Tuesday, August 18, 2015

ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΟΙ ΑΔΙΚΩΣ ΠΑΡΑΓΚΩΝΙΣΜΕΝΟΙ ΑΓΙΟΙ Ε΄



ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΟΙ ΑΔΙΚΩΣ ΠΑΡΑΓΚΩΝΙΣΜΕΝΟΙ ΑΓΙΟΙ
Ε΄

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
=====

Δ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΚΩΣΤΗΣ Ο ΕΥΛΑΒΗΣ
_________

Στα βόρεια του όρους Δίρφης της Κεντρικής Εύβοιας, στις απόκρημνες ακτές του νησιού, βρίσκονται κάποια χωριουδάκια, οικισμοί καλύτερα, νοτιοανατολικά από το Πήλι, προς το Σαρακήνικο και την Κύμη. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε κι ο μπαρμπα-Κωστής ο ευλαβής. Ζούσε φτωχικά με την οικογένειά του, ασχολούμενος με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της λιγοστής και σχετικά άγονης γης. Η τυραννισμένη ζωή του, το ξεροβόρι που τον θαλασσόδερνε, η νηστεία και η αγρυπνία τον έκαναν να μοιάζει ασκητικώτερος των ασκητών. Συχνά με το πρόσωπό του, στραμμένο στο Αιγαίο, πρατηρούσε τα καράβια ν’ αρμενίζουν στο ανοιχτό πέλαγος και προσευχόταν γι’ αυτά, να πιάσουν γρήγορα λιμάνι και να γυρίσουν, τα παλληκάρια σύντομα στις οικογένειές τους και ταα σπίτια τους. Ο μπαρμπα-Κωστής ήταν άλλωστε άνθρωπος της προσευχής. Όταν επρόκειτο να κοινωνήσει, διηγούνται οι γνωστοί του, όλη την νύχτα την έβγαζε στο δάσος προσευχόμενος. Την αυγή παρουσιαζόταν να φορέσει τα καλά του για την εκκλησιά και τη Θεία Κοινωνία. Ο γέρος, ακόμη, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος σαν τον Αβραάμ. Το σπίτι του πάντα ανοιχτό για όλους. Ακόμη και τσιγγάνοι, που ο κόσμος τότε τους φοβόταν, στο δικό του κονάκι ακουμπούσαν να ξημερώσουν και να φάνε ψωμί. Καθόλου δεν φοβόταν μη τον κλέψουν ή τον σαϊτέψουν με τις μαγείες και τα ξόρκια τους. Είχε δηλαδή ο κυρ-Κωστής την τέλεια αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον που έδιωχνε κάθε φόβο. Συχνά τον ρωτούσαν οι γειτόνοι: “Δεν τους φοβάσαι τους τσιγγάνους, που έχουν μακριά χέρια και κουβαλούν δαιμονικά;” Κι εκείνος απαντούσε ήρεμα: “Όταν έχουμε τον Θεό μαζί μας, κανένας δεν μπορεί να μας κάνη κακό. “Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά” δεν λέμε στην προσευχή μας;”, και τους αποστόμωνε. Ο Κωστής ζούσε στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, που αδελφός σκότωνε αδελφό για το κόμμα και την ιδέα της “λαοκρατίας”. Παρ’ όλο που ποτέ δεν σύχναζε σε καφενέδες και ποτέ δεν έμπαινε σε συζητήσεις που εξάπτουν τα πάθη, κάποιος από το χωριό τον είχε στη “μπούκα”, επειδή είχε γιο που υπηρετούσε με θητεία την Πατρίδα του.

Έψαχνε λοιπόν ευκαιρία να τον βγάλει από τη μέση! Κάποια φορά που τον βρήκε μόνο του να βόσκει τα γίδια του, αφού τον τυράννησε με μύρια βασανιστήρια, στο τέλος, αφού τον έδεσε χειροπόδαρα και του κρέμασε μεγάλη πέτρα στον αγιασμένο του τράχηλο, μισολιπόθυμο τον γκρέμισε στη θάλασσα! Η θάλασσα, που τον συντρόφευε νύχτα και μέρα, δέχθηκε το μαρτυρικό του σώμα και ο καταγάλανος ουρανός άνοιξε τη στράτα του για την καθαρή του ψυχή προς το Δημιουργό. Η θάλασσα σεβάστηκε το σώμα του και δεν επέτρεψε να το καταπιεί η άβυσσος ούτε το ’δωσε τροφή στα ψάρια. Το έβγαλε στην παραλία, όχι όμως σύφωνα με τους φυσικούς όρους πλαγιασμένο, αλλά όρθιο φάνταζε από την μέση κι επάνω, όπως κάποτε το λείψανο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού στον ποταμό. Οι δικοί του και οι χωριανοί το εξέλαβαν ως θαύμα και το κήδευσαν με τιμές μάρτυρα. Μήπως άλλωστε δεν ήταν; Ο φονιάς του, πιεζόμενος από συγχωριανούς του κι από ελέγχους συνειδήσεως, από τον ίδιο γκρεμό έρριξε τον εαυτό του στην θάλασσα, σαν άλλος Ιούδας, και ετελεύτησε άδοξα το βίο του…

ΠΗΓΗ: 

Ακτίνες

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment