ΔΕΝ ΘΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΜΕ ΣΧΙΣΜΑ
Β΄
Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
=====
2. Κατεγνωσμένη αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός
Ἡ διακοπή μνημοσύνου λοιπόν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου προϋποθέτει τήν ὑπ΄ αὐτοῦ ἀποδοχή καί κήρυξη αἱρέσεως. Ὑπάρχει σήμερα κάποια αἵρεση πού κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή δημοσίως, φανερά καί ἀπροκάλυπτα; Μόνον ἀδιάφοροι περί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχοντες «πορισμόν τήν εὐσέβειαν»[6] στρουθοκαμηλίζουν καί δέν βλέπουν ὅτι ἐδῶ καί ἕνα αἰῶνα κατατρώγει τήν Ἐκκλησία , διαβρώνει συνειδήσεις, παρασύρει ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, καθηγητάς Θεολογικῶν Σχολῶν καί θεολόγους, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν μεγάλο δογματολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς,, τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη καί πολλούς ἄλλους συγχρόνους Πατέρες καί διδασκάλους. Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμπίπτει στήν ἀπαίτηση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, συμφώνως μέ τήν ὁποία ἡ κηρυσσόμενη αἵρεση ἀπό τόν ἐπίσκοπο πρέπει νά εἶναι «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη».
Ἐκτός τοῦ ὅτι ἤδη σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες τήν ἔχουν καταδικάσει, οἱ βασικές διδασκαλίες της ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό παλαιούς Ἁγίους καί ἀπό παλαιές συνόδους, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή, διότι προσβάλλει βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων, γι΄ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς παναίρεση. Δέν χρειάζεται μεγάλη θεολογική γνώση καί ἔρευνα γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς αἱρετικούς αὐτούς πού δέν ἀποδέχονται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής, κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πολλαχοῦ καί πολλαχῶς μαρυρουμένη. Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα μόνον τό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλία του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[7]. Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενο εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρία; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν ...». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως ὅτι κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ἐμμέσως ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιο Θεό. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί πνευματομαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινό Θεό πιστεύουν, διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱό δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[8]. Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργία στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες».
Δέν εἶναι περιττό νά προσθέσουμε ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ[9], καί ἐδογμάτισε ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἐκπορεύται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακή καί ἀντιπατερική διδασκαλία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδο-σύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ πιό κραυγαλέα ὅμως πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, τό ὁποῖο δέχεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μία πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειο «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»[10]. Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολική καί πατερική διδασκαλία, πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξε ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαία Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλο εὐαγγέλιο, «ἕτερον εὐαγγέλιον»[11], καί δημιουργώντας αἱρετικές παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν ἐκκλησίες.
Μέ πολλή αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρία τους, στερούμενοι τῆς σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματική καί κοινά παραδεκτή ρήση τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ.
Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολο τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό ἀνύστακτο, τό ἄγρυπνο ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τῆς Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[12], καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρώντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν.
Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδική ἀποδοχή τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουμε στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρο Βάπτισμα καί Ἀποστολική Διαδοχή, ὅπως καί τήν συνοδική ἔγκριση νά συμφυρόμαστε μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», εὐτελίζοντας τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί καθιστώντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνο ψηφιδωτό τῶν αἱρέσεων, δέν θά δυσκολευθεῖ νἀ συμπεράνει, ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλε τό ἐκκλησιολογικό δόγμα καί εἰσήγαγε νέα αἱρετική ἐκκλησιολογία.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment