ΣΤΟΥ ΚΑΡΠΑΣΙΟΥ ΤΟ ΠΛΑΤΟΣ
Του κ. Β. Χαραλάμπους
=========
Κάθε που καλοέρχεται
από τη σκλάβα γη της Καρπασίας
ο αντίλαλος της νοσταλγίας μας
σε τούτο το ριζιμιό
που παραστέκει τόσο καιρό
ο πόνος με την ελπίδα σμίγει.
Από τότε
από κείνο το Γιούλη
από τότε που λιγοστέψανε
στ’ ακρόστρατο τα κυκλάμινα.
Ξεχασμένη ζωγραφιά
φαντάζει τούτη η θύμιση
για τη σκλάβα Καρπασία.
Αδιάφορος από του λίβα τη μάνητα
με τούτο το συνήθειο συντρόφεμα
ν’ απαγκιάζω με τις τόσες θύμισες
στις σκλαβωμένες λαγκαδιές.
«Καρπασία πόλις λιμένα έχουσα»
κατά πως λέει ο αρχαίος εκείνος Στράβων.
Θύμισες που ξαναγυρνούν
στην ίδια προκυμαία
στο ίδιο πανάρχαιο επίνειο.
Σε τούτο τον τόπο
όπου θάλασσα, γη κι ουρανός
ο πανάρχαιος των ψαράδων οικισμός
για τούτο γύρωθε
τα τόσα οστέϊνα αγκίστρια
κι οι πανάρχαιες λεπίδες από οψιδιανό
φερμένο από τη γη της Κιλικίας
να διαλαλεί πως τόσες χιλιάδες χρόνια πριν
σε τούτη τη γη ήλθαν απ’ αντικρύ
από τη σκλάβα γη της Μικρασίας.
Βολεύεται κι η αγκιστριά
σε τούτο το βραχοτόπι.
Παρεμπρός βραχονησίδες
π’ ακατάπαυστα ταξιδεύουν
στην παμπάλαιη θάλασσα
τρεχαντήρια ολομόναχα με το νοτιά βαρκάρη.
Το πέταγμα του μεγάλου καημού
πού’ναι καιρό τώρα στην καρδιά λαξεμένος
αντάμα με τους θαλασσόγλαρους
κι ας μοιάζουν στους τόσους αδιάφορους
που πεισματικά πληθαίνουν
φευγαλέοι στοχασμοί.
Διστακτικά αναπηδούν οι λέξεις
οι λιγοστές λέξεις του καημού
π’ αργοσέρνουν κείνο τον ορυμαγδό.
Μη διαπορείς που τούτοι οι αλλοφερμένοι
ένα στιχάκι μοναχά να γράψουν δεν μπορούν
για της σκλαβωμένης Καρπασίας το ξάγναντο.
Ανέγνωρος σίγουρα θα’ναι
σ’ ότι ιστορεί τούτος ο τόπος.
Αργοπατώντας στον πανάρχαιο μώλο
γλιστρά το θώρι
στο σιωπηλό λιμάνι
ιστορώντας της λευτεριάς τ’ ακρόπρωρο.
Γιατί τόσο πείσμα
γιατί τόση ξεδιάντροπη λησμονιά;
Και συλλογέμαι ότι ίσως να’ναι που μάθανε
το δίκιο τόσο αλλιώτικα να προσμετρούνε.
Σιμά στο χωριό Κορόβια
πλάϊ στη βαθυκύανη θάλασσα
ερείπια φρουρίου πανάρχαιου
αδιάφορα στέκουν
αντικρύ στο πέλαγος
αντικρύ στα ξενικά καράβια.
Εκεί στον «Κάστρο»
κατά το άκρον προς ανατολάς
του σκλαβωμένου Καρπασίου
το νεολιθικό διαλάλημα
καραδοκεί για τον κατακτητή.
Αγγείο απομεινάρι
στ’ αβίγλιστο μονοπάτι
στο μελανόν εζωγραφισμένον
με γραφήματα ερυθρά.
Τόσο αδιάφορα πεταμένο
ετούτο τ’ απομενάρι
που περίεργα πεισματικό φαντάζει.
Θυμητάρια ξετυλίγονται
στου Καρπασίου το πλάτος
κι οι λόφοι που μάθαμε να λέμε «κουέστες».
Ιχνηλατώντας τα ψηφιά τούτα
από τη μεγάλη «κουέστα»
κάπου εκεί σιμά στο Ριζοκάρπασο
που πασκίζουν να λησμονήσουμε
η απρόσκλητη θωριά
ίσαμε του Πρωτόκλητου το δασοτόπι
από τη μια ακρογκρέμι
κι από την άλλη γαλήνιο βουνοπλάγι.
τούτη η περίεργη αλληλουχία που σημαδεύει
και της δικής μας βιοτής το διάβα.
Το θώρι επαίτης
στη μεθόριο που θαμποφέγγει
εκεί όπου συνθλίβεται το σπάταλο σκότος
της αλλόκοτης νυχτιάς.
Αδιαφορώντας
για τ’ ασυλλόγιστο τραγούδημα του ζέφυρου
ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια
συνέχισα πεισματικά να οδοιπορώ
για του Πρωτόκλητου το Μοναστήρι.
Αδιάφορώντας για το μενεξεδί
αδιαφορώντας για τα τόσα λούλουδα ολοτρίγυρα.
Παρέκει το κύμα μαθεμένο ν’ αγκαλιάζει
τ’ ακρωτήρι του Πρωτόκλητου.
Να βαστάξω πρέπει λίγο ακόμα
να βαστάξω πρέπει λίγο ακόμα.
Μα είναι και τ’ άλλο ακόμα
πως τούτη η απαντοχή
μάταια ανταλλάγματα δεν σχωρνάει.
Κι έτσι οδοιπορώντας στη Καρπασία
συλλογιέμαι πως δεν είν’ οι άργιλλοι κι οι ψαμμίτες
οι μάργες, οι γύψοι κι οι κρητίδες
που τούτη τη γη σημαδεύουν
μα κείνο π’ αρκεί να θυμώμαστε
πως η χερσόνησος τούτη «γη Αγίων εστί».
Ο των Αποστόλων Πρωτόκλητος
ο Άγιος Συνέσιος
ο Άγιος Φίλων
ο Άγιος Θύρσος
ο Άγιος Αυξέντιος.
Ούτε που προλαμβαίνω να φιλιώσω
με τούτο το λιόγερμα
που ξαναζωγραφεί
χωρίς παραπανήσιες έγνοιες
τ’ ακροθάλασσο στο Γιούτι
εκεί σιμά στην Εφτακώμη.
Να κάπου εδώ κοντά στην Εφτακώμη
παρά το όρος Γιούτι
ο απόηχος από το δοξολόγημα
τ’ Άη Αυξέντη.
Μ’ αδειανά χέρια μας διώξανε
μ’ αδειανά χέρια θα ξαναρθούμε.
Τόσες νυχτιές από κείνο τον σπαραγμό
οι λησμονημένοι που κρατάνε ακόμα
ν’ αποστηθίζουν κείνο τον καημό
ίσαμε το μεγάλο ξημέρωμα.
No comments:
Post a Comment