Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗΣ ΕΚΤΡΟΠΗΣ
B΄
Του Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου,
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου
=====
1. Συνηγορία τῶν Ἁγίων καί συγχρόνων Ἐπισκόπων, Κληρικῶν καί Καθηγητῶν Θεολογίας
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης τονίζει κατηγορηματικά ὅτι: «Εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωπᾶμε ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη... ὅταν πρόκειται γιά τήν πίστη, δέν μποροῦμε νά ποῦμε· Ἐγώ ποιός εἶμαι; Εἶμαι ἱερέας; Ὄχι. Ἄρχοντας; Οὔτε. Στρατιώτης; Ἀπό ποῦ; Γεωργός; Οὔτε καί αὐτό. Εἶμαι φτωχός, ἐξασφαλίζοντας μόνο τήν καθημερινή μου τροφή. Δέν ἔχω λόγο, οὔτε ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἀλλοίμονο! Οἱ πέτρες θά κράξουν, καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀδιάφορος;... Ὥστε ἀκόμα καί ὁ φτωχός τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως δέν θά ἔχει καμμιά δικαιολογία, ἄν τώρα δέν μιλᾶ, γιατί θά κριθεῖ καί μόνο γι’ αὐτό»2.

Οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές αὐτῆς τῆς «Συνόδου» ἐπεχείρησαν μέ βίαιο καί ἐξουσιαστικό τρόπο νά ἀνατρέψουν αὐτή τήν ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά ἀναβιβάσουν, ἀπροϋπόθετα, σέ ἀπόλυτη αὐθεντία μόνον τό συνοδικό θεσμό. Κύρια ἐπιδίωξή τους εἶναι ἡ ἑδραίωση ἑνός συγκεντρωτικοῦ ἐπισκοποκεντρικοῦ κατεστημένου -παπικοῦ τύπου καί προδιαγραφῶν- ὥστε ἀνεμπόδιστα καί ἀνεξέλεγκτα νά θεσπίσουν τίς καινοφανεῖς ἑτεροδιδασκαλίες τους, τήν ἐκκλησιαστικοποίηση, δηλαδή, τῶν αἱρέσεων μέ ἀπώτερο σκοπό τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», πού θά ὁδηγήσει τελικά στήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Πάνω σέ αὐτό τό μονομερές καί συγκεντρωτικό σύστημα ἀποφάσεων ὀργανώνεται, ἐπίσης, ἡ θεμελίωση ἑνός Πρώτου -ἄνευ ἴσων- καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐτή ἡ συγκεντρωτική τακτική ἐκφράζεται στό Κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὅπου ἀναφέρεται ὅτι: «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων»4.

Αὐτό τό ἐπισκοποκεντρικό συγκεντρωτικό σύστημα εἶναι τελείως ξένο πρός τήν Ὀρθοδοξία. Τό ἴδιο ξένη, αὐθαίρετη καί παραπλανητική εἶναι ἡ ἐντύπωση, πού ἐσκεμμένα καλλιεργεῖται, ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τό ὄργανο Διοίκησής της, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Ἔχει, ἔτσι, ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια νά ἐπαναλαμβάνουν πολλοί καί νά ἐπικαλοῦνται τήν λανθασμένη θέση «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «ἐμεῖς θά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία» ἐννοώντας τούς Ἐπισκόπους ἤ τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ἀκόμη καί ὅταν αὐτοί φρονοῦν ἤ ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»6.

Καί ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος, ὅτι «ὁ ἐπίσκοπος πρέπει ν΄ ἀγκαλιάση μέσα του ὅλη του τήν Ἐκκλησία· πρέπει νά ἐκδηλώση, νά φανερώση τήν ἐμπειρία καί τήν πίστι της. Δέν πρέπει νά ὁμιλῆ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀλλά ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ‟ex consensu ecclesiae”». Καί καταλήγει ὅτι «τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, ἤ, γιὰ νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τό δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς ‟ἐπιβεβαιώσεως”. Μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος του ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας.»8

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θέτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους σέ θέματα ἀντίθετα πρός τήν πίστη μας: (μετάφραση) «Πῶς λοιπόν ὁ Παῦλος λέγει, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’; Ἀφοῦ εἶπε προηγουμένως, ‘νά ἀναλογίζεσθε τήν ὅλη πορεία τῆς ζωῆς τους καί νά μιμῆσθε τήν πίστι τους’, κατόπιν πρόσθεσε, ‘νά ὑπακοῦτε καί νά ὑποτάσσεσθε στούς προϊσταμένους σας’. Τί λοιπόν θά συμβῆ, λέγει, ὅταν εἶναι κακός καί δέν τόν ὑπακοῦμε; Κακός, πῶς τό ἐννοεῖς; ἐάν εἶναι τέτοιος ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγέ τον καί ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτόν, ὄχι μόνο ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλά κι’ ἄν ἀκόμη εἶναι ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· ἐάν ὅμως εἶναι κακός ὡς πρός τήν ἰδιωτική του ζωή, μήν ἀσχολῆσαι μ’ αὐτήν. ...ἀφοῦ καί τό, ‘μή κρίνετε, γιά νά μή κριθῆτε’, ἀναφέρεται στόν τρόπο ζωῆς, κι’ ὄχι στήν πίστι· ... Βλέπεις ὅτι ὁ λόγος δέν γίνεται γιά δόγματα, ἀλλά γιά τρόπο ζωῆς καί πράξεως;»10.
Ἀναφερόμενος, ἐπίσης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν «ἀνθρωπίνην διαίρεσιν» τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ «πρόβατα καί ποιμένες», παρατηρεῖ: «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἄνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»11.
Καί ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε γιά τό ἴδιο ζήτημα: «Ὅσον ἀφορᾷ δέ εἰς τήν διοίκησιν καί τήν διδασκαλίαν, ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ εἶναι θεμελιώδης, ἐφ’ ὅσον οὗτος, χαρισματοῦχος ὤν καί διδακτός Θεοῦ, ἀποτελεῖ μετά τοῦ κλήρου τήν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καί ἀποδέχεται, ἤ κατακρίνει καί ἀπορρίπτει) τήν διδασκαλίαν καί τάς πράξεις τῆς ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καί οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ Ἐγκυκλίῳ αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848»12.
(Συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment