Monday, July 20, 2015

ΕΦΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ



ΕΦΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Του Στέλιου Παπαντωνίου
=======

Ο παππούς

Ο παππούς
Δε θάφτηκε στα χώματά του
Ξέφυγε το βαρκάρη
Κι αναζητά μια καρότσα
Να κουβαλήσει το στάρι
Να το μοιράσει στ’ αγγόνια του.

Πρέπει κι εσείς να σπείρετε,
Λέει, στα δικά μας χώματα.

Δεν ξεπουλάμε!

*****

Κεκραμένος οίνος

Πόσο νερό να βάλεις στο κρασί σου;
Άχρουν, άοσμο, άγευστο!
Ούτε για γιορτές ούτε για κηδείες
Παρά μόνο να το χύνεις στη γη
Να μαραζώνουν τα δέντρα

Με την κατάντια σου!

*****

Μα γιατί τόσο βιάζεσαι

Μα γιατί τόσο βιάζεσαι
Να ξεπουλήσεις
Έν’ αλώνι που δεν είναι δικό σου
Χιλιάδες χρόνια κουβαλούσαν τις μνήμες τους
Τ΄αγγεία, τις κολόνες, τις εκκλησιές, τα μετερίζια

Κι έρχεσαι με μια μονοκοντυλιά
Γιατί νομίζεις πως ήταν του παππού σου
Και δεν ξέρεις πως κι αυτός είχε παππού
Κι αυτός παππού
Κι αυτός παππού
Ως τον αγαπητό μου Ονήσιλο
Τον Ευαγόρα
Το φίλο μου Τεύκρο
Αδελφό του Αίαντα!

Πάρε παράδειγμα τον Αίαντα
Κάρφωσε το σπαθί σου στη γη
Και πέσε απάνω του
Να’ χεις τουλάχιστον έναν έντιμο θάνατο
Παρά να ξεπουλάς τ’ αλώνι!

*****

Στο αριθμητήριο

Στα σαράντα στα σαράντα ένα
Βυθιστήκαμε και πάλι στο αριθμητήριο
Στην αγωνία που δεν ξεψυχά
Πότε στη θάλασσα πότε στη στεριά
Μετρά τις ανάσες
Ανεβαίνει στον Πενταδάχτυλο
Να μη δείχνει κάμψη στο γόνα
Πληγές στο κορμί
Στην εξωτερική επιφάνεια.

Όλα στη μέσα αυλή
Στο κηπάριο της Ρωμιοσύνης
Θεραπεύονται με τα γιατροσόφια
Του παππού και της γιαγιάς
Με μια τεράστια θεία υπομονή
Που κατακάθεται στα δρομάκια της γειτονιάς μου
Και τα κάνει ν’ ανθίζουν.

*****

Παραμένομεν εις την αυτήν θέσιν

Πυκνό σύγνεφο κατεβαίνει βαρύ
Αναμιγνύεται στις γειτονιές με τους κάδους
το καφενεδάκι, το παντοπωλείο
Την κλειστή τράπεζα.

Στα μάτια κόκκινα χτυπήματα
Κι οι ξαγρυπνισμένοι του κόσμου
Στο γρίφο τους, στα στρογγυλά τραπέζια,
Στην απομόνωση.

Μια νεαρή ύπαρξη
Περιβεβλημένη τη ζητιανιά της
Επαιτεί, χαροπαλαίει, αποστρέφεται τα πρότερα.
Ρεμπελιό των ποπολάρων.

Κι η καρακάξα τραβά το σεντόνι της παραλίας
Να σμικρύνει το στερέωμα
Να πλακώσει την κοιλιά
Τα κοκαλάκια να τρίξουν
Ως την άγονη μέση
Τους γηραιούς ασκητές
Τις θλιμμένες μαυροφορούσες.

Ούτε λίγα κόλλυβα στην εκκλησιά
Πούν το σιτάρι!

*****

Ιούλιος 2015

Στην αγορά κυκλοφορεί μια διάψευση
Άλλοι περπατούν με τα χέρια,
άλλοι σέρνονται με την κοιλιά
Κανένα καρότσι
παρά μόνο της Δημοτικής αρχής
Κι η απεργία των υπαλλήλων.

Στην παραλία κατεβαίνει ο γλάρος
Κάθεται ανάμεσά μας
Ύστερα μια μεγάλη σκύλα
πέφτει στα νερά,
Δροσίζεται
Κι οι  γέροντες παρακολουθούν το θέαμα
Μακριά από τα κλειστά φαρμακεία
Τις γάζες, τις ενέσεις και τις φλεβίνες.

Στα μίντια ξελαρυγγίζονται
Λογομαχούν, λογχομαχούν,
διαπληκτίζονται
Ώσπου να ρθουν οι διαφημιστές της αγοράς
Να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους
Όπως τα παλιά πανηγύρια
Που αφήνουν στο τέλος τις πλατείες
Ρερυπωμένες, κενές.

*****

Κι όμως ζω

Κι όμως ζω                                                                                                                                               ανάμεσα στην απεραντοσύνη των συνθημάτων                                                                                                                                                                  τις πλαταγίζουσες σημαίες                                                                                                                      τ’ αποσπάσματα, τα τσιτάτα, τις απομνημονεύσεις.
Η πραγματικότητα,                                                                                                                                                            σώμα γυμνό, ριγηλό, σάρκα κι οστά,                                                                                                    αίμα που κυκλοφορεί στις φλέβες                                                                                                         μια αντλία στον κήπο γεμίζει θορυβώδης τη δεξαμενή.                                                                       
Κάπου εκεί χάνομαι στο περβόλι,                                                                                                           σ’ ένα χωριό της Αμμοχώστου, της Κερύνειας, της Κύπρου                                                                 π’ αναθεματίζει τους δοσίλογους                                                                                                            κι ετοιμάζει το σκισμένο νυμφώνα της                                                                                            ήρεμη και σοβαρή                                                                                                                             πληγωμένη κι ατάραχη                                                                                                                      αντίδικη με τους μεγάλους                                                                                                                        τους ισχυρούς, τους βέβηλους                                                                                                            τους πάνσοφους - ως λέγεται -                                                                                                             πρωθιερείς της παγκόσμιας τάξης                                                                                                         και ιεραρχίας.

ΠΗΓΗ:

No comments:

Post a Comment