Η ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
«Μύρον ἐκκενωθὲν τὸ Ὄνομά σου!»
(ᾎσμα ᾈσμάτων α´, 3)
Λόγος τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μὲ ἀφορμὴν τὴν ποιητικήν του σύνθεσιν, ἔχουσαν ὡς τίτλον: «Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν»
=====
Β Ὁ ἀσωτότατος ποὺ ἔγινε ὁσιώτατος!
«Ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (ᾎσμα ᾎσμ. η´, 7).
Δευτερον παράδειγμα ἂς εἶναι ὁ ὅσιος Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος ἦτον πρότερον ἕνας ἀσωτότατος ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὕστερον ἔγινε μέγας ἀσκητὴς καὶ Ὁσιώτατος.
Οὗτος λοιπόν, κοντὰ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετὰς ποὺ τὸν ἐκοσμοῦσαν, εἶχεν ἐπιπροσθέτως καὶ μίαν ὑπερβολικὴν ἀγάπην εἰς τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἄναπτεν ἡ καρδία του ἀπὸ ἔνθεον ἔρωτα. Ὑπὸ τοῦ ὁποίου τούτου ἔρωτος παρακινούμενος ὁ μακάριος, ἐκεῖ ὅπου συναντοῦσε μέσα εἰς τὰ βιβλία τὰ ὁποῖα ἀνεγίνωσκε, γεγραμμένον τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς, ἢ Χριστός, ἢ Σωτήρ, ἢ Θεός, ἔκλαιε παρευθύς, καὶ βγάζοντας δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, κατέβρεχε τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ χαρτιοῦ, ὅπου ἦσαν γεγραμμένα τὰ ὡς ἄνω θεῖα Ὀνόματα. Τόσον πολύ μάλιστα ἔκλαιγε, ὥστε ἔσβυναν καὶ ἐχαλοῦσαν τελείως τὰ γράμματα εἰς τὸ χαρτί.
Βλέποντας δὲ ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας τὰ βιβλία ἔτσι χαλασμένα εἰς ἐκεῖνα τὰ συγκεκριμένα σημεῖα, ἠρώτησεν αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει: «Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου χαλᾷ ἐδῶ τὰ βιβλία;».
Ὁ δὲ ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν καὶ εἶπε: «Δὲν θέλω νὰ κρύψω ἀπὸ ἐσένα τίποτε, πάτερ. Ἡ πόρνη, ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὸν Σωτήρά μας Χριστόν, ἔβρεξε τοὺς πόδας του μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ τοὺς ἐσφόγγισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της, καὶ ἔτσι ἔλαβε παρ’ Αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν της. Καὶ ἐγώ, ὅταν κάμνω ἀνάγνωσιν εἰς τὰ βιβλία, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκω γεγραμμένον τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μου, τὸ βρέχω μὲ τὰ δάκρυά μου, διὰ νὰ λάβω παρ’ Αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μου»!
Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας χαριέντως τοῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, καὶ δέχεται τὴν προαίρεσίν σου, ὅμως τὰ βιβλία παρακαλῶ σε νὰ μὴν τὰ χαλᾷς».
Ὁ δὲ Ἰουλιανὸς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ πάλιν: «Πίστευσόν μοι, ὅτι ἐὰν δὲν κλαύσω ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου, δὲν ἠμπορεῖ νὰ δροσισθῇ ἡ καρδία μου ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, ὁποὺ ἀνάπτει καὶ καίει ἐντός μου».
Ταῦτα διηγεῖται ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας καὶ εἶναι καταγραμμένα εἰς τὴν Συλλογὴν Ἰωάννου Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἐν τῇ πρώτῃ ὑποθέσει τῇ «περὶ θανάτου καὶ τῶν ἐκεῖ δικαιωτηρίων», ἐν χειρογράφοις σῳζομένῃ.
(Συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ:
O ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, Περιοδικὴ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου,
No comments:
Post a Comment