Wednesday, July 13, 2011

ΟΙ ΔΗΘΕΝ ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ



ΜΙΑ ΚΥΟΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΑΙΡΕΣΗ


Οι δήθεν δύο τύποι εκκλησιολογίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία


Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου

=================


Τον τελευταίο καιρό υφέρπει και κυοφορείται μια αιρετική διδασκαλία που υπονομεύει όλο το οικοδόμημα της ορθοδόξου διδασκαλίας. Δεν θα έδινα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και προσοχή, αν δεν έβλεπα ότι αυτή η κακοδοξία διαδίδεται σαν λύμη, την οποία συναντώ σε βιβλία και κείμενα, θεολόγων και φιλοσοφούντων, σε άρθρα, σε προφορικές ομιλίες που ακούγονται από ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Δεν κτυπιέται ευθέως η δογματική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά κυρίως προσβάλλονται ύπουλα οι προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας.

Γράφεται και λέγεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας από τον 3ο αιώνα και μετά αλλοίωσαν την αρχέγονη εκκλησιαστική παράδοση.

Η αρχαία Εκκλησία, όπως υποστηρίζεται, ζούσε το μυστήριο της Εκκλησίας στην θεία Ευχαριστία, η οποία θεία Ευχαριστία «αποτελεί εικόνα και προληπτική φανέρωση της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού», οπότε η θεία Ευχαριστία εξομοιώνει, κατά το δυνατόν, τις ιστορικές κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες ως «αυθεντική έκφραση της εσχατολογικής δόξας της βασιλείας του Θεού».

Οι απόψεις μπορούν να φαίνονται ως ευλογοφανείς, ουσιαστικά όμως δημιουργούν πρόβλημα, όταν δεν ερμηνεύωνται ορθόδοξα τα περί της θείας Ευχαριστίας ως φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού, και τα περί της μεθέξεως της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας.

Λέγεται αυτό, γιατί όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις συνήθως αγνοούν η περιφρονούν την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για το ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η φανέρωση του Θεού ως Φωτός, όπως έγινε στο όρος της Μεταμορφώσεως.

Επίσης, δεν ερμηνεύουν την δόξα του Θεού ως το άκτιστο Φως και την βίωση της εσχατολογικής δόξας ως μέθεξη του ακτίστου Φωτός, κατά την διάρκεια της θεοπτίας, όπως το έζησαν οι τρεις Μαθητές στο όρος της Μεταμορφώσεως και οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έλαβαν το Άγιον Πνεύμα και έγιναν μέλη του αναστημένου Σώματος του Χριστού.

Αυτή η θεοπτία και η μέθεξη της δόξας του Θεού είναι η βίωση της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας και κατά την θεία Λειτουργία από τους αξίους αυτής της εμπειρίας, τους θεουμένους.

Όμως, όσοι χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις, όπως Εκκλησία, θεία Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού, τις ερμηνεύουν πολύ εξωτερικά, συναισθηματικά η τουλάχιστον με έναν αφηρημένο στοχαστικό θεολογικό λόγο.

Στην θεία Ευχαριστία βιώνουν την εσχατολογική δόξα της Βασιλείας όσοι φθάνουν στην θεοπτία και όχι απλώς όσοι νομίζουν ότι συμμετέχουν σε αυτήν μηχανικά με τα πάθη τους και τις αδυναμίες τους.

Η εμπειρία της εσχατολογικής δόξας της Βασιλείας δεν γίνεται απλώς με τα ωραία άμφια και τις ψαλμωδίες ούτε με την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, αλλά με την εμπειρία της θεώσεως στην θεία Ευχαριστία και κατά την θεία Κοινωνία.

Αυτό δείχνει η εμπειρία της δόξας της Βασιλείας που είχε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, κατά την ημέρα της Κυριακής, και την περιγράφει στο βιβλίο της Αποκαλύψεως. Ουσιαστικά περιγράφεται η ουράνια θεία Λειτουργία.

Η ανησυχία, όμως, και ο έντονος προβληματισμός είναι κυρίως στο ότι όσοι ομιλούν κατά τέτοιον αφηρημένο, συναισθηματικό και στοχαστικό τρόπο, αφ' ενός μεν παραθεωρούν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις μεθέξεως της «εσχατολογικής δόξας», αφ' ετέρου δε προχωρούν ακόμη πιο πέρα για να τις παρερμηνεύσουν.

Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι αυτήν την ζωή της πρώτης Εκκλησίας, που εκφραζόταν ως «εσχατολογική δόξα της Βασιλείας του Θεού», την αλλοίωσαν οι ίδιοι οι άγιοι Πατέρες στους μεταγενέστερους αιώνες!

Δηλαδή, η ίδια η Εκκλησία που εκφράζεται δια των αγίων Πατέρων, τους οποίους εκείνη τιμά και γεραίρει, και τελικά αποδέχεται την διδασκαλία τους, δήθεν αλλοίωσε αυτήν την «βασική βιβλική και αρχέγονη χριστιανική εκκλησιολογία και πνευματικότητα».

Αυτό έγινε, γιατί ασκήθησαν, όπως υποστηρίζουν, «έντονες ιδεολογικές πιέσεις του χριστιανικού γνωστικισμού και κυρίως του (νέο-) πλατωνισμού», που άρχισαν από τον 3ο αιώνα, οπότε υπεχώρησε η αρχέγονη εκκλησιολογία. Στην καλύτερη, όμως, περίπτωση «συνυπάρχει με μιαν άλλην πνευματικότητα (αλλά και εκκλησιολογία)».

Ἑπομένως, οι Πατέρες συνετέλεσαν στο να υποχωρήση η αρχέγονη εκκλησιολογία, και αυτό το αποδέχθηκε σιωπηρώς η Εκκλησία, (δηλαδή η μια εκκλησιολογία στρέφεται εναντίον της άλλης εκκλησιολογίας) η συνυπάρχουν δύο εκκλησιολογίες παράλληλα.

Η μεταγενέστερη δε αυτή «πνευματικότητα» και «εκκλησιολογία» «έχει τις ρίζες της στη νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή και τη μεσσαλιανίζουσα μακαριανή μυστική θεολογία, αλλά θεμελιώνονται και επιστημονικά από την κατηχητική Σχολή της Αλεξανδρείας».

Αυτή δε η μεταγενέστερη «εκκλησιολογία» χαρακτηρίζεται «όχι απλώς τροπή αλλά ανατροπή», της εκκλησιολογίας της πρώτης Εκκλησίας!

Όταν γίνεται λόγος για «νέο-πλατωνίζουσα ευαγριανή» και «μακαριανή μυστική θεολογία», εννοούνται τα έργα του Ευαγρίου του Ποντικού και τα έργα του Μακαρίου του Αιγυπτίου. Εννοείται ότι τα έργα αυτών των δύο, στο θέμα όμως της ασκητικής και της προσευχής, επηρέασαν όλην την μεταγενέστερη πατερική παράδοση, που φθάνει μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, και καταγράφεται στο γνωστό έργο «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών», την οποία κατήρτισαν οι άγιοι Μάκαριος πρώην Κορίνθου Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης, από διάφορες συλλογές που είχαν ήδη συγκροτηθή. Αυτήν την συλλογή, με προσθαφαιρέσεις έργων, μετέφρασε στην ρωσοβλαχική γλώσσα ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, δημιούργησε μια θαυμαστή στροφή στις χώρες του Βορρά και ανέδειξε πλήθος οσίων και ασκητών και τελικά αγίων της Εκκλησίας.

Γι’ αυτό όσοι υποστηρίζουν την πιο πάνω άποψη καταφέρονται σκληρά και εναντίον του βιβλίου της Φιλοκαλίας των ιερών νηπτικών, της οποίας ο υπότιτλος είναι «εν η δια της κατά την Πράξιν και θεωρίαν Ηθικής Φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται». Γι’ αυτό το συλλεκτικό έργο των αγίων Νικοδήμου Αγιορείτου και Μακαρίου Νοταρά, τους οποίους η Εκκλησία συμπεριέλαβε στο αγιολόγιό της, πράγμα που αποδεικνύει ότι η νηπτική-φιλοκαλική παράδοση αναγνωρίζεται ως η προϋπόθεση της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου, σε απαραίτητο συνδυασμό βέβαια με τα Μυστήρια της Εκκλησίας, είναι σημαντική.

Όσοι έχουν την άποψη που παρατέθηκε πιο πάνω, χαρακτηρίζουν την Φιλοκαλία ως «τα μηδενιστικά αδιέξοδα του φιλοκαλικού αντινεωτερικού προγράμματος των Νικοδήμου-Μακαρίου».

Έτσι, λοιπόν, κατά την μοντέρνα και προτεσταντίζουσα αυτή άποψη, η αρχέγονη «εκκλησιολογία» υπεχώρησε για να έλθη μια άλλη «εκκλησιολογία» η στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούν παράλληλα οι δύο εκκλησιολογίες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Μια τέτοια, όμως, άποψη δημιουργεί σύγχυση στους πιστούς. Και το εκπληκτικότερο είναι ότι αυτή η σύγχυση, σύμφωνα με τα λεγόμενα από τους αμφισβητίες αυτούς, έγινε δήθεν από την ίδια την Εκκλησία δια των Πατέρων της. Δηλαδή, κατ’ αυτούς, η ίδια η Εκκλησία αυτοαναιρείται.

Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η προτεσταντίζουσα θεωρία αποτελεί πραγματικά αίρεση, και δυναμίτιδα μέσα στα θεμέλια της ίδιας της Εκκλησίας.

Επομένως, σύμφωνα με την θεωρία αυτή από τον 3ο αιώνα και μετά περνά μια αλλαγή στην θεολογία και την εκκλησιολογία της Εκκλησίας και σε αυτό συνετέλεσαν ο Ευάγριος ο Ποντικός με τον Μακάριο τον Αιγύπτιο. Ο Ευάγριος χωρίζει τον νου από τις αισθήσεις και την διάνοια και αυτό θεωρείται ως ένας «θεωρητικός μυστικισμός».

Αντίθετα, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος επαναφέρει τον νου στην καρδιά, οπότε εκφράζεται ένας «πνευματικός υλισμός». Έτσι, λοιπόν, η «ευαγριομαξιμιανή προβληματική», «το (νέο) πλατωνικό υπόβαθρο της ευαγριανής θέσεως» γίνεται «υπόβαθρο επίσης του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου Νύσσης».

Η θεολογία της προσευχής, όπως την διετύπωσε ο Ευάγριος, αλλά και ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, «διέσχισε τους αιώνες με το κύρος σημαντικών προσωπικοτήτων που την εφήρμοσαν, όπως ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, ο Φιλόθεος ο Σιναΐτης, ο Ισαάκ ο Σύρος και πλήθος άλλοι, για να λάβη περίπου δογματική κατοχύρωσι τον δεκατέταρτο αιώνα με τον Γρηγόριο τον Παλαμά και τους ησυχαστές του Άθω». «Ο ψευδο-Διονύσιος παρέλαβε το ευαγριανό σχήμα: κάθαρσι, φωτισμός, θέωσι» και επηρέασε και τον άγιο Μάξιμο τον σχολιαστή του «ψευδοδιονυσίου».

Φαίνεται καθαρά ότι, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, οι δύο εκφράσεις της ησυχαστικής ζωής, δηλαδή ο «θεωρητικός μυστικισμός» του Ευαγρίου και ο «πνευματικός υλισμός» του Μακαρίου του Αιγυπτίου πέρασαν δια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέσα στην Εκκλησία, και κατέληξαν στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, κατ’ αυτούς, ο ησυχασμός και ο σύγχρονος μοναχισμός μορφοποιήθηκε από τις δύο αυτές κατευθύνσεις.

Αυτή η νέα θεωρία, που προσπαθεί να ανατρέψη την παραδοσιακή ασκητική ζωή της Εκκλησίας, διατείνεται ότι οι βαθμοί της πνευματικής ζωής, κάθαρση, φωτισμός, θέωση είναι επίδραση ωριγενιστική.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο Ευάγριος επηρεάσθηκε από τον Ωριγένη και όλος αυτός ο επηρεασμός επέδρασε στους μεταγενεστέρους Πατέρας (Μακάριο Αιγύπτιο, Καππαδόκες, Μάξιμο Ομολογητή, Συμεών Νέο Θεολόγο, άγιο Γρηγόριο Παλαμά κ.α.) και έφθασε μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και, βεβαίως, στους Πατέρας της Φιλοκαλίας.

Μερικοί φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι οι θεοπτίες των ιερών ησυχαστών είναι «δαιμονοφαντάσματα», «δαιμονικαί φαντασιώσεις», «δαιμονοκίνητοι», «αλλοπρόσαλλα», «αλλόκοτα», «τραγελαφικά», «εκτρωματικά» κ.λ.π. και ότι ο ιερός ησυχασμός, η ζωή των συγχρόνων ησυχαστών είναι μαγικές καταστάσεις και επίδραση του Ινδουϊσμού. Άλλοι τα περί της ιεράς ησυχίας και της οράσεως του ακτίστου Φωτός τα ερμηνεύουν ως συναισθηματικές καταστάσεις, ασθένεια των νεύρων, φαντασιώσεις κλπ..

No comments:

Post a Comment