Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
=====
«Μπορεῖ μία Σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τήν ἕως τώρα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας;»
(Ἡ πρόκληση τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης Συνόδου)
__________
ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΤΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ
___________
Σέ πρόσφατη Ἐπιστολή μας πρός ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνά τόν κόσμον, στίς 3-2-2016, ὑποστηρίξαμε ὅτι «οἱ ἐμπνευστές καί συντάκτες» τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου, «ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητιστικοῦ - Οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου». Ἐάν ψηφιστεῖ τό Κείμενο αὐτό: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», δημιουργεῖται μέγιστο πρόβλημα ἐκκλησιολογικῆς ὑπάρξεως, τόσο γιά ὅσους Ἐπισκόπους τό ψηφίσουν, ὅσο καί γιά ὅσους ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θά τό ἀποδεχτοῦν στήν πράξη. Καί τοῦτο, γιατί τό δογματικό αὐτό ἀτόπημα ἔχει τήν ἀναφορά του σέ Ὅρο Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τό παραπάνω Κείμενο, δηλαδή, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς ἤ ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως (Ρωμαιοκαθολικους καί Προτεστάντες), διευρυνομένων ἔτσι, αὐθαιρέτως, τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, τό ἀτόπημα τοῦ παραπάνω Κειμένου σημαίνει, πρακτικῶς, ἄρνηση συγκεκριμένου ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ὁποῖο ὁρίζει σαφῶς, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Στά Πρακτικά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζουμε καί τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες ἀπό τή μή ἀκριβῆ ἀποδοχή τοῦ Συμβόλου της. «Ὅποιος προσθέσει ἤ ἀφαιρέσει καί μία λέξη ἀπό τό Σύμβολο-Ὅρο αὐτό, νά ἀναθεματίζεται, νά καθαιρεῖται καί νά ἀφορίζεται». Δηλαδή, πρακτικῶς, νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὡς αἱρετικός. Τά σχετικά ἀναθέματα ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές Σύνοδοι.
Ὅταν λοιπόν ὑποστηρίζουμε τά παραπάνω, δέν ἀπειλοῦμε αὐθαίρετα κανέναν. Ἁπλῶς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», καταθέτουμε -ἐμπόνως καί ταπεινῶς- τίς σαφεῖς ἐκκλησιολογικές συνέπειες, πού ὁρίζονται ἀμετακλήτως ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους γιά ὅσους ἀθετοῦν τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἄρθρο 6 τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου εἰσηγεῖται πνευματικό ἔγκλημα σέ βάρος τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐπιχειρεῖ νά διαφθείρει τό σωτήριο δόγμα τῆς Ἐκκλησιολογίας μας. Μέ ἄλλη ἀφορμή, κατά τό παρελθόν, σέ Ἐπιστολή μας πρός Ἑλλαδίτη Ἐπίσκοπο, ἀντιπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς Διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, ἀναφερθήκαμε ἐκτενῶς στό ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα αὐτό θέμα. Θά ὑπενθυμίσω κάποια σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, ἐπειδή διατηροῦν πλήρως τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἑρμηνεύουν τή στοχευμένη μεθοδολογία τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ρωτούσαμε τότε: «Μέ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προσέρχονται οἱ ἐκπρόσωποί της στόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο; Ἀκόμα πιό συγκεκριμένα, προσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία; Ἤ ὡς διηρημένη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ὀντολογική ἑνότητά της στήν ἕνωσή της μέ τούς κατά καιρούς ἀποκομμένους ἀπό αὐτήν ἑτεροδόξους; Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε εἰς «Μίαν... Ἐκκλησίαν». Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως προκύπτει, ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός –στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἰδιότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας-, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς δογματική ἀλήθεια- ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως- τότε, μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία, δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες, οὔτε φυσικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι Μητέρα Ἐκκλησία μέ τήν συνεπῆ θεολογική-ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἡ Μία καί μόνη –ἀδιαίρετη πάντα– Ἐκκλησία γεννᾶ ὡς πνευματική μητέρα, μυστηριακῶς, «δι’ ὕδατος καί πνεύματος» τά μέλη της. Δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» τῆς Μίας καί μόνης Ἐκκλησίας. Οὔτε, βέβαια, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα Μία καί διηρημένη, γιατί διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη. Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στήν ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πρᾶγμα πού συνεπάγεται –κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων– καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σέ ὅποιον ἐμμένει στη θεώρηση αὐτή».
Τά λέμε καί τώρα αὐτά ἀκριβῶς, ἐπειδή τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 -τοῦ ὑποβαλλομένου Κειμένου πρός ἔγκριση ἀπό τήν μέλλουσα καί Μεγάλη Σύνοδο- ἐμφανίζει κατά ἀντιφατικό καί ἐντελῶς ἀθεολόγητο τρόπο τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑνός ὡς τήν «Μίαν... Ἐκκλησίαν», καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐκπεφρασμένη διά τῶν ἀντιπροσώπων της –καί ὄχι μόνο- ἄποψη, ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλες «Ἐκκλησίες» –σαφῶς ἑτερόδοξες–, τήν ἱστορική παρουσία τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζει καί στοχεύει στήν ἑνότητα μέ αὐτές. Οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, δηλαδή, θεωροῦν τίς ἑτερόδοξες Θρησκευτικές Κοινότητες ὡς τμήματα τῆς δῆθεν διηρημένης Ἐκκλησίας καί ἐπιδιώκουν τήν δῆθεν ἐπανένωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά ἐργάζονται γιά τήν ἐπιστροφή τους. Ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητα μέ αὐτές, παρά τό γεγονός, ὅτι αὐτές δέν δηλώνουν -ἕως καί σήμερα- καμία διάθεση ἀρνήσεως τῶν δογματικῶν ἀποκλίσεών τους ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία. Αὐτό ὅμως εἶναι στήν πράξη ὁ παναιρετικός -πνευματικῶς δυσώδης- καί πονηρότατος Συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός. Γι’ αὐτό καί ἀκριβολογοῦμε θεολογικά, ὅταν μιλοῦμε γιά Οἰκουμενιστική κακοδοξία, ἡ ὁποία πρέπει καί συνοδικά νά καταδικαστεῖ.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment