Monday, June 27, 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΙΓ΄


Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΙΓ΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
===== 

Ας αναφέρουμε στο σημείο αυτό προκειμένου να γίνει εναργέστερη η αναληθής εικόνα που μας δίδει τόσο το προσυνοδικό κείμενο όσο και το κείμενο του Θ.Α.Κ. περί του Π.Σ.Ε. τα όσα έγιναν αμοιβαίως απόδεκτά και υπεγράφησαν από Ορθοδόξους και Προτεστάντες στην 9η και 10η Γενική Συνελεύση του Π.Σ.Ε. στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006 και στο Πουσάν της Νοτίου Κορέας το Νοέμβριο του 2013, αντίστοιχα. 

Στην πρώτη, (9η), Συνέλευση έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: 
1) «Είμαστε μια αδελφότητα Εκκλησιών», λέγει το κείμενο, «που ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα σύμφωνα με τις Γραφές και για τον λόγο αυτό επιζητούμε να εκπληρώσουμε την κοινή μας κλήση, να συμμετέχουμε στη δόξα του ενός Θεού του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Επομένως δεν είμαστε μόνον εμείς οι Ορθόδοξοι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως, αλλά όλες μαζί οι 340 ψευδοεκκλησίες του Π,.Σ.Ε. 

2) «Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την καθολικότητά της όταν είναι σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες». Επομένως για να εκπληρώσουμε εμείς οι Ορθόδοξοι την καθολικότητά μας είναι απαραίτητο να είμαστε σε κοινωνία με αυτές τις ψευδοεκκλησίες. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «τις κοινωνία φωτί προς σκότος» (Β.Κορ.6,14) δεν ισχύει πλέον για τους Οικουμενιστές. 

3) «Η πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε από τους αποστόλους  είναι μία, όπως ακριβώς ένα είναι και το Σώμα του Χριστού. Παρά ταύτα είναι θεμιτό η πίστη αυτή να διατυπώνεται με διαφορετικούς τρόπους».  Δηλαδή οι ποικίλλες αιρετικές διδασκαλίες  των Προτεσταντών  θεωρούνται ως διαφορετικοί τρόποι εκφράσεως της ιδίας πίστεως και ως ποικιλλία των χαρισμάτων  του Αγίου Πνεύματος. 

4) «Το ότι όλοι μας από κοινού ανήκουμε στο Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δίνει την δυνατότητα στις Εκκλησίες  και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν». Αυτό δηλαδή που οριοθετεί την Εκκλησία δεν είναι η κοινή ορθή πίστις και η αποστολική παράδοσις, αλλά το Βάπτισμα. Σε άλλο σημείο διατυπώνεται: «υπάρχουν μερικοί που δεν χρησιμοποιούν νερό στην ιεροτελεστία του Βαπτίσματος, αλλά μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής».[18] Η εντολή δηλαδή του Χριστού προς τους μαθητές του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» δεν σημαίνει τίποτε για τους Οικουμενιστές και δεν είναι ανάγκη να εφαρμόζεται.

Στη δεύτερη, (10η), Συνέλευση και συγκεκριμένα στο επίσημο κείμενο «Δήλωσις Ενότητος» (Unity Statement), έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: (α) ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία μετά των λοιπών «εκκλησιών» πρέπει να μετανοήση δια την διάσπασιν των χριστιανών,[19] (β) ότι η Εκκλησία, ούσα Σώμα Χριστού, δεν διέπεται παρά ταύτα αναγκαίως υπό δογματικής ομοφωνίας, ούτε και εν αυτή τη αποστολική εποχή,[20] (γ) ότι υφίσταται νυν αόρατος εκκλησιαστική ενότης του χριστιανισμού και προσδοκάται η ορατή ενότης της Μιας Εκκλησίας,[21] (δ) ότι η προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «ίνα πάντες ώσιν εν», δεν έχει εκπληρωθή, αλλἀπόκειται εις ημάς το καθήκον τούτο,[22] (ε) ότι η Εκκλησία δύναται να εμπλουτισθή και ωφεληθή εκ των χαρισμάτων των ετεροδόξων,[23] (στ) ότι είμεθα υπόλογοι έναντι του Θεού, αν δεν επιδιώκωμεν διαρκώς την χριστιανικήν ενότητα προς όφελος της έξωθεν καλής μαρτυρίας,[24] (ζ) ότι ο Θεός «πάντοτε μας εκπλήσσει» και ότι η Εκκλησία προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος,[25] (η) ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν νέοι τρόποι προσεγγίσεως των θεολογικών διαφωνιών[26]  και (θ) ότι η ενότης της Εκκλησίας είναι αλληλένδετος μετά της ενότητος της ανθρωπότητος και της κτίσεως.[27]

Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη απομείωση από αυτή της αρνήσεως της «αποκλειστικότητας» της Εκκλησίας μας, δηλαδή της αρνήσεως ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και ότι εξω από αυτήν υπάρχουν μόνον αιρέσεις και σχίσματα. Η προσπάθεια του Θ.Α.Κ. να προβάλλει τα δικά του ιδεολογήματα, η προβληματισμούς ως θεολογία της Εκκλησίας και να οικοδομήσει μια νέα Εκκλησιολογία, (την Εκκλησιολογία της μη «αποκλειστικότητος») πάνω στην Οικονομία της Εκκλησίας, δεν έχει κανένα έρεισμα και δεν μπορεί να δικαιωθεί με κανένα τρόπο από την όλη Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη.

Κατ’ ακολουθίαν και η προσπάθειά του να δικαιώσει την μέλλουσα Αγία και Μεγάλη Συνοδο τόσο ως προς τον τρόπο οργανώσεώς της, όσο και ως προς την θεματολογία της υπήρξε πέρα για πέρα ανεπιτυχής.  Με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1]Ευδοκίμωφ, “L’ Orthodoxie”, εκδ. Delachaux et Niestle, Neuchatel 1959, σ. 343.
[2]Fameree Joseph, “Orthodox Influeceοn the Roman Catholic Theologian Yves Congar, σ.412-413.
[3]Επιστολή ιγ, βιβλίο α, κεφ.η, PG 102,725D
[4]Ε.Π.Ε. τομ. 1, σελ. 68
[5]Ι. Καρμίρη, «Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία», σελ.353-362.
[6]«Κατά πασών των αιρέσεων», κεφ.Θ΄, στο: Συμεών, αρχιεπ. Θεσσαλονίκης, «Τα άπαντα», Ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης Δ΄ εκδόσεως, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη, σελ.32-40
[7] Αγ. Κυρίλλου, επιστολή 57, «Μαξίμω διακόνω Αντιοχεί» PG 77,320-321.
[8]Ευλόγιος Αλεξ. PG 103, 953
[9]Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
[10]Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
[11]PG 35, 1089
[12]Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 26-28, 49, 7275.
[13]Αναλυτικότερα για τη στάση των Κολλυβάδων Πατέρων και συγγραφέων της εποχής στην ενδιαφέρουσα μελέτη του πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο,  εκδ. Τήνος  Αθήνα 1996. 
[14]«Όρος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας συσταίνων μεν το θεόθεν δοθέν άγιον βάπτισμα, καταπτύων δε τα άλλως γενόμενα των αιρετικών βαπτίσματα», στο Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ εν Βάπτισμα, Ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες Πατέρες και τον Κων/νο Οικονόμο, εκδ. Τήνος Αθήνα 1996, σ. 128,  Ελ. Γιαννακοπούλου, Ο αναβαπτισμός των αιρετικών 1453-1756), Σταθμοί έρευνας και πράξης (ιστορικοκανονική θεώρηση), Αθήνα 2009, σ. 88.
[15]ΤὰδογματικὰκαὶσυμβολικὰμνημεῖατῆςὈρθοδόξουΚαθολικῆςἘκκλησίας, Τόμ.1, Ἀθήνα 1960, σέλ. 105-106.
[16]     Αγ.  Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 224
[17]Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής  Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.
[18]Περιοδ. Θεοδρομία, τεύχ. 1, Ιανουάριος- Μάρτιος 2008, ο.π. σελ. 133-137.
[19]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6).
[20]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5)
[21]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 14 (σ.6καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7)
[22]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
[23]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
[24]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6)
[25]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καίὑποσημ. 1 (σ. 8)
[26]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 15 (σ. 7)

[27]Συνημμένον Α΄, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4)

No comments:

Post a Comment