ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΠΑΤΣΚΑΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ
Του Παναγιώτη Τελεβάντου
=====
Δημοσιεύουμε σήμερα την από πολλές απόψεις εξαιρετικής σπουδαιότητας επιστολή του Σεβ. Μπάτσκας Ειρηναίου Μπούλοβιτς με την οποία εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε το κακόδοξο κείμενο “Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον” και θα επανέλθουμε -συν Θεώ- τις επόμενες μέρες για να τη σχολιάσουμε εκτενώς.
Η επιστολή του Σεβ. Μπάτσκας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη Σύνοδο της Κρήτης και προιδεάζει για τις αποφάσεις που θα πάρει η Εκκλησία της Ρωσίας σε λίγες μέρες.
Προπαντός απομυθοποιεί τους λόγους για τους οποίους ο Σεβ. Μπάτσκας εφέρετο να μην είχε υπογράψει το κακόδοξο κείμενο και διορθώνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι το έκανε από αντιοικουμενιστικό φρόνημα ή επειδή δήθεν ηγείται της συντηρητικής πτέρυγας της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Σερβίας. Αλίμονον αν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη φιλορωσική από τη συντηρητική πτέρυγα. Ο Ελληνομαθέστατος και οξυνούστατος Σεβ. Μητροπολίτης Μπάτσκας κ. Ειρηναίος ηγείται -ως γνωστόν- της φιλορωσικής μεν, αλλά και φιλελεύθερης πτέρυγας της Σερβικής Ιεραρχίας.
Ακολουθεί η μακροσκελής επιστολή του Σεβ. Μπάτσκας κ. Ειρηναίου:
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΕΓΡΑΨΑ
Του Σεβ. Μητροπολίτου Μπάτσκας Ειρηναίου
=====
Περί τῆς νεωστὶ θριαμβευτικῶς μέν, οὐχὶ δὲ καὶ κατὰ πάντα πειστικῶς ληξάσης ἐν Κολυμπαριῳ Κρήτης “Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας, ἤδη μὴ ἀναγνωριζόμενης ὡς τοιαύτης ὑπὸ τῶν ἀπουσιασασῶν Ἐκκλησιῶν, χαρακτηριζόμενης μάλιστα ὑπ’ αὐτῶν ὡς “συνελεύσεως ἐν Κρήτῃ”, ἀμφισβήτησιν τιθέμενης καὶ ὑπὸ πλείστων συμμετασχόντων ἐν αὐτῇ ὀρθοδόξων ἀρχιερέων, ἐδημοσιεύθησαν κατ’ αὐτὰς καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ δημοσιεύονται πάμπολλα σχόλια, καλοπροαίρετα καὶ ἥκιστα καλοπροαίρετα, ἀντικειμενικά, ὅσον ἔνεστι, καὶ ὑποκειμενικά, φιλαλήθη καὶ τῆς ἀλήθειας κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον διαστρεβλωτικά, αὐθόρμητα καὶ παρηγγελμένα, συμφεροντολογικὰ καὶ ἀνιδιοτελῆ, ἀπολογητικὰ καὶ πολεμικά, θεολογικῶς συνεπῆ καὶ θεολογικῶς ἀσυνάρτητα...
Ἓν ἐκ τῶν θολῶν σημείων τῆς σχετικῆς ἐνημερωτικῆς καὶ σχολιαστικῆς ὑπερπαραγωγῆς εἶναι τὸ θέμα τῆς ὑπό τινων ἀρχιερέων ὑπογραφῆς ἢ μὴ ὑπογραφῆς τοῦ ἐπίμαχου προσυνοδικοῦ καὶ κατὰ τὴν Σύνοδον βελτιωθέντος πως κειμένου «Αἱ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”.

Εἷς ἐκ τῶν λόγων, διὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενον περὶ σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας “πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον”, οὐχὶ ὅμως ὁ σπουδαιότερος, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι, μέλη τῆς Συνόδου, εἶχον τὸ δικαίωμα τοῦ λόγου, ἀλλ’ ἐστεροῦντο τοῦ δικαιώματος τοῦ ψηφίζειν. Εἰς τὴν Σύνοδον, ἀντὶ τῆς ἀνέκαθεν κρατούσης ἀποστολικῆς καὶ πατροπαράδοτου ἀρχῆς, “εἷς ἀνήρ-μία ψήφος”, ἴσχυεν ἡ ἀρχὴ “μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία-μία ψῆφος”, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὅτι ψηφίζουν μόνον οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Τὰ ἐπακόλουθα τῆς καινοφανοῦς ταύτης ἀρχῆς εἶναι τὰ ἑξῆς:

2. ὁ σύλλογος τῶν Προκαθημένων ἐνεργεῖ ἐμπράκτως ὡς συλλογικός τις πάπας, εἴτε θελομεν νὰ ἀναγνώρισωμεν τοῦτο τιμίως εἴτε ἐθελοτυφλοῦμεν σχετικῶς, καὶ
3. ἡ Σύνοδος ὑποβιβάζεται, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, εἰς σύναξιν Προκαθημένων, ἐχόντων ἁπλῶς διευρυμένας συνοδείας, ὡς προσφυῶς ἐλέχθη.
Ἑπομένως, ἡ μόνη διαφορὰ μεταξὺ ὀρθόδοξου ἀρχιερέως καὶ ἑτεροδόξου παρατηρητοῦ ἐν Συνόδῳ συνίσταται εἰς τὸ ὅτι ἐκεῖνος δύναται νὰ ἀγορεύσῃ κατὰ βούλησιν, ἐνῶ οὗτος παρακάθηται σιωπηλός: οὔτε ὁ μὲν οὔτε ὁ δὲ ἀποφασίζει ὁ,τιδήποτε. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ὅμως, πρὸς τί ἡ ὑπογραφὴ τῶν μὴ δικαιουμένων νὰ ψηφίσουν ὑπὸ τὰ κείμενα; Διὰ νὰ σχηματισθῇ ἡ ἐντύπωσις, ὅτι τὸ συνοδικὸν σύστημα λειτουργεῖ, ἐνῶ ἀπρακτεῖ καθὸ ἀθετεῖται; Ἢ δι’ ἄλλον τινὰ λόγον; Ἀγνοῶ, βεβαίως, ἀλλὰ δύναμαι τουλάχιστον νὰ μὴ προσυπογράψω ὅ,τι δὲν ἐκφράζει τὰς πεποιθήσεις μου.
Ὁ κυριώτατος ὅμως λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ὑπέγραψα, εἶναι τό, κατ’ ἐμὲ τουλάχιστον, ἐκκλησιολογικῶς διφορούμενον καὶ ὕποπτον περιεχόμενον τοῦ κειμένου, εἴς τινα σημεῖα ἐγγίζοντος τὰ ὅρια τῆς ἑτεροδιδασκαλίας. Ὁ προβληματικός του χαρακτὴρ δὲν ἑστιάζεται μόνον εἰς τὴν πλέον συζητήσιμον προτασίν του, τὴν καὶ προκαλέσασαν τὰς περισσοτέρας ἐνστάσεις καὶ ἀντιρρήσεις τῶν συνοδικῶν Πατέρων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει (ἐν ὑστέρᾳ παραλλαγῇ γνώριζει) “τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν” καὶ ἡ ὁποία ἀντικατεστάθη, τῇ εἰσηγήσει τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διὰ τῆς φράσεως, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται “τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν ἀλλῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν”. Καὶ ναὶ μὲν ἡ ἑλλαδικὴ διατύπωσις τυγχάνει προσεκτικωτέρα καὶ ἀκινδυνωτέρα ὡς ἀποφεύγουσα σοφῶς τὸ ἐνδεχόμενον τῆς ἐξισώσεώς τῆς “ἱστορικῆς ὀνομασίας” καὶ τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχόμενου τοῦ ὅροῦἘκκλησία, δὲν διαφέρει ὅμως ριζικῶς τῆς πρότερας διατυπώσεως, καθ’ ὅτι “ἡ ἱστορικὴ ὑπαρξις” δὲν ἰσοδυναμεῖ αὐτομάτως πρὸς τὴν ἀναγνώρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς φύσεως καὶ ὑποστασεως τῶν ὑπὸ τὴν ἐν λόγῳ ἐπωνυμίαν ὑπαρχόντων ἐκκλησιαστικῶν ἤ, ἂν θέλετε, ἐκκλησιομόρφων ὀργανισμῶν. Ἁπλῶς αἴρεται καὶ ἀποκλείεται διὰ τῆς τελικῆς διατυπώσεως ἡ δυνατότης τῆς διττῆς ἑρμηνείας ἤτοι τῆς κατ’ ἀκρίβειαν ὀρθόδοξου δογματικῆς ὁρολογίας καὶ τῆς ἀσαφοῦς καὶ ἐπαμφοτεριζούσης ἔν τινι μέτρῳ φρασεολογίας.

Προσωπικῶς φρονῶ, ὅτι τὸ ἐνδεδειγμένον ἐν προκειμενῳ ἦτο νὰ μείνη ὁ ὅροςἘκκλησία μόνον διὰ τὸν ρωμαιοκαθολικισμόν (ὁ ὁποῖος, περιέργως, οὔτε μνημονεύεται μεμονωμένως εἰς τὸ κείμενον, ἐνῶ γίνεται κατὰ κόρον ἡ πρὸς τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἀναφορά), διότι ἡ ὑπερχιλιετὴς δογματικὴ διαμάχη μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἡμῶν δὲν ἐκρίθη εἰσέτι ἐπὶ τοῦ ἐπιπέδου Οἰκουμενικῆς Σύνοδου, εἰ μὴ μόνον εἰς τὰς ψευδοικουμενικας σύνοδους Λυῶνος καὶ Φερράρας-Φλωρεντίας. Κατ’ ἀρχὴν λοιπὸν -ἢ θεωρητικῶς ἔστω- ἐπιτρέπεται τὸ νὰ τρέφωμεν τὴν ἐλπίδα, ὅτι ποιά τις μέλλουσα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθῇ πρὸς τὸ θέμα τῆς διχοστασίας ταύτης καὶ θὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἄρσιν τῶν “πετρῶν τοῦ σκανδάλου”, τουτ’ ἔστι τοῦ Filioque καὶ τοῦ μεταγενέστερου, ὑπερτροφικοῦ πρωτείου ἅμα τῷ περιβοήτω “ἀλαθήτω” τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ὑπὸ τὴν προοπτικὴν ταύτην καὶ μόνον θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνηται λόγος περὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἤτοι τῶν τριαδολογικῶν παρεκτροπῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν καινοτομιῶν αὐτῆς οὐδόλως σχετικοποιουμένων ἢ παραμελουμένων, πολλοῦ γε δεῖ ἀγνοουμένων ἢ ἀμνηστευομένων. Σημειώτεον δέ, ὅτι αἱ ἐκ Ρώμης δι’ ἀποσκιρτήσεως προελθοῦσαι κατὰ τὴν Μεταρρύθμισιν ἐκκλησιαστικαὶ κοινότητες ἀπεμακρύνθησαν ἔτι μᾶλλον -καὶ ἀπομακρύνονται, φεῦ, ὁσημέραι ὁλοὲν καὶ περισσότερον- τόσον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὅσον καὶ τῆς ἡμέτερας Ἐκκλησίας.

Εἰδικῶς ὡς πρὸς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς ἔπρεπε νὰ ἐξαρθῇ, ὅτι οὐ μόνον τὸ δόγμα περὶ τοῦ ὑδροκέφαλου παπικοῦ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου, ἀλλὰ καὶ ἡ προσθήκη τοῦ Filioque εἰς τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως συνιστοῦν ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια διὰ τὴν ἕνωσιν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἅμα δὲ καὶ τὰ κυρία θέματα τοῦ διεκκλησιαστικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου. Ἐὰν εἴχομεν ἐκφρασθῆ κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον, θὰ παρεῖλκεν ἡ ἀνάγκη τῆς ἡμιλέκτου καὶ ἰσχνῆς φρασεολογίας περὶ τῆς “ἱστορικῆς ὑπάρξεως” τῶν μὴ ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν, ἄρα δὲ καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς περὶ τῶν “ἱστορικῶν ὀνομασιῶν” των διαλεκτικῆς. Ἐὰν καὶ τότε θὰ ἀπουσίαζον ὡρισμέναι Ἐκκλησίαι, θὰ ἦτο νόμιμος ἡ ἀναζήτησις ἄλλων, ἐκκλησιαστικῶν ἢ ἐξωεκκλησιαστικῶν, κινήτρων τῆς ἀπουσίας. Τὸ κατ’ ἐμέ, τὰ σήμερον δημοσιευόμενα κατηγορητήρια κατὰ τῶν μὴ προσελθουσῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς δῆθεν ἄνευ λόγου ἢ δι’ ἐξωγενεῖς σκοπιμοτήτας ἐσκεμμένως καὶ ἐκ προμελετῆς ἀρνηθειςῶν νὰ συμμετἀσχουν, ἀποτελοῦν ὑπεκφυγήν, ἂν μὴ καὶ μεγαλὴν ἀδικίαν. Ἵνα μὴ παρεξηγηθῶ καὶ κατηγορηθῶ διὰ πολλοστὴν φοράν, ὅτι “ηὐτομόλησα”(!) ἢ ὅτι παριστάνω αὐτόκλητον “συνήγορον” τῶν δι’ εὐλόγους ἢ παράλογους αἰτίας ἀπολειφθέντων Πατέρων καὶ ἀδελφῶν, δηλῶ, ὅτι ἐποφελεστέρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ ἦτο ἡ παρουσία καὶ ἡ ἐνεργός, δυναμικὴ συνεισφορά των.

Ταὐτοχρόνως δὲν ἔχω κατανόησιν καὶ συμπάθειαν δι’ ὅσους λέγουν: “Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ φανατικοί, οἱ σκοταδισταί, οἱ... οἱ...”. Ἀπεναντίας, ὅλοι ἐνδιαφέρουν ἡμᾶς: οἱ “ἡμέτεροι” καὶ οἱ “ὀθνεῖοι”, οἱ ἐγγὺς καὶ οἱ μακράν.
Καὶ τοῦτο ποιῆσαι κακεῖνο μὴ ἀφιέναι, κατὰ τὸ Κυριάκον λόγιον. Εἰ μή τι ἄλλο, καὶ ἡ ἀσθένεια τῆς συνειδήσεως τοῦ δικαίως ἢ ἀδίκως σκανδαλιζόμενου ἀδελφοῦ ἐμποιεῖ εἰς τὰς ψυχὰς ἡμῶν τὸ αἴσθημα τῆς ποιμαντικῆς καὶ ἀνθρωπίνης εὐθύνης, συναλληλίας, συμπάθειας... “Οὐκ ἐν ρήμασι”, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡμῖν ἡ εὐσεβεια”. Ἐὰν δὲ ἀναζητηθῇ καὶ “ἐν ρήμασι”, πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἀποκλειστικῶς ἐν “ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι, ξένοις δόγμασι τῆς Ἁγίας Τριάδος”.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διακρίνουν δύο εἴδη θεολογικῆς γλώσσης, “λόγον δογματικὸν” καὶ “λόγον ἀγωνιστικόν” (ἢ “λόγον ἀντιῤῥητικόν”), χρησιμοποιοῦν δὲ συχνάκις καὶ γλῶσσαν φιλοφροσύνης, ἁβροφροσύνης, εὐγενείας, εὐπροσηγορίας, λεπτότητος. Κλασσικὸν παράδειγμα τυγχάνει ὁ τρόπος τοῦ ἐκφράζεσθαι εἰς τὸν ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν: κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ μεταξὺ “Λατίνων” καὶ “Γραικῶν” διαλόγου ὁμιλεῖ εἰς γλῶσσαν φιλόφρονα, καθαπτομένην τῶν δογματικῶν διαφορῶν ἐμμέσως καὶ διακριτικῶς, ὡς ἐμφαίνεται εἰς τὴν ἐναρκτήριον πρὸς τὸν πάπαν Εὐγένιον Δ' προσλαλιὰν του· κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ διαλόγου συνεχίζει εἰς γλῶσσαν δογματικῆς ἀκριβολογίας καὶ σαφήνειας, μὴ ἐγκαταλείπων τὸ καλοπροαίρετον καὶ πρᾷον ὕφος, ἐν τέλει δέ, μετὰ τὴν θλιβερὰν λῆξιν τῆς ἑνωτικῆς σύνοδου, καταφεύγει, ἐξ ἀνάγκης καὶ ποιμαντικῆς εὐθύνης, εἰς χρῆσιν πολεμικῆς καὶ ἐλεγκτικῆς γλώσσης.

Ἂς μὴ ἀπατώμεθα ἢ κρυπτώμεθα: τὸ προβληματικὸν τοῦτο κείμενον εἶναι ἡ πρώτη καὶ κυρία αἰτία τῆς ἀρνήσεως τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχείων νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν Σύνοδον, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐδυσκολεύετο μὲν καὶ ἀμφιεταλαντεύετο μέχρι τελευταίας στιγμῆς ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν συμμετοχήν της, προσῆλθε δὲ τελικῶς διὰ δύο λόγους: ἐξ ἀγαπῆς πρὸς τὴν μαρτυρικὴν Μήτερα τῆς Ἐκκλήσιαν, τὴν Ἐκκλήσιαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι τὰ ἀσθενοῦντα καὶ ἐλλείποντα τῆς προπαρασκευαστικῆς περιόδου θὰ θεραπευθοῦν καὶ θὰ ἀναπληρωθοῦν κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Σύνοδου, ὅτι δηλαδή, πλὴν τῶν κειμένων, ἡ Σύνοδος θὰ ἀσχοληθῇ καὶ πρὸς τὰ καίρια σύγχρονα προβλήματα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, ὅπως εἶναι τὰ σχίσματα, εἴτε ἐθνοφυλετικῆς εἴτε “ζηλωτικῆς” ἐμπνεύσεως, ἡ ἀκοινωνησία Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἀντικανονικὴ συμπεριφορὰ ἄλλων ’Ἐκκλησιῶν, τὸ αὐτοκέφαλον, τὸ ὁποῖον κατήντησε νὰ εἶναι πονοκέφαλος τῆς Ἐκκλήσιας, καὶ ἄλλα τινά. Πλὴν ὅμως, οὐδὲν τοιοῦτο ἔλαβε χώραν: ἀφοῦ ἀπερρίφθη ἡ πρότασις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας νὰ θεωρηθοῦν αἱ ἐν Κρήτῃ συνοδικαὶ ἐργασίαι ὡς ἡ πρώτη φάσις τῆς ὅλης συνοδικῆς πορείας καὶ νὰ κηρυχθῇ ἡ περαίωσις τῆς Συνόδου μετέπειτα, ἐν καιρῷ, κατόπιν συζητήσεων “ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης” καὶ τῇ ἐκ τῶν ὑστερῶν συμμετοχῇ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ Σύνοδος αὐτοπεριωρίσθη εἰς ὀλιγοήμερον δρᾶσιν, καταναλώσασα καὶ τὸν ὀλίγον διαθέσιμον χρόνον ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τὴν ἀνάλυσιν καὶ μερικὴν διόρθωσιν τῶν ὑποβληθέντων εἰς αὐτὴν κειμένων, ἄνευ ζώσης, αὐθορμήτου καὶ ἐλευθέρας ἀνταλλαγῆς ἀπόψεων περὶ φλεγόντων ζητημάτων τῆς σύγχρονου ’Ὀρθοδοξίας.

No comments:
Post a Comment