ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΖΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΙΣΙΟ
(με την οποία κατεδάφισε τις κακοδοξίες του π. Βασίλειου Βολουδάκη και ανέδειξε παράλληλα πολλές πτυχές του Οικουμενισμού)
Γ΄
=====
Σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ οἱ Μοναχοί, παράλληλα μέ τόν προσωπικό τους ἀγῶνα ἐναντίον τῶν παθῶν, ἐνδιαφέρονταν ἰδιαίτερα γιά τήν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Μάλιστα, ὅταν στήν Ἐκκλησία παρουσιαζόταν κίνδυνος ἀλλοιώσεώς της μέ τήν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, ἄφηναν τήν ἡσυχία τῆς ἐρήμου (Μ. Ἀντώνιος) ἤ τοῦ κελιοῦ τους καί πρωτοστατοῦσαν στόν ἀγώνα γιά τή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (βλ. Οἱ ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ.
Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου
Ἅγ. Ὂρους, 2003).
Στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνέσκηψε δειλά-δειλά ἡ πολύ ἐπικίνδυνη καί ὕπουλη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Οἰκουμενική Κίνηση, μασoνικῆς καί θεοσοφικῆς ἐμπνεύσεως, ἐμφανίστηκε ἀρχικά στόν προτεσταντικό χῶρο (19ος αἰ.), μέ προτεσταντικές ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις καί στοχεύσεις καί βέβαια μέ πρωτοπόρους τούς Προτεστάντες.
Μέ τήν ἀνάρρηση ὅμως στό Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ “μεγάλου” – κατά τους Οικουμενιτές– Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Οἰκουμενισμός ἔλαβε καί θεσμική κάλυψη στόν Ὀρθόδοξο χῶρο μέ πρωτοφανῆ ἀνατροπή τῆς μέχρι τότε ἐκκλησιαστικῆς καί
κανονικῆς τάξεως.
Ὁ Ἀθηναγόρας «μέ μία σειρά ἀπό πρωτόγνωρες ἀποφάσεις καί ἐνέργειες ἀνέτρεψε μέ συνοπτικές διαδικασίες κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀνέτρεψε ἱερούς κανόνες, συνοδικότητα, ἁγιοπατερική παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση» καί οὐσιαστικά ἀμνήστευσε τίς πλάνες καί τά ἐναντίον τῆς εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας ἐγκλήματα τοῦ Παπισμοῦ ἐξισώνοντας τήν αἵρεση μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν πλάνη μέ τήν ὀρθή Πίστη, τό δαιμονικό ψεῦδος μέ τήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τόν Παπισμό μέ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία.
Ἔτσι, μπροστά σέ αὐτό τό ξεθεμελίωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ὁ ἁγιορειτικός μοναχισμός (Μονές, Σκῆτες καί Κελιά) ἀκολουθώντας τή μακραίωνη ἐκκλησιαστική καί κανονική παράδοση ἔπαψαν νά ἀναγνωρίζουν τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ὡς Ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί διέκοψαν τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του (ἀπό τό 1970 μέχρι τό θάνατό του (7.7.1972) σέ ἔνδειξη διαμαρτυρίας γιά τήν οἰκουμενιστική του πολιτική.
«Ἡ διακοπή τοῦ Μνημοσύνου ἀποτελεῖ ἄρνησιν καί πράξιν ἀντιστάσεως, ἐν ὄψει διαγραφομένου κινδύνου», τόνιζε προφητικά ἡ Ἱ. Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὂρους σέ ἔγγραφό της.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment