ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΙΑ΄
Tης Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
=====
4ον. Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε.
Στἰς παραγρ. 16-19 ἀποτυπώνεται ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε. Ὡς γνωστόν ἡ δημιουργία τοῦ Π.Σ.Ε. καί ἡ ἑφεξῆς λειτουργία του ἀκολούθησαν τά πρότυπα κοσμικῶν συνασπισμῶν (Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, Ο.Η.Ε.). Ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό, μετά τίς κοσμογονικές ἀλλαγές πού ἀκολούθησαν τούς παγκοσμίους πολέμους, κρίθηκε ἀπαραίτητη. Ὅμως, ὅπως ἔχει ἐπισημανθῆ, ἡ ‘‘ἑνότης’’ πού ἐπιδιώκεται στό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι ἡ ἑνότης πίστεως, μυστηρίων καί ἤθους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀλληλοαναγνώρισις τῶν δογματικῶν διαφοροποιήσεων, τῶν τρόπων διακονίας καί τῶν ‘‘μυστηρίων’’ ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν-μελῶν του σέ μία μορφή «ἑνότητος ἐν εὐρεῖᾳ διαφορετικότητι» (unity in rich diversity).
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή στίς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ἔχει ἀλληλοαναγνωρισθῆ τό Βάπτισμα τῶν κυριωτέρων προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί τό ‘‘βάπτισμα’’ τῶν Πεντηκοστιανῶν στό Ἅγιο Πνεῦμα (9η Γενική Συνέλευσις Π.Σ.Ε, Κείμενο: «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», 8-9. Βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, Ἅγιον Ὄρος Φεβρουάριος 2007, σελ. 24 κ.ἑξ.). Καί Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὡς γνωστόν, ἔχουν ἀναγνωρίσει τό Βάπτισμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καί τῶν προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν τῆς Γερμανίας (ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11).
Ἡ προτεσταντική θεωρία περί ἀοράτου ἐκκλησίας καί ‘‘ἑνότητος’’ τῶν ὁρατῶν προτεσταντικῶν ‘‘ἐκκλησιῶν’’, μέ τήν μορφή ἀλληλοαναγνωρίσεως, συνυπάρξεως καί συνεργασίας γιά κοινή μαρτυρία στόν κόσμο, δεσπόζει στήν προοπτική τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων συναντᾶ ἀνυπέρβλητες δυσκολίες ἀπό τίς ἀνεξέλεγκτες πλέον ἠθικές κατευθύνσεις τῶν Προτεσταντῶν (χειροτονίες γυναικῶν, ὁμοφυλοφιλία κ.λπ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος πρέπει νά ἀναθεωρήσῃ τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε., διότι ἡ φθορά τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μεγεθύνεταιviii. Ἐάν ὅμως κριθῇ ὅτι ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σέ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη γιά λόγους ὑψίστου, καλῶς νοουμένου καί θεοφιλοῦς συμφέροντος ὡρισμένων Ὀρθοδό- ξων Ἐκκλησιῶν (βλ. Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τί ἐστι τό συμφέρον) καί ὄχι κοσμικῆς σκοπιμότητος ἤ ἀνούσιου συμφυρμοῦ, κάποιες τροποποιήσεις στό ἐν σχεδίῳ κείμενο θά ἦταν ἀπαραίτητες, ὥστε ἡ συμμετοχή νά εἶναι σύμφωνη πρός τήν Ἐκκλησιολογία της.
Ἤτοι:
Νά περιληφθῇ φράσις πού νά θέτῃ ζήτημα διακοπῆς τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον ἡ στοχοθεσία του παραμένει προτεσταντικῆς προοπτικῆς.
Νά περιληφθῇ παράγραφος πού νά θέτῃ ὅρια στόν τρόπο συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων, χωρίς συμπροσευχές καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις ἀλλά μέ ἐπαφές ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτῆρος.
Νά περιληφθῇ πρότασις, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διατυπώνουν τίς θέσεις τους μέ τήν μορφή χωριστῶν δηλώσεων, ὅπως γινόταν μέχρι τό 1961 ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἀντιπροσωπεῖες.
Στήν παράγρ. 16, εἰδικότερα γίνεται ἀναφορά στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ διαχριστιανικούς ὀργανισμούς καί περιφεριακά ὄργανα τοῦ Π.Σ.Ε., καί μάλιστα μέ τήν παρατήρησι ὅτι «ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Τό ἔργο τῶν ὀργανισμῶν αὐτῶν δέν εἶναι, ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως κρινόμενο, σύμφωνο μέ τίς προσδοκίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ἐν προκειμένῳ γνωστές κάποιες ἐνέργειες τῶν διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν τό Ὀρθόδοξο αἴσθημα. Μία τέτοια ἐνέργεια εἶναι, ἐπί παραδείγματι, σχετική μέ τήν ψήφισι τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Χάρτας ἀπό τό C.E.C καί τό C.C.E.E., ὅπως προκύπτει ἀπό ἔγγραφα τῶν Ἐπιτροπῶν ἐπί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν σχέσεων. Θά ἦταν πραγματική ἀστοχία, ἄν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβεβαίωνε μεθόδους καί στόχους διαχριστιανικῆς συνεργασίας, ὅπως αὐτές.
Ἡ παράγρ. 20 ὀφείλει νά τροποποιηθῇ. Οἱ ἱεροί Κανόνες 7 τῆς Β’ καί 95 τῆς Πενθέκτης προσδιορίζουν τόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἐξ αἱρέσεων προσερχομένων στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί ὄχι τήν προοπτική τοῦ διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μαζί τους, ἐνόσῳ αὐτοί παραμένουν στίς ἑτεροδιδασκαλίες τουςix.
Δέν πρέπει ἐπίσης νά λησμονῆται ὅτι ἡ ἀρχική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν διαχριστιανικῶν ὀργάνων, π.χ. στήν Ἐπιτροπή «Πίστις καί Τάξις», περιελάμβανε ὅρον, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποί της δέν θά συμμετέχουν σέ δογματικές συζητήσεις καί λατρευτικές ἐκδηλώσεις στό πλαίσιο συνεργασίας τους (βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα...., τόμ. ΙΙ, σελ. 962-963). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας στήν Λούνδη (πρώτη σύσκεψις τοῦ «Πίστις καί Τάξις» ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Π.Σ.Ε., 1952), ὅπου ἐδήλωσαν: «... ἡ Ἱεραρχία τῆς ὅλης Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιφυλάσσει δι’ ἑαυτήν καί μόνην τό δικαίωμα νά ὁρίζῃ τί εἶναι σφαλερόν εἰς θρησκευτικά ζητήματα καί τί εἶναι σύμφωνον ἤ ἀσύμφωνον πρός τήν πίστιν αὐτῆς...».
Δεδομένης σήμερα τῆς παραγωγῆς θεολογικῶν κειμένων ἀπό τίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε., εἴμαστε σέ θέσι ἀπό τήν μελέτη τους νά ἀντιληφθοῦμε τήν θεολογική προοπτική τῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τό Π.Σ.Ε. Ἀπό τήν μελέτη τους διαπιστώνουμε ὅτι χρειάζεται περισσότερη προσοχή καί ἐπιφυλακτικότης γιά τά ἐκπονούμενα κείμενα.
Τέτοιο κείμενο εἶναι π.χ. τό κείμενο τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», στό ὁποῖο μέ σαφήνεια καί ἐν γνώσει τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων δεσπόζει στό Π.Σ.Ε. ἡ προτεσταντική ἐκκλησιολογία (βλ. Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἱεροκοινοτική Ἐπιτροπή Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς...., σελ. 13 κ.ἑξ.).
Μέ αὐτά τά δεδομένα ἡ παράγρ. 21 θά μποροῦσε ἐπίσης νά τροποποιηθῇ, ὥστε νά δηλωθῇ ἡ ἐπιφυλακτικότης γιά τά θεολογικά κείμενα πού παράγονται στίς ἐπιτροπές τοῦ Π.Σ.Ε.x.
Ἡ παράγρ. 22, παρά τήν σπουδαιότητά της γιά τήν εὐστάθεια τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά μποροῦσε νά μή περιληφθῇ στό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», καθότι ἀποτελεῖ θέμα ἄλλης προοπτικῆς.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment