π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Η ΠΑΛΑΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ
Β΄
Του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση
====
2. Ἐπίλεκτο στέλεχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Ἂς παρακολουθήσουμε λοιπόν, ὡς μέρος τοῦ Βιογραφικοῦ του, τὶς σχέσεις τοῦ π. Θεοδώρου πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο:
Διετέλεσε ἐπιστημονικὸς συνεργάτης, ἀμέσως μόλις ἱδρύθηκε, τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βλατάδων, συντάκτης καὶ γραμματεὺς τοῦ ἐπιστημονικοῦ-θεολογικοῦ περιοδικοῦ τοῦ Ἱδρύματος «Κληρονομία» (1968-1972), μετὰ δὲ τὴν ἐκλογή του ὡς ὑφηγητοῦ (1973) καὶ ὡς καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς (1980) διορίσθηκε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Ἔφορος (=ἀναπληρωτὴς διευθυντής) τοῦ Ἱδρύματος, συνδιευθύνων αὐτὸ μετὰ τοῦ καθηγητοῦ Π. Χρήστου ἐπὶ ἐννέα ἔτη (1977-1986). Ἐκτὸς τῶν πολλῶν ἄρθρων, βιβλιοκρισιῶν, χρονικῶν ποὺ ἐδημοσίευσε στὸ περιοδικό «Κληρονομία», στὴν γνωστὴ σειρὰ ἐπιστημονικῶν μονογραφιῶν τοῦ Ἱδρύματος «Ἀνάλεκτα Βλατάδων» ἐδημοσιεύθησαν τρεῖς μονογραφίες του: Ἡ διδακτορική του διατριβὴ μὲ τίτλο: «Ἄνθρωπος καὶ κόσμος ἐν τῇ Οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον» (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 9, Θεσσαλονίκη 1971), ἡ ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ διατριβή του μὲ τίτλο «Τέχνη Παρθενίας. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν Πατέρων περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας καὶ αἱ πηγαὶ αὐτῆς» (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 15, Θεσσαλονίκη 1973) καὶ ἡ μεγάλη μονογραφία πρὸς ὑποστήριξη τῆς ἐκλογῆς του ὡς καθηγητοῦ μὲ τίτλο «Γεννάδιος Β´ Σχολάριος. Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία» (Ἀνάλεκτα Βλατάδων 30, Θεσσαλονίκη 1980).
᾽Εξελίχθηκε σὲ ἐπίλεκτο στέλεχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸ τῆς χειροτονίας του εἰς κληρικόν. Ἐνῶ ἦτο ἀκόμη ὑφηγητής (1973-1980), ἐκτὸς τοῦ διορισμοῦ του ὡς Ἐφόρου στὸ Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα, τοῦ ἀνετέθησαν ἐκπροσωπήσεις τοῦ Πατριαρχείου ἢ εἰσηγήσεις σὲ συγκαλούμενα συνέδρια. Ὅταν δέ, μετὰ τὴν ἐκλογή του σὲ τακτικὸ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς (1980), λόγῳ τῶν ἐκεῖ ὑποχρεώσεών του, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐφόρου, ἡ παραίτηση δὲν ἔγινε δεκτὴ συνοδικῶς, διότι, ὅπως ἐγράφετο στὸ σχετικὸ ἔγγραφο τῆς ᾽Αρχιγραμματείας, «Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης καὶ ἡ Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος μετὰ λύπης πολλῆς ἔλαβον γνῶσιν τῆς ὑποβληθείσης ταύτης παραιτήσεως, ἥτις, καί, ἐν ἐκτιμήσει τῆς ἄχρι τοῦδε πολυτίμου προσφορᾶς τοῦ εἰρημένου Καθηγητοῦ πρὸς τὸ Ἵδρυμα, ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἐφόρου, οὐκ ἐγένετο ἀποδεκτή, τῆς παρουσίας αὐτοῦ ἐν τῇ ὑπευθύνῳ καὶ ἐπικαίρῳ ταύτῃ θέσει κρινομένης ὡς ἀπαραιτήτου καὶ πολλαχῶς χρησίμου, ἰδία κατὰ τὴν δύσκολον ταύτην περίοδον ἣν διέρχεται τὸ Ἵδρυμα, ἀπεφασίσθη δὲ ὁμοφώνως ὅπως διαβιβασθῆ ἔκκλησις τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν αὐτοῦ ἐντιμολογιότητα, ὅπως ἀνακαλέσῃ τὴν ὑποβληθεῖσαν αὐτοῦ παραίτησιν καὶ συνεχίσῃ τὰ ἐν τῷ Ἱδρύματι λίαν εὐόρκως ἐκτελούμενα καθήκοντα αὐτοῦ» (19-11-1985).
Τὴν ἴδια περίοδο ὁρίζεται μέλος τῆς πατριαρχικῆς ἀντιπροσωπείας, ὡς εἰδικὸς θεολόγος-σύμβουλος, στὴν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ καὶ στὴν ἀκολουθήσασα Γ´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Γενεύη 1986), μετὰ τὶς ἐργασίες τῶν ὁποίων μὲ συνοδικὸ καὶ πατριαρχικὸ γράμμα ἐκφράσθηκε ἡ εὐαρέσκεια τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας «περὶ τῆς λίαν ὠφελίμου καὶ ἀξιολόγου συμβολῆς καὶ τῆς ὑμετέρας ἀγαπητῆς ἡμῖν ᾽Εντιμολογιότητος εἰς ἐπιτυχίαν τῆς ἀνατεθείσης αὐτῇ ἀποστολῆς, μὴ φεισθείσης κόπων προκειμένου ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τὰς ὡς εἰδικοῦ θεολόγου-συμβούλου τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν Ἀντιπροσωπείας ὑποχρεώσεις αὐτῆς καὶ στηρίξῃ τὴν γραμμὴν καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς».
Τοὺς ἐπαίνους ἐπίσης δέχεται, καὶ ὅταν ἐξεπροσώπησε μόνος τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν συνελθοῦσαν ἐν Γενεύῃ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (10-17 Νοεμβρίου 1990), ἐπειδὴ τὸ ὁρισθὲν ἀρχιερατικὸ μέλος, ὁ τότε μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος, νῦν Θεσσαλονίκης, δὲν ἠδυνήθη νὰ παραστεῖ. Σὲ «Ἔκθεση» ποὺ ὑπέβαλε πρὸς τὸν πατριάρχη Δημήτριο ἡ τριμελὴς ἐξ ἀρχιερέων ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (26 Ἰανουαρίου 1991), ἀποτελούμενη ἀπὸ τοὺς Χαλκηδόνος Βαρθολομαῖο, Γαλλίας Ἱερεμία καὶ Περγάμου Ἰωάννη ἐλέγοντο καὶ τὰ ἑξῆς: «Σημειοῦμεν, ὅτι κατὰ τὰς δυσχερεῖς συζητήσεις ἐπὶ θεμάτων καιρίας σπουδαιότητος διὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, σημαντικὴ ὑπῆρξεν ἡ συμπαράστασις καὶ ὑποστήριξις ἐκ μέρους τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων, Γεωργίας, Κύπρου καὶ Ἑλλάδος», τῆς τελευταίας ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τοῦ λαϊκοῦ εἰσέτι καθηγητοῦ Θεοδώρου Ζήση, λόγῳ μὴ παρουσίας τοῦ ἀρχιερατικοῦ μέλους, ὅπως προαναφέραμε. Τὸ ἐπίμαχο θέμα αὐτῆς τῆς Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς, καὶ ἰδιαίτερα τὸ θέμα τοῦ ποιὸς θὰ προήδρευε στὶς προταθεῖσες «Ἐπισκοπικὲς Συνελεύσεις». Τὰ ἀποτελέσματα τῶν συζητήσεων ἀνετέθη νὰ τὰ παρουσιάσει σὲ κείμενο Συντακτικὴ Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ὡς λέγει ἡ μνημονευθεῖσα «Ἔκθεση» «τελοῦσα ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, ἀπετελέσθη ἐκ τῶν Δρος Albert Laham, ὡς γραμματέως, τοῦ ἐπισκόπου Βρότσλαβ Ἱερεμίου τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου V. Vorovoy καὶ τοῦ Καθηγητοῦ Θ. Ζήση, ὡς μελῶν, ἐργασθεῖσα δὲ εἰς ἐπανειλημμένας συνεδρίας κατήρτισε τὸ ὑπὸ στοιχεῖον Δ´ ὑποβαλλόμενον κείμενον».
Ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες ἀναθέσεις ἀποστολῶν, καὶ ἐκπροσωπήσεων μνημονεύουμε τὶς ἀκόλουθες:
Τὸ 1981 μὲ πατριαρχικὸ γράμμα καὶ συνοδικὴ ἀπόφαση, ὁρίσθηκε ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Διορθόδοξη Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς, ἡ ὁποία συνῆλθε εἰς Ζαγκόρσκ τῆς Μόσχας ἀπὸ 15-23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1981, ἀντικαθιστώντας τὸν Καθηγητὴ τῆς Χάλκης Ἐμμανουὴλ Φωτιάδη, παρέμεινε δὲ στὴ θέση αὐτὴ μέχρι πέρατος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, τοῦ μόνου ποὺ εἶχε καλὰ ἀποτελέσματα γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους. Τὸ 1986 ἐστάλη ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ ὀργανωθὲν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας Συνέδριο στὸ Κίεβο ἀπὸ 21-29 Ἰουλίου, στὸ ὁποῖο ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὡς παράγων ἑνότητος τῶν ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκχριστιανισθέντων Ρώσσων». Τὸ 1991, ἔτος τῆς χειροτονίας του εἰς πρεσβύτερον, τοῦ ἀνετέθη νὰ ἐκπρωσωπήσει μαζὶ μὲ τὸν μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη, τὸ συγκληθὲν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης Συνέδριο ἀπὸ 5-12 Νοεμβρίου μὲ θέμα τὸ φυσικὸν περιβάλλον. Κατὰ τὸ ἴδιο ἔτος ὁ πατριάρχης Δημήτριος ἀπήντησε θετικὰ σὲ αἴτημα, ποὺ ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, νὰ συνεχίσει νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν κληρικὸ πλέον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης «ἔν τε τῇ Διορθοδόξῳ Ἐπιτροπῇ, τῇ διεξαγούσῃ τὸν μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας Θεολογικὸν Διάλογον, καὶ ἐν ἄλλοις διορθοδόξοις καὶ διαχριστιανικοῖς συνεδρίοις». Ἀπαντώντας θετικὰ ὁ πατριάρχης Δημήτριος ἔγραφε: «Εἰς ἀπάντησιν εὐχαρίστως παρέχομεν τὴν ἀδελφικὴν ἡμῶν συγκατάθεσιν πρὸς χρησιμοποίησιν ὑπὸ τῆς ὑπὸ τὴν Ὑμετέραν ἔμφρονα πηδαλιουχίαν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ μνημονευθέντος ἐκλεκτοῦ στελέχους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, γνωρίζοντες συγχρόνως ὅτι καὶ ἡμεῖς μέλλομεν ἵνα χρησιμοποιῶμεν τοῦτον, ὁσάκις αἱ ἀνάγκαι τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἀπαιτοῦσι» (13 Αὐγούστου 1991).
Τὸ 1992 (26 Ὀκτωβρίου) ὁ νέος πατριάρχης Βαρθολομαῖος τοῦ ἀνέθεσε νὰ ἐκπροσωπήσει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ συγκαλούμενο στὴν Θεσσαλονίκη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη μεταξὺ 10ης καὶ 13ης τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου ΙΓ´ Θεολογικὸ Συνέδριο μὲ θέμα «Ὁ Ἐπουράνιος Πατήρ». Ἀμέσως μετὰ ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος διὰ πατριαρχικοῦ γράμματος (23 Δεκεμβρίου 1992) ἀνακοίνωσε στὸν π. Θεόδωρο ὅτι ὁρίσθηκε μέλος τῆς πατριαρχικῆς Συνοδείας κατὰ τὴν ἐπίσημη ἐπίσκεψη «πρὸς τὰς ἐν Γερμανίᾳ Ἐκκλησίας Εὐαγγελικὴ καὶ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ πρὸς τὴν ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ ἐπαρχίαν τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Θρόνου», ἡ ὁποία ἐπραγματοποιήθη μεταξὺ 22 καὶ 29 Ὀκτωβρίου τοῦ 1993. Ἦταν ἡ τελευταία συνύπαρξη καὶ συνεργασία μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Εἰς τὸ ἑξῆς ἡ θεολογικὴ πορεία τοῦ π. Θεοδώρου ἄλλαξε κατεύθυνση, διότι διέγνωσε ὅτι ἡ πορεία ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο βρισκόταν ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν ῾Αγίων Πατέρων, στὴν ὑπηρεσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ ἴδιος χαρακτηρίζει τὴν ἀλλαγὴ στάσεως ὡς «ἔξοδο ἀπὸ τὸ οἰκουμενιστικὸ περιβάλλον τοῦ Φαναρίου» καὶ ἔχει ἐξαγγείλει ὅτι θὰ ἀναλύσει ἐκτενῶς τοὺς λόγους αὐτῆς τῆς καλῆς ἀλλαγῆς σὲ βιβλίο ποὺ θὰ ἑτοιμάσει.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment