ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
===============
Ο Κώστας Μόντης είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, με τόπο καταγωγής την Κύπρο. Γεννήθηκε το 1914 στην Αμμόχωστο και πέθανε το 2004 στην Λευκωσία. Πολυγραφότατος, εκτός από ποιήματα έγραψε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Είχε προταθεί για το βραβείο Νόμπελ.
Βασικό θέμα σε πολλά έργα του, η μοίρα και η ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας του: ο ηρωικός Αγώνας της ΕΟΚΑ, το όραμα της ΕΝΩΣΗΣ με την Ελλάδα, αλλά και η τουρκική εισβολή και η κατοχή.
Ήταν πολιτικός καθοδηγητής της Ε.Ο.Κ.Α.
Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι το «Γράμμα στη Μητέρα», «Στιγμές», «Κλειστές πόρτες» (μία συγκλονιστική νουβέλα για τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ), «ο αφέντης Μπατίστας», ένα ιστορικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Τον χαρακτηρίζει η μελαγχολία, η πικρία, η οποία οφείλεται, αφενός μεν στην διάψευση των εθνικών ιδανικών, αφετέρου δε, στο ότι σε μικρή ηλικία έχασε, διαδοχικά, τους δικούς του: τους δύο αδελφούς του, στα 11 του την μητέρα του (θάνατος τον οποίον ποτέ δεν ξεπέρασε) και στα 16 τον πατέρα του. Ο Θάνατος και η Αγάπη για την Πατρίδα κυριαρχούν στο έργο του.
*****
Γρηγόρης Αυξεντίου
____________
Εκείνο το «όχι» δεν το επανέλαβε η ηχώ
ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
******
Η μόνη λύση, Κύριε,
Είναι να κάνεις τα βόλια να μη σκοτώνουν
Γιατί εμείς οπωσδήποτε θα εξακολουθούμε να πυροβολούμε.
*****
Ελληνες ποιητές
________
Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας,
μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά,
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά
******
Το παρακάτω ποίημα αναφέρεται στην μάταιη αναμονή της Κύπρου για βοήθεια από την Ελλάδα το 1974 και στην απογοήτευση που προκάλεσε η διάψευση αυτής της προσδοκίας:
Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας
των Κέδρων,
Την περιμέναμε απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου να’ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
ΠΗΓΗ:
Thulebooks