ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Χωρισμός ή συναλληλία;
Του Θεόδωρου Ζήση, Πρωτοπρεσβυτέρου,
Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
===================
Πρότυπο σχέσεων η βυζαντιακή συναλληλία
___________________
Και μια και αναφερθήκαμε στην συναλληλία ή συμφωνία, η οποία επιτρέπει και ευνοεί και ενισχύει την αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία των δύο θεσμών, πρέπει να διαλύσουμε εδώ μια παρεξήγηση επιστημονική, η οποία κυριαρχεί στους κύκλους των νομικών και των φιλολόγων-βυζαντινολόγων, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Σύμφωνα με την παρεξήγηση αυτή στο Βυζάντιο δεν έχομε το σύστημα της συναλληλίας ή συμφωνίας ή ομοταξίας ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Πολιτεία, αλλά άκρατο και σκληρό Καισαροπαπισμό, πλήρη υποταγή της Εκκλησίας στην Πολιτεία, αφού ο αυτοκράτωρ ουσιαστικά είναι ο αρχηγός και της Εκκλησίας και επεμβαίνει σ' όλα τα ζητήματα ακόμη και στα δογματικά. Πρόκειται για εσφαλμένη και ανακριβή ιστορική εκτίμηση, η οποία πλάσθηκε και διατυπώθηκε στη Δύση και εξυπηρετούσε ομολογιακές αλλά και πολιτειολογικές σκοπιμότητες των Δυτικών. Σε όλα πράγματι τα σχετικά έργα των Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων η αντίθεση μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης, Ανατολής και Δύσεως, που κράτησε επί αιώνες, πριν από το σχίσμα και μετά από αυτό, εξηγείται κατά μεγάλο μέρος ως προσπάθεια των παπών να κρατήσουν την Εκκλησία ελεύθερη από τα δεσμά και την υποταγή στον αυτοκράτορα, ο οποίος συνεχίζοντας τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση συνένωνε, ως Pontifex Maximus, στο πρόσωπό του την ιερατική και πολιτική εξουσία, και χρησιμοποιούσε ως υπαλλήλους τους πατριάρχες, τους οποίους ανέβαζε και κατέβαζε από τους θρόνους, όταν αντιδρούσαν στις αποφάσεις του. Στην θεολογική λοιπόν δυτική βιβλιογραφία κυριαρχικά έχει περάσει η εικόνα πως στο Βυζάντιο η Εκκλησία είναι υποταγμένη στην Πολιτεία, και πως μόνο ο πάπας αγωνιζόταν για μία ελεύθερη ανεξάρτητη και αυτόνομη από την Πολιτεία Εκκλησία, και επομένως οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στο Βυζάντιο δεν αποτελούν καλό πρότυπο, γιατί εντάσσονται δήθεν στον Καισαροπαπισμό.
Η εικόνα αυτή διευκόλυνε τους επιστημονικούς κύκλους της Αναγεννήσεως και του Διαφωτισμού να εντάξουν στον σκοτεινό Μεσαίωνα, τον οποίον εγνώρισαν και εδοκίμασαν στη Δύση, και το Βυζάντιο, το οποίο όμως δεν είχαν γνωρίσει και το είχαν παρεξηγήσει. Γι' αυτούς και ο δυτικός Παποκαισαρισμός και ο ανατολικός Καισαροπαπισμός ήσαν απολυταρχικά συστήματα, που παραβίαζαν την ελευθερία της συνειδήσεως και έπρεπε να εγκαταλειφθούν, ώστε στα κοσμικά λαϊκά κράτη, που προτάθηκε να δημιουργηθούν, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών να μη παίζουν κανένα ρόλο, και η Εκκλησία να περιορισθεί καθαρά στα λατρευτικά ή ευρύτερα στα δικά της έργα.
Αυτήν την εικόνα παρέλαβαν από τη δυτική βιβλιογραφία, που ταξινομεί και σχηματοποιεί τα συστήματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, και οι δικοί μας νομικοί και βυζαντινολόγοι στην πλειονότητα τους.
Είναι όμως αυτή η εικόνα ορθή, αληθινή και ακριβής; Υπάρχουν πάμπολλα κείμενα βυζαντινών αυτοκρατόρων που καθορίζουν αυτές τις σχέσεις, όχι απλώς ως σχέσεις συναλληλίας και ισοτιμίας των δύο εξουσιών, αλλά υπεροχής της Εκκλησίας, λόγω μεγαλυτέρας εγγύτητός της προς τον Θεό, ο οποίος θεωρείται ως πηγή και της πολιτικής εξουσίας. Ο αυτοκράτωρ, παρά την εξέχουσα θέση του στην Πολιτεία, δεν είναι ποιμήν, αλλά ποιμαινόμενος, δεν ασκεί ιερατικό λειτούργημα. Η βασιλεία είναι πολύ κατώτερη από την Ιερωσύνη. Δεν έχει καμμία αρμοδιότητα και κανένα δικαίωμα να επεμβαίνει ο βασιλεύς εις τα της Εκκλησίας.
Όσες φορές αυτό επιχειρήθηκε, ως εξαίρεση του κανόνος της συναλληλίας και συμφωνίας, συνήντησε ισχυρή αντίδραση εκ μέρους ισχυρών και θαρραλέων εκκλησιαστικών ηγετών που ανακαλούσαν τον αυτοκράτορα στη θέση του. Είναι π.χ. γνωστό πώς απήντησε ο Όσιος Κορδούης στον γιό του Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιο το 356 όταν πίεζε τους επισκόπους να δεχθούν τον Αρειανισμό: «Μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, αλλά μάλλον παρ' ημών συ μάνθανε ταύτα. Σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρισεν, ημίν τα της Εκκλησίας επίστευσε. Και ώσπερ ο την σην αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει τω διαταξαμένω Θεώ, ούτω φοβήθητι, μη και συ τα της Εκκλησίας εις εαυτόν έλκων υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη. Απόδοτε, γέγραπται, τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Ανάλογες είναι οι απαντήσεις των αγίων Μαξίμου Ομολογητού, Ιωάννου Δαμασκηνού και Θεοδώρου Στουδίτου. Από τα πολλά δε αυτοκρατορικά κείμενα που καθορίζουν αυτές τις σχέσεις συναλληλίας αρκεί εδώ να μνημονεύσουμε όσα λέγει ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός στην ΣΤ' Νεαρά του: «Μέγιστα εν ανθρώποις εστί δώρα Θεού, παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας, ιερωσύνη τε και βασιλεία, η μεν τοις θείοις υπηρετουμένη, η δε των ανθρώπων εξάρχουσά τε και επιμελομένη, και εκ μιας τε και της αυτής αρχής εκατέρω προϊούσα και τον ανθρώπινον κοσμούσα βίον».
Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι οι θεολόγοι ερευνηταί, ιστορικοί, βυζαντινολόγοι, κανονολόγοι, που γνωρίζουν καλά την εκκλησιαστική γραμματεία, σχεδόν στο σύνολό τους διαπιστώνουν ορθώς ότι στο Βυζάντιο στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας υπάρχει το σχήμα συναλληλίας ή συμφωνίας και επικρίνουν την άποψη περί Καισαροπαπισμού. Έτσι εκ των παλαιοτέρων ο Χρ. Ανδρούτσος, αφού διαπιστώσει ότι «οι αλλογενείς κριτικοί παρηρμήνευσαν έκπαλαι τα πράγματα, πολλή δε εν αυτοίς η ομίχλη η επισκοτίζουσα την ορθήν των πραγμάτων αντίληψιν», καταλήγει συμπερασματικά λέγοντας τα εξής: «Μεταξύ λοιπόν Εκκλησίας και Πολιτείας παρά τοις Βυζαντιακοίς υπάρχει όχι μόνον αντίθεσις, αλλ’ ένωσις και συμμαχία, ως εκ της οποίας ούτε διενοήθησαν ώστε να υποδουλώσουσιν αλλήλας, ούτε επί ρητόν ή απροσδιόριστον χρόνον προδιέγραψαν τας ιδίας σχέσεις καταρτίσασαι τας λεγομένας συμβάσεις (Concordata), ούτε αιματηροί μεταξύ αυτών προεκλήθησαν αγώνες, ως εν τη Δύσει». Εκ των νεωτέρων ο καθηγητής Βλ. Φειδάς στο έργο του «Βυζάντιο» παρατηρεί επίσης σχετικώς: «Οι συνήθως υποστηριζόμενες αντιλήψεις περί καισαροπαπισμού σε διαλεκτική αντίθεση προς τον παποκαισαρισμό της Δύσεως είναι ξένες προς την πραγματική προβληματική της σχέσεως των δύο εξουσιών στο Βυζάντιο. Η συνεργασία και αλληλοβοήθεια των εκπροσώπων των δύο εξουσιών, όχι μόνον δεν ανατρέπουν τα θεσμικά πλαίσια, αλλά και τονίζουν πολύ περισσότερο την ενότητα της αποστολής και την ανάγκη αλληλοσυμπληρώσεως για την εκπλήρωσή της, όταν βεβαίως αυτή δεν αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε εξουσίας· γι' αυτό και δεν νομιμοποιήθηκε ποτέ παρέμβαση του αυτοκράτορα στον εσώτερο κύκλο της πνευματικής αποστολής της Εκκλησίας».
Ευτυχώς που αυτά διαπιστώνονται πλέον και από σοβαρούς βυζαντινολόγους μη θεολόγους, ώστε να μη ισχύει πιθανή εκτίμηση μεροληπτικής κρίσεως. Ο Η. Gregoire στο συλλογικό έργο των Baynes και Moss, «Βυζάντιο. Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό», γράφει: «Έχομε υποστηρίξει ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι περισσότερο εσφαλμένο παρά η κατηγορία του καισαροπαπισμού, η οποία γενικά εκτοξεύεται κατά της Βυζαντινής Εκκλησίας, η κατηγορία ότι η Εκκλησία υπάκουε πειθήνια στις διαταγές του αυτοκράτορα ακόμη και στη θρησκευτική σφαίρα. Είναι αλήθεια ότι ο αυτοκράτορας πάντοτε ενδιαφερόταν για τα εκκλησιαστικά πράγματα: προσπαθούσε να διατηρήση ή να επιβάλη ενότητα στο δόγμα, αλλά όπως είδαμε με κανένα τρόπο οι απαιτήσεις του δεν γίνονταν αποδεκτές πάντοτε δουλικά». Και αφού αναφέρει αποτυχούσες προσπάθειες των βασιλέων να επιβάλουν στην Εκκλησία αιρετικές διδασκαλίες, επιλέγει τα εξής επίκαιρα και κατάλληλα ως προς την πιθανολογούμενη επίσκεψη του πάπα στην Ελλάδα και την καλλιέργεια φιλενωτικού κλίματος: «Κατά το δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνα οι αυτοκράτορες ήταν, δυστυχώς, ανίσχυροι να εξασφαλίσουν την αναγνώριση από τον κλήρο της ενώσεως με τη Ρώμη και οι τελευταίοι Παλαιολόγοι ήταν τόσο λίγο καισαροπαπικοί, ώστε οι ίδιοι, μαζί με λίγους μόνο άλλους εκλεκτούς, ανήκαν στην ενωτική ελληνική ομάδα. Συνέβαινε κάτι ανάλογο με ωρισμένους νεώτερους αρχηγούς, οι οποίοι ήταν ξένοι προς την θρησκευτική πίστη της πλειονότητος των υπηκόων τους».
Θα μνημονεύσουμε ακόμη στη συνάφεια αυτή τον ελληνικής καταγωγής Αμερικανό βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Γιαννακόπουλο, ο οποίος στο έργο του «Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση» έχει περιλάβει ως δεύτερο κεφάλαιο μελέτη του με τίτλο «Εκκλησία και Κράτος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αναθεώρηση του προβλήματος του Καισαροπαπισμού». Διαπιστώνει ότι «πρωταρχικός λόγος για την παλαιά χρήση του "Καισαροπαπισμού", που είναι νεόκοπη σύγχρονη δυτική έκφραση και δεν απαντιέται πουθενά στις βυζαντινές πηγές, είναι γιατί οι μελετητές προσπάθησαν πολύ συχνά να καθορίσουν τη βυζαντινή πολιτική θεωρία με βάση τη δυτική άποψη». Αναφέρει από την Επαναγωγή του Βασιλείου Μακεδόνος ή του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού το πολύ ενδιαφέρον κείμενο: «Της πολιτείας εκ μερών και μορίων αναλόγως τω ανθρώπω συνισταμένης, τα μέγιστα και αναγκαιότατα μέρη βασιλεύς έστι και πατριάρχης· διό και η κατά ψυχήν και σώμα των υπηκόων ειρήνη και ευδαιμονία βασιλείας εστί και αρχιερωσύνης εν πάσιν ομοφροσύνη και συμφωνία». Παραθέτει επίσης και δήλωση του αυτοκράτορος Ιωάννου Τσιμισκή που την διασώζει ο Λέων ο Διάκονος: «Δύο τας εν τώδε τω βίω γινώσκω (αρχάς) και τη κάτω περιφορά, ιερωσύνην και βασιλείαν, ων τη μεν την των ψυχών επιμέλειαν, τη δε την των σωμάτων κυβέρνησιν ενεχείρισεν ο Δημιουργός, ως αν μη τούτων χωλεύσοιτο μέρος, άρτιόν τε και ολόκληρον διασώζοιτο». Και σχολιάζοντας τα κείμενα αυτά γράφει: «Οι παραπάνω δηλώσεις, που εύκολα μπορούν να πολλαπλασιασθούν, εκφράζουν την ιδεώδη σχέση μεταξύ του imperium και του sacerdotium, σα να ήταν μία συμφωνική διωδία ανάμεσα σε δύο θεσμούς, που έχουν θεία προέλευση και πρωταρχικό σκοπό να διατηρήσουν την αρμονία ακολουθώντας το παράδειγμα της θείας τάξης στον ουρανό. Αυτός ο δεσμός, δύο θεία διορισμένων και με κάποια έννοια παράλληλων εξουσιών, είναι φανερό πως απέχει πολύ από την αντίληψη του Καισαροπαπισμού ή την ολοκληρωτική υποταγή της μιας δυνάμεως στην άλλη».
ΠΗΓΗ:
Ιερά Μονη Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
No comments:
Post a Comment