Η ΕKKΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ
E΄
Του Πρωτοπρεσβ. Αναστάσιου Γκοτσόπουλου
=====
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
_________
Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μποροῦμε μὲ βεβαιότητα νὰ καθορίσουμε τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τοῦ ἐπισκόπου της στὴν κοινωνία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων:
Α. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης.
1. Εἶναι σαφὲς τὸ αὐξημένο κῦρος καὶ ἡ ἐξαιρετικὴ τιμὴ ποὺ ἀπονεμόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Συνακόλουθα, στὸν ἐπίσκοπό της ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει πρωτεῖο τιμῆς καὶ προκαθεδρίας στὴν τάξη τῶν τιμηθέντων μὲ πρεσβεῖα Πατριαρχικῶν Θρόνων. Οἱ λόγοι εἶναι σαφεῖς: α) ἦταν ἡ Ἐκκλησία τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας, β) ἦταν δραστήρια στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὴν συναντίληψη ἄλλων ἐμπεριστάτων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γ) ἦταν ἡ μοναδικὴ πόλη στὸ δυτικὸ-λατινικὸ κόσμο ποὺ δέχθηκε τὴν παρουσία καὶ τὸ κήρυγμα τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἐκεῖ μαρτύρησαν καὶ ἡ ὁποία διατηροῦσε τοὺς Τάφους τους.
2. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐκαυχάτο ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἀποστολικὴ καταγωγή της ἀπὸ τοὺς Πρωτοκορυφαίους, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ χρόνου, περιόρισε καὶ διαμόρφωσε σὲ «πέτρειο». Θὰ πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ κανένα κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἀπόδοση πρεσβείων τιμῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀποστολικὴ προέλευσή της, ἡ ὁποία κατὰ τὰ ἄλλα θεωρεῖται δεδομένη.
3. Στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἔννοια τῆς ἀποστολικότητος νοηματοδοτήθηκε διαφορετικὰ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπέκτησε ἄλλη βαρύτητα. Ταυτόχρονα ὅμως σύνολη ἡ Ἐκκλησία ἀποδεχόταν ὅτι ἡ ἀποστολικότητα δὲν ἦταν ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ἀφοροῦσε καὶ στοὺς τιμηθέντες μὲ ἐξαιρετικὰ προνόμια θρόνους τῆς Ἀνατολῆς.
4. Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία - σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση - εἶχε ἀναγνωρίσει στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης πρωτεῖο τιμῆς καὶ πρωτοκαθεδρίας . ὄχι ὅμως πρωτεῖο ἐξουσίας (ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας) ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ κατὰ καιροὺς προσπάθεια ρωμαίων παραγόντων νὰ δώσουν στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τὴ διάσταση πρωτείου ἐξουσίας, «πέτρειας» μάλιστα προελεύσεως, δὲν ἀφοροῦσε στὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων Ρώμης καὶ φυσικὰ δὲν ἦταν ἡ πάγια καὶ σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση σύνολης τῆς Δυτικῆς-Λατινικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
5. Ὅταν προέκυπτε μεῖζον θέμα πίστεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, κάθε ἐπίσκοπος, πολλῷ μᾶλλον ὁ τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης», εἶχε ὄχι μόνο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ τό ἐπιτακτικὸ καθῆκον ἐπεμβάσεως ἀκόμα καὶ σὲ ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία. Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα σὲ ἐξαιρετικὲς περιπτώσεις ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν ὑφίστατο ὑποχρεωτικὰ στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἔχοντα τὴν προκαθεδρία ἢ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς θρόνο, ἀλλὰ μὲ αὐτὸν ὁ ὁποῖος στὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἐξέφραζε τὴν ἀληθῆ πίστη καί διέθετε τὸ «πρωτεῖο ἀληθείας». Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν Ἃγ. Κύριλλο στὴν Γ΄ ἢ τὸν πάπα Ἃγ. Λέοντα στὴν Δ΄ Οἰκουμενική. Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρὰ, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δὲν ἀποδεικνυόταν ἀντάξιος τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἡ κοινωνία μὲ αὐτὸν διακοπτόταν ὄχι μὸνο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως.
Β. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι.
1. Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπετέλεσαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία κορυφαῖες στιγμὲς φανερώσεως τῆς ἐν τῇ Ἀληθείᾳ ἑνότητός Της. Παράλληλα, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατέστησε ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ὑπέρτατη Ἀρχὴ καὶ Αὐθεντία στήν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται.
2. Ἡ εὐθύνη τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀνῆκε ἀποκλειστικὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος καθόριζε καὶ τὶς σχετικὲς διαδικασίες. Ἀσφαλῶς, ἡ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ κυρίως μὲ τὸν Ρώμης καὶ τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη. Ὅμως ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης δὲν τοῦ παρεῖχε τὸ δικαίωμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν διαδικαστικῶν θεμάτων τῶν Συνόδων, οὔτε δικαίωμα ἀρνησικυρίας.
3. Σὲ καμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο δὲν παρέστη προσωπικὰ ὁ ἴδιος ὁ πάπας, ἀλλὰ στὶς περισσότερες ἐκπροσωπήθηκε. Ἐπίσης, σὲ καμία Σύνοδο δὲν προήδρευσαν οἱ τοποτηρητές του. Ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ πάπα Ρώμης στὴ κοινωνία τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία, ἐκτός τοῦ θεολογικοῦ ζητήματος τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἀπεφάνθη καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καταδικάζοντας τὸν πάπα Βιγίλιο μετὰ τὴν ἀδικαιολόγητη ἄρνησή του νὰ συνεδρεύσει μὲ τοὺς ἄλλους Πατριάρχες. Γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία – στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση – ὁ πάπας ὑπόκειται στὴ συνοδικὴ δικαστικὴ κρίση καὶ ἐξουσία σὲ θέματα ὄχι μόνο πίστεως ἀλλὰ καὶ κανονικῆς τάξεως.
4. Τὸ κύριο ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὡς πρωτοθρόνου τῶν Πατριαρχῶν ἦταν νὰ διατυπώσει στὴ δογματική του ἐπιστολή, ποὺ τρόπον τινὰ ἐπεῖχε θέση κεντρικῆς εἰσηγήσεως στὴ Σύνοδο, τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ἐπὶ τοῦ ἀνακύψαντος θεολογικοῦ ζητήματος βάσει τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς διεξάγονταν καί οἱ συνοδικὲς συζητήσεις. Συνεπῶς, ἡ θέση τοῦ πάπα Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἐντὸς τῶν Συνόδων καὶ ὄχι ὑπεράνω αὐτῶν. Μόνο ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς συμμετοχῆς στὶς συνοδικὲς διαδικασίες ὁ πάπας ἀναγνωριζόταν ὡς «κεφαλὴ καὶ πατέρας καὶ πρῶτος» τῶν συνεδρευόντων αὐτῷ ἐπισκόπων καὶ πατριαρχῶν . δὲν ἀποφαινόταν αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ὑπήκουαν, ἀλλὰ «διασκέπτεται … μαζὶ μὲ ὅλους».
Γ΄ Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
1. Ἡ Ἐκκλησία ἐπεδίωκε μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴ διασάλευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ποὺ προκαλοῦσε ἡ δράση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ συμμετοχή, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συμπόρευση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης καὶ συνακόλουθα τῆς «μέχρι τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» Ἐκκλησίας του στὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις ἦταν ἀπαραίτητη, κυρίως γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἑνότητος μὲ τὴν ἀποτροπὴ τῆς δημιουργίας σχίσματος. Ἔτσι, ὅταν αὐτὸ ἐπιτυγχανόταν, ἦταν ἰδιαίτερα ἔκδηλη ἡ χαρὰ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν συνοδικῶν Πατέρων τά ὁποῖα ἐκφράζονταν μὲ ἔντονο τρόπο.
2. Ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφαίνεται ὡς ἀπόλυτη ἐξουσία ἔχουσα χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση ἢ τὶς ἀποφάσεις μεμονωμένων προσώπων. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν ἀπολύτως ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἔτσι, λήφθηκαν ἀποφάσεις ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἢ ἀκόμα καὶ παρὰ τὴν κατηγορηματικὴ ἀντίθεσή του. Ἐπιπλέον, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις πού γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις του, εἶχε προηγηθεῖ ἡ βάσανος τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου μὲ βάσει τὴν μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ, ἐφ’ ὅσον ἐξασφαλιζόταν ἡ συνοδικὴ συμφωνία, τότε γίνονταν οἱ προτάσεις τοῦ Ρώμης ἀποδεκτὲς.
Στὴ «συνοδικὴ ψῆφο», τὸν Ὃρο τῆς Ε΄Οἰκουμενικῆς, ἔχει καταγραφεῖ μὲ τὸν πλέον ἐπίσημο καὶ κατηγορηματικὸ τρόπο ἡ θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας: «κατὰ τὰς κοινάς συνδιασκέψεις τὸ φῶς τῆς ἀληθείας διαλύει τὰ σκότη τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἐκεῖ τίθενται ὑπὸ κρίσιν τὰ ἐξ ἑκατέρου μέρους προτεινόμενα πρὸς συζήτησιν. Διότι εἰς τὰ ζητήματα πίστεως κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προδικάσει κάτι διὰ λογαρισμὸ τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καθ’ ὅσον ὅλοι μας ἔχομεν τὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον μας». Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολικὸ νὰ λέγαμε ὅτι ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προεῖδε τὴν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως καὶ δογμάτισε καταδικάζοντας ρητῶς καὶ ἀπεριφράστως τὸ περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Α΄ Βατικανῆς: Γιὰ τὴ Σύνοδο ὁ πάπας δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀλάθητος οὔτε ex sese, οὔτε ex consensu Ecclesiae.
3. Ἡ προκαθεδρία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα καὶ ἡ ἰσότητα τῶν πέντε Πατριαρχῶν ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τοὺς «τύπους ὑπογραφῆς» τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Ὅλοι οἱ πατριάρχες καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὑπογράφουν στὸν αὐτὸ «τόπο» καὶ μὲ ἑνιαῖο τρόπο σύμφωνα μὲ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πατριαρχικῶν Θρόνων. Ἀσφαλῶς ὡς πρωτόθρονος ὑπογράφει πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης. Ὁ πάπας οὐδέποτε διεκδίκησε, καὶ οὔτε θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ χορηγήσουν ἰδιαίτερο τύπο ὑπογραφῆς.
Δ. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες.
1. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπηχοῦν ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ διαμορφώνουν τὸ ἦθος καὶ τὴν πράξη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ περιφρόνηση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους καὶ τῆς ἰσχύος τῶν κανόνων.
2. Βασικοὶ κανόνες ποὺ ἀναφέρονται στὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῶν πρωτοθρόνων πατριαρχικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι οἱ A-6, A-7, Β-3, Δ-28 καὶ Στ-36. Ὁ πλέον καθοριστικὸς γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Δ-28, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὸν Β-3 καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση τοῦ Στ-36. Ἡ σπουδαιότητα τοῦ Δ-28 ἔγκειται στὸ περιεχόμενό του ἀλλὰ καὶ στὴ διαδικασία ἐκδόσεως.
α) Ἀναφορικὰ μὲ τὸ περιεχόμενο: περιβάλλει μεν μὲ κανονικὸ κῦρος τὰ πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Ρώμης, χορηγώντας στὸν Κωνσταντινουπόλεως «τὰ ἴσα πρεσβεῖα» μὲ αὐτὰ τοῦ Ρώμης, ἀλλὰ παράλληλα προσβάλλει τὸ καιριότερο σημεῖο ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ – κατὰ τὴ Ρώμη – ὑπεροχὴ τοῦ παπικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων: τὴν «πέτρεια» ἀποστολικότητα καὶ τὴν «θείῳ δικαίῳ» χορήγηση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας.
β) Ὡς πρὸς τὴ διαδικασία ἐκδόσεως: Ἡ ὑπὸ τὸν Μ. Λέοντα κατηγορηματικὴ ἀντίθεση καὶ οἱ ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὄχι μόνο δὲν ἀκύρωσαν τὸν Δ-28, ἀλλὰ οὔτε καὶ μείωσαν τὸ κῦρος, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν οἰκουμενικότητά του. Καὶ αὐτὸ ἦταν αὐτονόητο γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη, διότι ἦταν ἀδιανόητη γιὰ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀκύρωση συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπὸ μία Τοπικὴ Ἐκκλησία ἢ ἕνα πρόσωπο. Δὲν ἀναγνωριζόταν οὔτε στὸν πάπα τῆς Ρώμης κάποιο δικαίωμα ἐγκρίσεως ἢ ἀπορρίψεως τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων. ἀντιθέτως αὐτὸς ὑποχρεωνόταν σὲ συμμόρφωση.
3. Οἱ ρωμαϊκὲς ἀντιλήψεις πού μὲ ἰδιαίτερο σθένος ὑποστήριξε ὁ πάπας Μ. Λέων περὶ «πετρείου» ἀποστολικότητος τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ τῆς, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολικότητος, χορηγήσεως σέ αὐτές πρεσβείων δὲν ἀπέκτησαν κανένα κανονικὸ ἔρεισμα καὶ οὔτε ἄσκησαν κάποια ἐπίδραση στὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ Ρώμη δὲν τὶς ἀποδέχθηκε ἐν τῇ πράξει καὶ σύντομα τὶς ἐγκατέλειψε.
4. Ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ (Πενθέκτη) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ πέντε κανόνες καταδικάζει ἔθιμα ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Ε. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση . «ἡ ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι».
Στὸν ἐπίσημο Θεολογικὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴ Ρώμη ἔχει κατατεθεῖ ὡς πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τοῦ ἀδιεξόδου ποὺ δημιουργοῦν τὰ παπικὰ δόγματα στὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ περίφημη «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι». Ἡ πρόταση αὐτὴ, κατά τοὺς εἰσηγητές της, βασίζεται στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως 879-880, ἀλλὰ μέ τόν τρόπο πού προτείνεται, οὐσιαστικὰ ὑλοποιεῖ τὸ «περὶ Οἰκουμενισμοῦ»
Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ τῶν δογμάτων. Δηλαδή, οἱ μὲν Δυτικοὶ νὰ ἀποδέχονται τὸ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου δόγμα καὶ τὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ὅπως ἔχουν διατυπωθεῖ στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους, χωρὶς ὅμως τὴν ἀπαίτηση νὰ τὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἀνατολή, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι νὰ μποροῦν νὰ μὴν τὰ ἀποδέχονται, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν τὰ χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικὴ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πίστη καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τή διατύπωση τοῦ τότε Καρδιναλίου J. Ratzinger καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου XVI
! Σύμφωνα μέ τήν πρόταση αὐτή καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἔτσι πολιτεύτηκε: ἡ μὲν Δύση ἀποδεχόταν τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβάλει στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἡ Ἀνατολὴ ἀνεχόταν τὴ διαφοροποίηση αὐτὴ τῆς Δύσεως χωρὶς νὰ τὴν καταδικάζει ὡς ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ . διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἴμαστε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία
. ἢ μὲ ἄλλα λόγια «ἡ νόμιμη διαφορὰ δὲν εἶναι καθόλου ἀντίθετη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα αὐξάνει τὸ κόσμημά της καὶ συντελεῖ ὄχι λίγο στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς της»
.
Πρὶν προβοῦμε στὴν ἀπαραίτητη σύντομη κριτικὴ στὴν πρόταση αὐτὴ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε τὴν πραγματικὴ διάστασή της. Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὸς ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ ἦταν ὁ λόγος τοῦ πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄ στοὺς Καθολικοὺς Ἀνατολικοὺς Πατριάρχες (Οὐνίτες) τὴν 29.9.1998.
Εἶπε μεταξὺ ἄλλων ὁ πάπας στοὺς Οὐνίτες Πατριάρχες: «Σᾶς ζητῶ νὰ παράσχετε τὴ βοήθειά σας στὸν πάπα ἐν ὀνόματι τῆς ὑπευθυνότητας στὴν ἐπανασύσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες (OL § 24). Εἶσθε ὑπεύθυνοι διότι εἶσθε οἱ Πατριάρχες τῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μοιράζονται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἕνα μεγάλο μέρος τῆς θεολογικῆς, λειτουργικῆς, πνευματικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπιθυμῶ οἱ Ἐκκλησίες σας νὰ εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν συνεργάτες στὸν οἰκουμενικὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο, εἴτε σὲ τοπικὸ εἴτε σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο» καὶ συνέχισε ὁ πάπας «Ὁ ἰδιαίτερος ρόλος τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν (σημ. συντ: Οὐνιτῶν) ἀντιστοιχεῖ σὲ αὐτὸν πού παραμένει κενὸς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως πλήρους κοινωνίας μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τόσο τὸ διάταγμα Orientalium Εcclesiarum τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Διάταξη Sacri Canones (σ. ΙΧ-Χ) μὲ τὴν ὁποία δημοσιεύθηκε ὁ CCEO κατέστησαν σαφὲς πόσο ἡ ὑφιστάμενη κατάστασις καὶ οἱ κανόνες οἱ ὁποῖοι τὴν διέπουν εἶναι προσανατολισμένοι πρὸς τὴν πλήρη κοινωνία τὴν τόσο ἐπιθυμητὴ μεταξύ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἡ συνεργασία σας μὲ τὸν πάπα θὰ ἀποδείξει στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅτι ἡ παράδοση τῆς ‘’συνεργείας’’ μεταξὺ Ρώμης καὶ τῶν Πατριαρχείων συνεχίζει νὰ ὑφίσταται – ἂν καὶ περιορισμένη καὶ τετρωμένη – καὶ μπορεῖ ἀκόμη νὰ ἀναπτυχθεῖ γιὰ τὸ καλό τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ»
.
Τὰ ἀνωτέρω καθιστοῦν σαφὲς ὅτι ἡ Ρώμη ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει – παρὰ τὶς περὶ τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις
– ἡ πλήρης κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ ἐπιτευχθεῖ βάσει μιᾶς βελτιωμένης ἐκδόσεως τῆς Οὐνίας
πού νὰ μπορεῖ νὰ περιλαμβάνει καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους
. Πρὸς αὐτὴ τὴ στόχευση ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχῆς τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» εἶναι καθοριστική
, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε ἱστορικὰ ἐπιβεβαιώνεται, οὔτε θεολογικὰ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτή, ὅπως παρουσιάζεται.
Ἡ μελέτη τῶν πρακτικῶν καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταδεικνύει ὡς ἱστορικὰ ἀνεπέρειστο τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῆς α΄ χιλιετίας διαφορετικὰ πίστευε ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση ἀναφορικὰ μὲ τὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἀντίθετα προκύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀναγνωριζόταν στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἡ ἐκ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καταγωγή, ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ στὴν ἴδια τὴ Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία δὲν ἦταν ἀποδεκτὴ καμία μορφὴ παπικῆς ὑπεροχικῆς δικαιοδοσίας (πρωτεῖο ἐξουσίας) ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἀναγνωριζόταν στὸν πάπα ἀποκλειστικὸ δικαίωμα στὴν ἔκφραση τῆς πίστεως, καὶ μάλιστα ἀλάθητο. Ὑπενθυμίζουμε ἐπιγραμματικὰ :
- Τὴν ἀποδοχὴ ἐκ μέρους καὶ τῶν παπικῶν λεγάτων τοῦ συνοδικοῦ ἐλέγχου τῶν δογματικῶν ἐπιστολῶν τῶν παπῶν Μ. Λέοντος, Ἁγ. Ἀγάθωνος καὶ Ἁγ. Ἀδριανοῦ μὲ τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
- Τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Ἁγ. Λέοντος τοῦ Μεγάλου ἐναντίον τοῦ Δ-28, οἱ ὁποῖες δὲν ἔγιναν ἀποδεκτὲς οὔτε ἀπὸ διαδόχους του καὶ σύντομα ἐγκαταλή-φθηκαν καὶ στὴ Δύση μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Σχίσματος.
- Τὴν ἄρνηση κατ’ ἀρχήν τῶν δυτικῶν λατίνων ἐπισκόπων νὰ ἀποδεχθοῦν τὶς περὶ πίστεως ἀποφάσεις τοῦ πάπα Ρώμης Βιγιλίου καὶ συνακόλουθα τὶς κατ’ ἐπανάληψιν καταδικαστικὲς ἀποφάσεις Δυτικῶν Συνόδων (πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴ) ἐναντίον τοῦ συγκεκριμένου πάπα.
- Τὴν κατ’ ἐπανάληψιν ἐκφρασθεῖσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἰδίου τοῦ πάπα Βιγιλίου, ὁ ὁποῖος ποτὲ δὲν διεκδίκησε κάποια, δῆθεν θείῳ δικαίῳ, ὑπερέχουσα ἐξουσία ἢ «πέτρειο» αὐθεντία βάσει τῆς ὁποίας ὑπεχρεοῦτο ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες νὰ πειθαρχήσουν σ’ αὐτόν. Ἐπίσης, ὁ πάπας Βιγίλιος δὲν ἔθεσε θέμα ἀντικανονικότητος ἢ ἀκυρότητος τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λόγῳ τῆς διαφωνίας καὶ ἀπουσίας του. Ἀντίθετα, ὑποσχέθηκε ρητῶς ὅτι θὰ συμμορφωθεῖ στὴν ὅποια περὶ πίστεως ἀπόφαση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ θεώρησε δίκαιη τὴν κατ’ αὐτοῦ καταδικαστικὴ ἀπόφασή της.
- Τό ὅτι ἡ σύγκληση ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πάπα Ἁγ. Ἀγάθωνα τῆς Συνόδου τῶν 125 ἐπισκόπων ἀπὸ ὅλες τὶς περιοχὲς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης γιὰ τὴ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση καὶ ἀπόφανση ἐπὶ τῆς αἱρέσεως τοῦ μονοθελητισμοῦ δείχνει τὴν πράξη καὶ τὸ στέρεο ἐκκλησιολογικὸ ἦθος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς Συνόδου τῆς Ρώμης ὅτι «ἐμεῖς μὲ πολὺ κόπο συγκεντρωθήκαμε» ἀπὸ «τῶν κλιμάτων τοῦ ὠκεανοῦ» μὲ σκοπὸ νὰ συνδιασκεφθοῦμε ἐν Συνόδῳ «ἵνα ἐξ ὅλης τῆς κοινότητος τῆς δουλικῆς ἡμῶν συνόδου ἡ ἡμετέρα ἀναφορὰ γενήσoιτο. μήπως ἐὰν μονομερῶς τὸ πραττόμενον γνωσθήσηται, τὸ μέρος λάθῃ».
- Τὴ σύμπραξη τῆς Ρώμης στὴν καταδίκη τοῦ πάπα Ὁνωρίου στὴν Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
- Ὅτι ἡ Δύση ἀποδέχονταν τὸν καθοριστικό ρόλο τοῦ αὐτοκράτορα στὸ διαδικαστικὸ μέρος τῆς Συνόδου καὶ ποτέ δέν ἐπέμεινε στὴ ἀνάληψη τῆς προεδρίας τῶν Οἰκουμενικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν Συνόδων τῆς Δύσεως ἀπὸ τοὺς παπικοὺς ἀποκρισαρίους.
- Ὅτι μία σειρὰ κανόνων τοπικῶν Συνόδων καὶ Ἁγ. Πατέρων ἐπικυρωμένων ἀπὸ τὸν Στ-2 καὶ Ζ-1 ἐπιμαρτυροῦν ὅτι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ στὸν ἐπίσκοπό της καὶ ἡ ἀρχαία Δυτικὴ-Λατινικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώριζε, ὅπως καὶ ἡ Ἀνατολή, μεγάλο σεβασμὸ καὶ πρωτεῖο τιμῆς, ἀλλὰ ὄχι πρωτεῖο δικαιοδοσίας ἢ καὶ ἀλαθήτου καθορισμοῦ τῆς πίστεως . τὰ πρακτικὰ τῶν ἐν Καρθαγένῃ Συνόδων τῆς λατινικῆς βορειοαφρικανικῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀποφάσεις τους γιὰ ἀπαγόρευση τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς στὴ Ρώμη ἢ ἡ διένεξη μεταξύ τοῦ πάπα Ἁγ. Στεφάνου καί τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρχηδόνος γιὰ τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν αὐτὸ ὑποδηλώνουν.
- Τέλος, ὁ ἐπίλογος τῆς ἐπιστολῆς τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης εἶναι ὁ πλέον ἐκφραστικός τοῦ κινδύνου πού διέβλεπαν οἱ λατῖνοι Πατέρες τῆς Β. Ἀφρικῆς κάτω ἀπὸ τὴν, ἐν τῇ γενέσει της, ἀπαίτηση τῆς Ρώμης γιὰ ἐπέκταση τῆς δικαιοδοσίας της στὴν κρίση τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς: «Ἐκβιβαστάς τοίνυν κληρικοὺς ὑμῶν τινῶν αἰτούντων μὴ θέλετε ἀποστέλλειν, μήτε παραχωρεῖν, ἵνα μὴ τὸν καπνώδη τῦφον τοῦ κόσμου δόξωμεν εἰσάγειν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ, ἣτις τὸ φῶς τῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης τὴν ἡμέραν τοῖς τὸν Θεὸν ἰδεῖν ἐπιθυμοῦσι προσφέρει».
Τὰ ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνουν ὅτι καί στή Δυτικὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀναγνωριζόταν στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης «πέτρειο πρωτεῖο» ἢ «πέτρειο λειτούργημα ἑνότητος», οὔτε κάποια ὑπερέχουσα ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὸ δικαίωμα τῆς ἀλαθήτου ἐκφράσεως τῆς πίστεως. Ἔτσι, οἱ σποραδικὲς ἐκφράσεις παπικῶν ἀντιπροσώπων ἢ ὁρισμένων ἐπιστολῶν καὶ ἂν ἀκόμα ἑρμηνευθοῦν ὡς δηλωτικὲς ἀπαιτήσεως κάποιου πρωτείου ἐξουσίας δὲν ἐξέφραζαν σύνολη τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, οὔτε ἀπηχοῦσαν τὴ δυτικὴ θεολογία σὲ ὅλη τὴν ἔκταση δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Συνεπῶς, κατά τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στὶς βασικὲς ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ρόλο τῶν ἐπισκόπων τῶν πρωτοθρόνων Ἐκκλησιῶν συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπῆρχε ταυτότητα ἀπόψεων μεταξὺ Ἀνατολῆς καί Δύσεως.
Ἐπὶ πλέον δέ, καὶ ἂν ἀκόμα θεωρήσουμε ὅτι ὑπῆρχε σημαντικὴ διάσταση ἀπόψεων Ἀνατολῆς - Δύσεως κατὰ τοὺς ὀκτὼ πρώτους αἰῶνες, ἀναφορικὰ μὲ τὴν οὐσία καὶ τὸ ρόλο τοῦ τιμητικοῦ πρωτείου τοῦ Ρώμης – γεγονὸς ποὺ ὅπως καταδείξαμε δέν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων – θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ διαφορὰ μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα εἶναι ἀβυσσαλέα μετὰ τὴ δογματοποίηση τῆς δῆθεν ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἀπ. Πέτρου ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου στὶς Α΄ καὶ Β΄ Βατικανὲς Συνόδους! Τότε εἴχαμε ἀντιμέτωπες ἁπλὲς δηλώσεις ἢ ἑρμηνεῖες . σήμερα, μετὰ τίς δύο αὐτές Βατικανές Συνόδους, ἔχουμε – κατά τή Ρώμη – κεφαλαιώδη δόγματα πίστεως πού ἀνήκουν στὴν «οὐσιαστικὴ καὶ ἀμετάκλητο δομὴ τῆς Ἐκκλησίας» καὶ ἡ ἄρνηση τῶν ὁποίων, ὡς ἐκ τούτου, ἐπισύρει ἀναθεματισμοὺς τῆς «οἰκουμενικῆς» Α΄ Βατικανῆς, ποὺ παραμένουν σὲ ἰσχὺ καὶ μέ τὴ Β΄ Βατικανὴ «οἰκουμενικὴ» Σύνοδο.
Κατά συνέπεια, ἡ προσπάθεια κύκλων τινῶν νὰ παρουσιάσουν τὰ παπικὰ δόγματα τῆς Α΄ Βατικανῆς ὡς τῆς αὐτῆς βαρύτητος μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς δηλώσεις τῶν παπικῶν λεγάτων ἢ τῶν παπικῶν ἐπιστολῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι σαφῶς παραπειστική.
Ἐπίσης, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς «ἀρχῆς τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι» ὄχι σὲ ἥσσονος σημασίας ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα, ἀλλὰ σὲ βασικὰ ἐκκλησιολογικὰ δόγματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἴδιας τῆς δομῆς καὶ ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ἀπὸ ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως ἀπαράδεκτη. Ἐὰν, σύμφωνα μὲ τὴν παπικὴ ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ἄρνηση τῶν παπικῶν δογμάτων καταδεικνύει σοβαρὸ ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειμμα τότε δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας μὲ ἐκκλησιολογικὲς ἐλλείψεις! Ἐπιπλέον, εἶναι ἀδιανόητο τὸ δυτικὸ μέρος τῆς ὑπὸ σύσταση(;) νέας «ἑνωμένης Ἐκκλησίας» νὰ θεωρεῖ ὡς ἐκκλησιολογικῶς θεμελιώδη δόγματα τὰ περὶ τοῦ Ἀπ. Πέτρου καὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου (σύμφωνα μέ τήν Α΄ καί τή Β΄ Βατικανή) καὶ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα νὰ τὰ ἀρνεῖται. Οὐδέποτε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τὰ δόγματα πίστεως ἦσαν ὑποχρεωτικά γιὰ ὅλους τούς πιστοὺς μόνο μιᾶς συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς (ἢ ρυθμοῦ!), ἐνῶ σὲ ἄλλη περιοχή ὑπῆρχε ἡ δυνατότητά μὴ ἀποδοχῆς τους. Δὲν νοεῖται νὰ ἀνήκουμε στὴν ἴδια «ἑνωμένη Ἐκκλησία» καὶ οἱ μὲν Δυτικοί νὰ δέχονται ὡς δόγμα πίστεως ἀναγκαῖο γιὰ τὴ σωτηρία ὅτι ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται ex cathedra, οἱ δὲ λοιποί κατηγορηματικὰ νὰ τὸ ἀρνοῦνται.
Καθίσταται λοιπόν προφανὲς ὅτι εἶναι ἀδιανόητη γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἀρχὴ τῆς «ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως ἐσχάτως ἔχει νοηματοδοθεῖ, καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουσα πρόταση τοῦ καρδιναλίου, τότε, καὶ μετέπειτα πάπα Βενεδίκτου ΧVI.
Ἂν λοιπὸν ἡ «ἀρχὴ τῆς ποικιλίας ἐν τῇ ἑνότητι», ὅπως παρουσιάζεται τελευταῖα, δὲ μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ γιὰ τὴν πολυπόθητη ἕνωση Ἀνατολῆς-Δύσεως, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη πρόταση γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς διαιρέσεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν; Νομίζω πώς μοναδική ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια, ἡ ὁποία προϋποθέτει - καὶ ταυτόχρονα πραγματώνεται μὲ - τὴν ἐν ταπεινώσει ἐπιστροφὴ στὶς βασικὲς θεολογικὲς ἀρχὲς καὶ προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ταπείνωση θὰ ἑλκύσει τὴ θεία Χάρη και τότε θὰ πραγματοποιηθεῖ ὄχι ἕνας ἀδόκιμος διπλωματικὸς συμβιβασμὸς μὲ ἀμφίσημες διατυπώσεις, ὁ ὁποῖος θὰ προσθέσει μόνο πικρία καὶ προβλήματα, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ καὶ γνήσια «ἑνότητα πίστεως καὶ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
No comments:
Post a Comment