συνένοχος, ἴσως δὲ καὶ εἰς βαρύτερον βαθμὸν ἀξιοκατάκριτος τοῦ διαπράξαντος τὸ κακόν, ἐὰν διὰ τῆς στάσεώς του ταύτης συνετέλεσεν, ἵνα καὶ ἄλλοι παρασυρθοῦν εἰς αὐτὸ» (Τρεμπέλας Π., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολάς, τ. 3ος, σ. 534). -«Ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐπισημαίνουμε αὐτές (τὶς ὅποιες) αὐθαιρεσίες (τῶν ἐπισκόπων), νὰ τὶς ἐμποδίζουμε κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ όχι νὰ συντασσόμεθα μὲ τὸ ψέμμα χάριν ἑνὸς δῆθεν σεβασμοῦ…Δὲν μᾶς φταίει μόνο ἡ δεσποτοκρατία· ἀλλὰ φταῖμε καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ τὴν ἐκτρέφουμε καὶ τὴν ὑποθάλπουμε μὲ τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή» (π. Β. Βολουδάκη, Η φανέρωση της Ιερωσύνης, σ. 81-84). -Την ρητορική ερώτηση του απ. Παύλου “Οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε” ο άγ. Νικόδημος αναδιατυπώνει ως εξής: «“Δεν χρεωστείτε εσείς οι χριστιανοί να κρίνετε τους έσω και ομόπιστούς σας χριστιανούς; Ναι, χρεωστείτε”. Είναι νομίζω, πολύ σημαντική η παρουσία της κριτικής στάσης του χριστιανού ως χρέους, ως ευθύνης την οποία δεν μπορεί να αποποιηθεί…, ως στάση φιλαδελφείας, που ευεργετεί τον κρινόμενο… Διότι “το…ἁπλῶς πάντα ἐπαινεῖν καὶ τὰ καλῶς ἔχοντα καὶ τὰ μὴ καλῶς, οὐκ ἔστιν φιλοῦντος, ἀλλ’ ἀπατεῶνος καὶ εἴρωνος” [Χρυσόστομος]» (Παπαθανασίου Θ., Ανεστιότητα και Παραπεμπτικότητα, σ. 13-14).
(8) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 344, 345, 349.
(9) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 368-369.
(10) Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α΄, σελ. 179.
(11) Θ. Στράγκα, Ἱστορία, τόμ. Δ΄, σελ. 2767 καὶ Μπιλάλη Σπ., Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α΄, σελ. 179.
(12) Ζήση Θ., ὅπ. παρ., σελ. 360-361.
(13) Ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες: «"Αἱρετικόν" γάρ φησιν "ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ", δείκνυσιν αὐτοὺς οὐκ ἀπὸ ἀγνοίας τοσοῦτον, ὅσον ἀπὸ ρᾳθυμίας, καὶ αὐτὴν τὴν ἄγνοιαν ἔχοντας· δεῖ τοίνυν τοὺς ἀδιορθώτως ἔχοντας ἐκτρέπεσθαι» (Συλλογὴ τῶν εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολὴν Παύλου Ἐξηγητικῶν Ἐκλογῶν, Τόμ. Α΄ [e cod. Paris. Coislin. 204] p. 46, l. 33). Δὲς τὴν ἑρμηνεία τῶν περισσοτέρων Πατερικῶν κειμένων στὸ χωρίο αὐτὸ στὸ βιβλίο, «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Ἡ διαστροφὴ τοῦ Ἀποστολικοῦ ρητοῦ «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον… μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», “Πρότυπες Θεσσαλικὲς Ἐκδόσεις”.
(14) Διαταγαὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος, b. 8, c. 34, l. 25-27.
(15) Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου γνώσεως, b. 1, c. 9, s. 3, l. 10.
(16) «Οὐ γὰρ ἄλλος ἀλλ' αὐτὸς ὁ βλασφημούμενος παρ' αὐτῶν Κύριος κατέκρινε τὴν κατ' αὐτοῦ συστᾶσαν αἵρεσιν… καὶ μηδεὶς προστιθέσθω τῇ αἱρέσει, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπατηθέντες μεταγινωσκέτωσαν. ἣν γὰρ ὁ Κύριος κατέκρινε, τίς ἀποδέξεται; καὶ ἣν ἀκοινώνητον αὐτὸς πεποίηκε, πῶς ὁ προσλαμβανόμενος οὐ μεγάλως ἀσεβεῖ καὶ φανερῶς ἐστι χριστομάχος;». Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολαί, Σεραπίωνι ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ ἐν κυρίῳ χαίρειν, c. 4, s. 3, l. 2-9.
(17) Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, ἐπιστ. 39, l. 52-56: «…ὅπως φεύγῃ τὴν αἵρεσιν, ἤγουν τοὺς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως».
(18) Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν. P.G. 99, 1332Α. «Ἐπεὶ δὲ περὶ Θεοῦ καὶ εἰς Θεὸν ὁ λόγος, οὐχ ὁ τίσδε ἢ τίσδε, ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καὶ Παῦλος οὐδ' ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἂν κἂν τὸ βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διὰ τούτου τοῦ παντὸς εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου· πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον…» (Θ. Στουδίτου, P.G. 99, 1332Α).
(19) «…Πάντα γὰρ αὐτῶν τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὰ ἀσεβήματα φόνου καὶ ἀσεβείας πεπλήρωται. καὶ οὕτως εἰσὶ πανοῦργοι τὴν γνώμην καὶ ποικίλοι τὸν τρόπον, ὡς καὶ ἐπαγγελίᾳ προστασίας καὶ δόσει χρημάτων ἐπιχειρεῖν ἀπατᾶν, ἵν', ἐπεὶ μὴ ἐξ εὐλόγων ἔχουσι τὴν σύστασιν, κἂν ἐκ τούτων δόξωσι φαντασίαν τινὰ τοῖς ἀκεραίοις ἐμποιεῖν. Ὦ καινῆς αἱρέσεως ὅλον ἐνδυσαμένης τὸν διάβολον ἐν ἀσεβείᾳ καὶ πράξει» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου, Ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Ἔργα 9, σελ. 336, 340).
(20) Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως, l. 29-36.
(21) Στὸ ἴδιο. Καὶ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα, Τίτλ. ιζʹ, P.G. 96, 353C). Ἕνα τελευταῖο κείμενο σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα εἶναι τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι, μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα). Γράφει: Οἱ συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς, τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ πικρὰ καὶ ἰοβόλα» τῶν ὁποίων τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτο δηλητήριο» μολύνει «κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν» κάθε ψυχή, ποὺ θὰ ἐπικοινωνήσι μὲ αὐτούς. Καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «οἱ τὰ ὀρθὰ διαστρέφοντες καὶ τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον». «Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις» Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας, v. 68, p. 797, l. 32.
(22) «Ἐσχάτη αἵρεση ἦταν τότε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα ὅμως, ἐσχάτη καὶ μεγάλη αἵρεση εἶναι ὁ Παπισμός» (Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος Κων/λεως 1848).
(23) «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, 2001, ἀρ. 26, σ. 97-98.
(24) «Σπίθα», περιοδ., ΜΑΪ–ΙΟΥΝ. 1980.
(25) Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Κατὰ Ἰωάννου Ἀντιοχείας, Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Ephesenum anno 431: Tomëvolumëpart 1,1,2, page 99, line 15.
(26) Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440.
(27) «Καὶ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντές τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καὶ τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθε μετὰ τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχὴ τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τοὺς τὰ τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχητε πρὸς αὐτούς» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐπιστολὴ πθʹ, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως, vol 52, pg 655, ln 15-ln 25).
(28) Ζήση, Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενισμὸς καὶ Παπισμός, σ. 333, 335.
(29) Μ. Φωτίου, Ἐπιστολὴ γ΄ἀπολογητικὴ πρὸς Πάπαν Νικόλαον. «Ἡ τῶν ἀληθῶν κανόνων φυλακὴ σπουδαίῳ μὲν ἐποφείλεται παντί, πολὺ δὲ πλέον τοῖς ἀπ’ εὐθύνην τὰ τῶν ἄλλων ὑπὸ τῆς προνοίας ἠξιωμένοις• καὶ τούτων ἔτι μάλιστα τοῖς ἐν αὐτοῖς τούτοις πρωτεύειν λαχοῦσιν. Ὅσῳ γὰρ ὑπερέχουσι, τοσούτῳ νομοφυλακεῖν ὀφείλουσι». Καὶ στὸν Ἐπίλογο τῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τονίζεται: «Ταῦτα περὶ Κανόνων διατετάχθω ὑμῖν, ὦ Ἐπίσκοποι. Ὑμεῖς δὲ ἐμμένοντες αὐτοῖς σωθήσεσθε καὶ εἰρήνην ἕξετε, ἀπειθοῦντες δὲ κολασθήσεσθε καὶ πόλεμον μετ’ ἀλλήλων ἀΐδιον ἕξετε, δίκην τῆς ἀνηκοΐας τὴν προσήκουσαν τιννῦντες» Πηδάλιον, σ. ιθ΄-κ΄.
No comments:
Post a Comment