Sunday, June 26, 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΙB΄


Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΙB΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
=====

 8. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και το Π.Σ.Ε

Στο κεφάλαιο αυτό ο Θ.Α.Κ. καταπιάνεται με το Π.Σ.Ε. το έργο του, και τον ρόλο και την συμμετοχή του σ’ αυτό των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατά τον Θ.Α.Κ. τα μέλη του Π.Σ.Ε. καλούνται «να προωθήσουν την κοινή τους παρουσία στη διακονία του κοινωνικού έργου, να δώσουν κοινή μαρτυρία στην Ιεραποστολή με την υπέρβαση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και του προσηλυτισμού, να εργαστούν από κοινού για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη διαφύλαξη της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Το προς επικύρωση παραπεμπόμενο κείμενο αντιλαμβάνεται την παρουσία των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνηση ως ‘μαρτυρίαν της αληθείας’…».

Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει τόσο το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόνκόσμον» όσο και ο Θ.Α.Κ. σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Πάνω στο θέμα αυτό ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντονΘεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία».[16] Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Παν. Αθηνών στον τομεα του Κανονικού Δικαίου κυρός Κων. Μουρατίδης παρατηρεί σχετικώς: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ΠαγκόσμιονΣυνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνοθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει «α πριόρι» και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της Μιας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας. Διότι αλλεπάληλλα και βεβαίως αναπάντητα παραμένουν εν προκειμένω τα ερωτήματα: Πως συμβιβάζεται η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας διεκδικουμένη αποκλειστική υπ’ αυτής ταύτησις μετά της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας προς την συμμετοχήν αυτής εις το Π.Σ.Ε;…Πως είναι δυνατόν η μία αγία Εκκλησία του Χριστού να συμμετέχη ως μέλος, να εντάσσεται μετά των άλλων αιρέσεων ισοτίμως και εκ πολλών απόψεων να τίθεται εις απείρως μειονεκτικωτέρανθέσιν έναντι των αιρέσεων, εις ένα κανονισμόν και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις της πλειοψηφίας των αιρετικών; Πως είναι δυνατόν η Μία, Αγία Εκκλησία να μετέχει ενός οργανισμού, εντός του οποίου να συνεργάζεται μεθ’ αιρετικών, να συμπροσεύχεται μετ’ αυτών και να λαμβάνει θέσιν από κοινού μετ’ αυτών ως εκπροσώπων της Χριστιανικής Πίστεως εις τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητος;».[17] Ουδείς σήμερα μπορεί να αμφισβητήσει, (ακόμη και από εκείνους που με ενθουσιασμό ομιλούν υπέρ του Π.Σ.Ε.), ότι η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική τα δε κείμενα, που συντάσσονται στα παγκόσμια Συνέδρια του Π.Σ.Ε. έχουν σαφώς προτεσταντική σφραγίδα. Η αρχική δυνατότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών να διακηρύσσουν με κοινή δήλωση, ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, απαγορεύτηκε μετά την Γ΄  Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί το 1961, και επιβλήθηκε η άποψη να συντάσσονται και να υπογράφονται κείμενα κοινής αποδοχής από Ορθοδόξους και Προτεστάντες. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Επομένως η δήθεν «μαρτυρία της αληθείας», που υποτίθεται ότι θα προσέφεραν οι Ορθοδοξες Εκκλησίες στις προτεσταντικές ομολογίες προκαλούν τουλάχιστον θυμηδία. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το προς ψήφηση Προσυνοδικό κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κ.λ.π.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κ.λ.π. Επομένως ο ισχυρισμός του Θ.Α.Κ. ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία στο διεθνή αυτό οργανισμό παραμένει πιστή στην εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία και εις την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων» είναι, με βάση τα όσα ελέχθησαν προηγουμένως, πέρα για πέρα ψευδής.

Πέραν αυτών το κείμενο του Θ.Α.Κ. παρουσιάζει και αντιφάσεις. Στην πρώτη παράγραφο λέγει: «Η συμμετοχή της [Ορθοδόξου Εκκλησίας] στο Π.Σ.Ε. δε σημαίνει ότι αποδέχεται την ιδέα της ισότητας των Ομολογιών. Θεωρεί δηλαδή εαυτήν ως τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο». Παρά κάτω αναφέρει: «Τα μέλη του Π.Σ.Ε. χαρακτηρίζονται ως Εκκλησίες και Ομολογίες. Είναι προφανές ότι το κείμενο χαρακτηρίζει υπό τα ορθόδοξα κριτήρια ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, πάντοτε υπό την έννοια που εξετέθη ανωτέρω, η οποία δεν αίρει την καθολικότητα της Μίας (ορθόδοξης) Εκκλησίας, των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο». Πως είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μια μεριά να χαρακτηρίζει μέλη του Π.Σ.Ε., στο δικό της κείμενο, ως ομολογίες, «με τις οποίες ασφαλώς και δεν ευρίσκεται εκκλησιολογικά στο ίδιο επίπεδο» και από την άλλη να αναγνωρίζει «ως Εκκλησία τα ολίγα εκείνα μέλη του, (ποιά είναι αυτά;)…. των οποίων αναγνωρίζει το βάπτισμα και μετά των οποίων διεξάγει θεολογικό διάλογο»; Και πως είναι δυνατόν να αναγνωρίζει στα «ολίγα αυτά μέλη» εκκλησιαστικότητα και βάπτισμα, καθ’ ον χρόνον αυτά δεν έχουν επιστρέψει στην ορθοδοξία;

Παρά κάτω ο Θ.Α.Κ. κάνει λόγο για την Δήλωση του Τορόντο. Στη δήλωση αυτή (§ 2) τονίζεται ρητώς ότι «οι εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος  μέλος της εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί  μέλος της ίδιας του της εκκλησίας». Μπορεί να είναι αποδεκτό από την Ορθόδοξη εκκλησιολογία ότι υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ του ένας Ορθόδοξος να είναι μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέλος «της Εκκλησίας του Χριστού»; Η ότι «η Εκκλησία του Χριστού» (όπως εννοείται στο Π.Σ.Ε.) υφίσταται πάνω από όλες τις εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε; Και μόνο η παρά πάνω δήλωση του Τορόντο, (πέρα από άλλες κατά καιρούς δηλώσεις, διακηρύξεις του Π.Σ.Ε.) ανατρέπει και κονιορτοποιεί όσα παρά κάτω ισχυρίζεται ο  Θ.Α.Κ.: «Το Π.Σ.Ε. δεν είναι και δεν πρέπει ποτέ να γίνει Υπέρ - Εκκλησία. Δεν διαπραγματεύεται ενώσεις μεταξύ των Εκκλησιών…. Ταυτόχρονα δεν αξιώνει από μια Εκκλησία να εγκαταλείψει τη δική της εκκλησιολογική θεώρηση».


(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment