ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΘΕΡΜΟ
ΜΕΡΟΣ Δ΄
4. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΧΗΣΗΣ
Του π. Θωμά Βαμβίνη
============================
Ο π. Β. Θερμός διαφωνεί με την ακόλουθη θέση που διατύπωσα στο σχόλιό μου: «Η γλώσσα της λατρείας δεν είναι η γλώσσα της καθημερινότητας. Συναπαρτίσθηκε από τα “ρήματα” με τα οποία οι θεούμενοι εξέφρασαν την θεοπτική εμπειρία τους. Είναι οι κατάλληλες λέξεις, που οι σημασίες τους μπορούσαν να γίνουν ο κτιστός αγωγός της διδασκαλίας του Αγίου Πνεύματος. Κάθε λέξη ερεθίζει τον νου και του δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα ανάλογα με την σημασία με την οποία έχουν φορτισθή από την κοινή εμπειρία των ανθρώπων. Η λατρεία, λοιπόν, που θέλει να υψώση τον νου πάνω από τα γήινα, δεν μπορεί να εξαντλήται σε λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας». Ο π. Βασίλειος θεωρεί ότι την άποψη αυτή την διαψεύδει ο ίδιος ο Χριστός. Γράφει: «Αλλά την θέση αυτή διαψεύδει ο Ίδιος ο Χριστός, που δεν διάλεξε ιδιαίτερες και “υψηλές” λέξεις για να διατυπώσει τις αλήθειές Του, αλλά κοινές και καθημερινές. Γενικά η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν φαίνεται να ακολουθεί την πορεία που ο π. Θ. Β. εισηγείται».
Οφείλονται κατ’ αρχήν κάποιες διευκρινιστικές παρατηρήσεις:
Πρώτον, γράφω ότι «Η λατρεία... δεν μπορεί να εξαντλήται σε λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας». Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι αποκλείονται τελείως οι λέξεις της καθημερινότητας. Εκτός, λοιπόν, από τους «φιλοσοφικούς και εξειδικευμένους θεολογικούς όρους, που βοηθούν τον νου να αποσπάται από τα “ρέοντα”», είναι αναπόφευκτο να χρησιμοποιούνται και «λέξεις της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας», όπως οι λέξεις που αναφέρει ο π. Βασίλειος: «πατήρ, αδελφός, έρως, σώμα, σπόρος». Πρέπει, όμως, να διευκρινίσουμε ότι οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται με αυτούσιο το «καθημερινό» τους περιεχόμενο. Χρησιμοποιούνται, είτε μέσα στον παραβολικό λόγο του Χριστού, ο οποίος, σημειωτέον, δεν απλοποιεί τα νοήματα της διδασκαλίας Του, αλλά τα κρύβει από τους μη ικανούς να την προσλάβουν, «ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσιν» (Λουκ. 8,10), είτε, χρησιμοποιούνται, μετά από κατάλληλο επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου τους, που επεχείρησαν οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι το νέο –εμπλουτισμένο– περιεχόμενό τους το παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία το έχει ως «ένα από τα αντικείμενα της κατήχησης, που είναι μύηση στο μυστήριό» Της.
Δεύτερον, ο π. Β. Θερμός με αυτά που γράφει συνεχίζει να συγχέη την γλώσσα της κατήχησης με την γλώσσα της λατρείας. Η κατήχηση χρησιμοποιώντας λέξεις, έννοιες και εικόνες της καθημερινότητας προσπαθεί να μυήσει τον κατηχούμενο στην εν Χριστώ ζωή. Αυτό το βλέπουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας μας, στους Αποστόλους και στους Προφήτες, το βλέπουμε και στον Χριστό, ο Οποίος διδάσκοντας τον λαό –κατηχώντας τον– του μιλούσε με λέξεις και εικόνες της καθημερινότητας. Αυτό όμως δεν «διαψεύδει» την θέση μου για την γλώσσα της λατρείας. Γιατί η γλώσσα της λατρείας, χωρίς να είναι τελείως διαφορετική από την γλώσσα της κατήχησης, είναι το «υψηλό απόσταγμα» της εκκλησιαστικής γλώσσας.
Τρίτον, θεωρώ ότι έχει «προτεσταντική χροιά» η τακτική, να ζητούμε για όλα, όσα έχει ο θεσμός της Εκκλησίας, παραπομπές στα λόγια και την δράση του Χριστού. Παρά ταύτα σχολιάζοντας την απλοϊκή απόφανση του π. Β. Θερμού, ότι ο Χριστός «διαψεύδει» την θέση μου για την γλώσσα της λατρείας, έχω να επισημάνω τα εξής:
Με μια «διασταλτική ερμηνεία» της απόψεως του π. Βασιλείου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Χριστός δεν «ευδοκεί» δήθεν στην χρήση των υψηλών διατυπώσεων που έχουν οι πρωτοχριστιανικοί ύμνοι, τους οποίους διασώζει ο απ. Παύλος στις επιστολές του, όπως είναι π. χ. ο διαλαμβανόμενος στους στίχους 1,13 έως 1,20 της προς Κολασσαείς επιστολής, όπως και άλλοι όμοιοι, σύμφωνα με την άποψη πολλών νεωτέρων ερμηνευτών. Επίσης θα έπρεπε — παραφρονούντες — να δεχθούμε, ότι απορρίπτει τους θαυμάσιους ύμνους του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, μαζί με τις διατυπώσεις των Όρων των Οικουμενικών Συνόδων, που αποτελούν το θεολογικό θεμέλιο της εκκλησιαστικής υμνολογίας.
Αν παρά ταύτα — υπερβαλλόντως διερευνητικοί και εριστικοί — θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε και την «άποψη» του Χριστού για την γλώσσα της λατρείας, δεν πρέπει να ανατρέξουμε πρωτίστως στις ομιλίες του προς τον λαό, δηλαδή στον «κατηχητικό» Του λόγο, αλλά στον λόγο που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε στον Πατέρα Του. Δηλαδή στο τι έννοιες και τι νοήματα υπάρχουν στις καταγεγραμμένες από τους Ευαγγελιστές προσευχητικές αναφορές Του προς τον Πατέρα.
Είναι νομίζω σαφέστατο ότι δεν είναι απόλυτα ίδιο το εννοιολογικό περιεχόμενο των παραβολών του Χριστού με το 17ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου είναι καταγεγραμμένη η Αρχιερατική προσευχή Του. Στην προσευχή αυτή δεν χρησιμοποιεί ο Χριστός εικόνες από τον αγροτικό βίο η γενικά από την καθημερινότητα του λαού των Εβραίων. Μιλά για πολύ υψηλά πράγματα, που δεν αφορούν όλον τον κόσμο –«ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι». Μιλά για την δόξα την οποία είχε «παρά του Πατρός» «προ του τον κόσμον είναι». Μιλά για την γνώση του αληθινού Θεού και του Ιησού Χριστού, την οποία ταυτίζει με την αιώνιο Ζωή. Μιλά για τους «θεωρούς» της δόξας Του. Προσεύχεται για αυτούς που έλαβαν τον λόγο Του, ώστε να βλέπουν την δόξα Του, και σ’ αυτήν την θέα να είναι ενωμένοι μεταξύ τους, «καθώς» είναι ενωμένος Αυτός με τον Πατέρα. Αυτός ο λόγος κινείται σε άλλο επίπεδο από τον λόγο των παραβολών και των άλλων διδασκαλιών που απηύθυνε ο Χριστός στον λαό που τον ακολουθούσε.
Εκτός από τα παραπάνω, σημαντική είναι και διαφορά της Κυριακής Προσευχής από την υπόλοιπη επί του Όρους Ομιλία. Στο μοναδικό, μάλιστα, σημείο της, που αναφέρεται ο υλικός κόσμος με την έννοια του «άρτου», τίθεται ως προσδιοριστικό το επίθετο «επιούσιος», το οποίο δεν υπάρχει σε κανένα άλλο κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Εμφανίζεται, δηλαδή, πρώτη φορά στην Κυριακή Προσευχή (βλέπε Λεξικά Liddell-Scott και Μπαμπινιώτη). Πράγμα που σημαίνει ότι στην καταγραφή από τους Ευαγγελιστές της πρότυπης προσευχής που δίδαξε ο Χριστός στους μαθητές του, υπήρξε η ανάγκη δημιουργίας λέξεως, προκειμένου να δηλωθεί το ευρύ περιεχόμενο της έννοιας «άρτος», το οποίο δεν μπορεί να εξαντληθή στο καθημερινό ψωμί, στο ψωμί «της κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας». Βλέπουμε, δηλαδή, τον Χριστό, όπως διασώζουν τον λόγο Του οι Ευαγγελιστές, να διαλέγει — διαψεύδοντας τον π. Β. Θερμό — ιδιαίτερη λέξη «για να διατυπώσει τις αλήθειές Του».
Αυτά τα ολίγα που επισημάνθηκαν παραπάνω νομίζω πως δείχνουν ότι ο Χριστός δεν «διαψεύδει» την θέση μου!... Και ότι «η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν φαίνεται να ακολουθεί ... πορεία» διαφορετική από αυτήν που — ανεπαρκώς μεν, όχι όμως «αντιρρόπως» προς την εκκλησιαστική παράδοση— περιέγραψα στο σχόλιό μου. Επίσης, νομίζω, πως τα παραπάνω δείχνουν ότι τα σχετικά με την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την προώθηση άλλων θεμάτων, που εκφράζουν μιαν άλλη παράδοση, ξένη προς την παράδοση των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων.
ΠΗΓΗ:
Εκκλησιαστικό πρακτορείο ειδήσεων ΑΜΗΝ
No comments:
Post a Comment