Συνέντευξη του Καθηγητή κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Ποιός εἶναι τελικά ὁ σκοπός τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου;
________
Δημοσιογράφος: Καί εἶναι πραγματικά διαφορά, πού ὅταν τήν προσέξουμε λίγο, ὅπως λέγετε κι ἐσεῖς, μᾶς δίνει τίς ἀπαντήσεις καί μᾶς ξεχωρίζει πλήρως τά πράγματα. Μέ ὅλα αὐτά, πού σᾶς ἀκοῦμε, κύριε Καθηγητά, νά μᾶς λέτε, εἶναι ἀναπόφευκτο τό ἐρώτημα, πού γεννᾶται: Ποιός εἶναι ὁ σκοπός, τελικά, τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου; Πολύ δέ περισσότερο, ὅταν, ὅπως διαβάσαμε, μόνον ἡ ἔναρξη καί ἡ λήξη, οἱ δύο αὐτές πανηγυρικές συνεδριάσεις, θά εἶναι ἀνοικτές, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες θά εἶναι κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, λές καί τά θέματα, πού θά συζητηθοῦν, εἶναι ἑπτασφράγιστα μυστικά καί δέν ἐπηρεάζουν κανέναν. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε κάτι ἐπ’ αὐτοῦ;
Καθηγητής: Ναί, ἀσφαλῶς καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε, καί μᾶλλον νά ὑπενθυμίσω κάτι, πού ἤδη ἔχω πεῖ: Ἡ γνώμη μου γιά τόν σκοπό συγκλήσεως αὐτῆς τῆς Συνόδου συμπυκνώνεται στήν ἀποτίμηση, πού καταθέτω στήν πρώτη μου Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεραρχία. Νά σᾶς τήν διαβάσω πάλι, γιατί εἶναι μέ τρόπο ἔτσι συνοπτικό γραμμένο. «Οἱ ἐμπνευστές λοιπόν καί συντάκτες τοῦ συγκεκριμένου κειμένου ἐπιχειροῦν σέ τελευταία ἀνάλυση μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ Συγκρητισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου». Τί σημαίνει αὐτό; Δηλαδή, τί θέλω νά πῶ; Γι’ αὐτό γίνεται αὐτή ἡ Σύνοδος, γιά νά νομιμοποιήσει τόν Οἰκουμενισμό. Θά τό ἀντιστρέψω ἐγώ, γιατί κατά τήν ἄποψή μου ἔπρεπε, ἄργησε κιόλας, νά γίνει αὐτή ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ μιά Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἀλλ’ ὡς θεματολογία της, κατεξοχήν, θά ἔπρεπε νά ἔχει τήν καταδίκη τοῦ Συγκρητισμοῦ, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἴτε εἶναι Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισμός εἴτε εἶναι Οἰκουμενισμός Δυτικοῦ τύπου. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ὁ κοινός παρονομαστής εἶναι ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί εἶναι πραγματικά περίεργο γιά μένα, πῶς νά σᾶς τό πῶ, ἡ λέξη πού μοῦ βγαίνει εἶναι θράσος, νά τίθεται τέτοιο θέμα πρός ἐπικύρωση, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά ἔλθει αὐτό τό θέμα μόνο πρός καταδίκη. Ἐπειδή ταλανίζει ἕναν αἰῶνα ἤδη τήν Ἐκκλησία μας καί κινδυνεύουμε νά χάνουμε πάρα πολλούς πιστούς μέσα σ’ αὐτήν τήν σχετικοποίηση τῶν πάντων, ἡ ὁποία γίνεται βέβαια στό πλαίσιο τῆς παγκοσμιοποίησης. Γιά νά κυριαρχήσει ἡ παγκοσμιοποίηση σέ ὅλα τά ἐπίπεδα -οἰκονομικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.τ.λ- πρέπει νά ἐπικρατήσει καί στή θρησκεία. Καί τό πρῶτο βῆμα αὐτή τή στιγμή εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός ὁ χριστιανικός. Δηλαδή, νά τά βροῦμε μέ ἕνα minimum δογματικό -ἄν καί δέν μπορεῖ νά γίνονται, ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Παϊσιος, ἐκπτώσεις στό δόγμα. Νά κάνουμε, δηλαδή, κάποιες παραχωρήσεις, προκειμένου νά συμφωνήσουμε, νά νομιμοποιηθεῖ αὐτή ἡ παρουσία, διαμυστηριακά ὅμως, σάν νά εἴμαστε ἕνα οἱ χριστιανοί, εἴτε Ὀρθόδοξοι εἴτε Ρωμαιοκαθολικοί εἴτε Προτεστάντες. Καί σ’ ἕνα δεύτερο πλάνο, πού ἤδη κυοφορεῖται μέσω τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, μέ τίς μονοθεϊστικές λεγόμενες θρησκεῖες, δηλαδή τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ.
Τό δεύτερο πλάνο εἶναι αὐτό, ὅπου -σημειωτέον- ἀποφασιστικό ρόλο ἔχει, καί φαίνεται αὐτό ἤδη, ὁ Πάπας, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ὁ ἡγέτης, γιατί ἕναν θά πρέπει νά ἔχει ἡ παγκοσμιοποίηση, δέν θά συναλλάσσεται μέ πολλούς. Καί βλέπει κανείς διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτό τό πρᾶγμα. Σᾶς ὑπενθυμίζω τό Κοινό Κείμενο τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο προσυπογράψαμε, πού κάνει λόγο τόσο πολύ γιά τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, πῶς πρέπει νά νοηθεῖ, καί πού, σέ τελευταία ἀνάλυση, φαίνεται νά εἰσηγεῖται, νά τό ἀποδεχθοῦμε ἐμεῖς. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα δέν τό ἀποδεχτοῦμε αὐτό πρός τό παρόν, θά πρέπει νά ἔχουμε Πρῶτο, γιατί ἄν δέν ἔχουμε Πρῶτο, κινδυνεύει ἡ ἑνότητά μας, ὅπως μᾶς λέει τό Κείμενο τόσο σαφῶς καί ἀθεολόγητα. Νά ἔχουμε δηλαδή τόν Πρῶτον ἄνευ ἴσων. Αὐτό εἶναι φρικτό. Ποιοί εἶναι οἱ ἴσοι, ἤ μᾶλλον οἱ ὑποτιθέμενοι μή ἴσοι, κατ’ αὐτούς πού τό εἰσηγοῦνται; Οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι.
Κι αὐτό τό βλέπουμε στήν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης, γιά νά φτάσουμε σ’ αὐτήν τήν Σύνοδο. Γνωρίζουμε πολύ καλά τίς ὅποιες συζητήσεις ἔγιναν σέ κάποιο βαθμό, προκειμένου νά υἱοθετηθοῦν Δίπτυχα ἤ ὄχι, καί ἄλλα πού δέν πέρασαν τελικά. Κι αὐτά εἶχαν ἕναν ἅξονα, πού λεγόταν Πρωτεῖο, τό ὁποῖο εἶναι τελείως ἀδιανόητο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατί σ’ Αὐτήν ὑπάρχουν μόνο «πρεσβεῖα τιμῆς», τίποτε ἄλλο. Ἀλλά τό Πρωτεῖο, κοσμικά θεωρούμενο, χρειάζεται νά τό ἔχει δυστυχῶς καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως νομίζουν οἱ ἐμπνευστές αὐτοῦ τοῦ Κειμένου. Καί αὐτό τό πρᾶγμα φάνηκε καί στή διοργάνωση αὐτῆς τῆς Συνόδου· καί ὑπάρχει πολλή γκρίνια καί πολλές ἀμφισβητήσεις γι’ αὐτό τό θέμα. Σᾶς λέω, ἁπλῶς, ὅτι δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο στή συγκυρία αὐτή, ὅτι θέλουν ἕναν Οἰκουμενισμό χριστιανικό μέ ἡγέτη τελικά τόν Πάπα, πού δέν τόν ἀμφισβητεῖ, ὅπως φαίνεται, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, παρά τίς ὅποιες δογματικές ἀποκλίσεις, καί στή συνέχεια ἕναν Οἰκουμενισμό τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, μέ ἀπώτερο στόχο τόν Οἰκουμενισμό ὅλων τῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου.
Εἶναι φαντασίες αὐτά, πού λέω; Ὄχι. Εἶναι πράξεις ἱστορικές. Ἐμφανίζεται πάλι ὁ Πάπας, νά «καπελώνει» καί αὐτήν τήν ἐκδήλωση τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς προσευχῆς. Θυμηθεῖτε Ἀσίζη κ.τ.λ., ὅπου καί εἰδωλολάτρες ἀκόμη, ἄνθρωποι, πού σαφῶς ὁμολογοῦν τό σατανᾶ καί τά ἀκάθαρτα πνεύματα, συμπροσεύχονται, πρᾶγμα πού εἶναι καταδικαστέο ἀπό Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί μέ παρουσία ὀρθοδόξων μάλιστα. Αὐτά δέν πρέπει νά μᾶς ἀφήνουν ἀδιάφορους, ὡς πρός τή σκοπιμότητα τοῦ ἄξονα, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ σέ μία πανθρησκεία, ὅπου ἕνας θά εἶναι ἡγέτης, δηλαδή ὁ Πάπας. Καί αὐτό θά εἶναι τότε διαχειρίσιμο, ὡς φαινόμενο θρησκευτικό, στό πλαίσιο μιᾶς παγκοσμιοποιημένης ἠλεκτρονικά κατευθυνομένης κοινωνίας μέ τή γνωστή Παγκόσμια Διακυβέρνηση, ὅπως λέγεται, ὅπου θά εἶναι ἕνα κέντρο καί γιά τά οἰκονομικά καί γιά τά ἐθνικά καί τά λοιπά. Ἄρα, εἶναι ἕνα ὅραμα, τό ὁποῖο πρίν ἀπό μερικά χρόνια, ἴσως, νά μήν μποροῦσε κανείς νά τό ἀποδεχτεῖ. Τώρα ὅμως εἶναι αἰσθητό, τό καταλαβαίνουμε.
Ἔτσι, λοιπόν, αὐτήν τήν Σύνοδο θά πρέπει νά τήν συσχετίσουμε μέ αὐτήν τήν κατεύθυνση. Καί τό λέω αὐτό καθαρά ἐπιστημονικά. Ὅταν βλέπω, δηλαδή, νά ζητᾶ μία Πανορθόδοξη Σύνοδος τή νομιμοποίηση τῶν λεγομένων ἐκκλησιῶν αὐτῶν ὡς Ἐκκλησία, αὐτό καί μόνο ἀντίκειται σέ Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλαδή στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου λέγεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία. Ἀλλά, ἄν εἶναι Μία, δέν μπορεῖ νά εἶναι πολλές μέ διαφορετικά δόγματα κ.τ.λ. Ἄρα, τί κάνουμε; Τήν πρώτη ἀπόκλιση ἀπό τό Σύμβολο. Αὐτό εἶναι ἕνα ἁπλό πρᾶγμα, πού μπορεῖ κανείς νά τό κάνει; Ὄχι. Ὅποιος τό κάνει, λένε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, αὐτός νά καταδικάζεται καί νά ἐκπίπτει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά καθαιρεῖται, ἄν εἶναι κληρικός. Καί τό ἐπαναλαμβάνουν αὐτό ὅλες οἱ Σύνοδοι, μέχρι καί τήν ἑβδόμη. Πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀναγνωριστεῖ ἡ πίστη τῶν προηγουμένων Συνόδων, ἡ ὁποία καταδικάζει αὐτά τά πράγματα, πού εἰσηγεῖται αὐτή ἡ Σύνοδος.
Γι’ αὐτό τό «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» εἶναι πολύ πρακτικό. Δηλαδή, ὅταν θά ποῦμε, ὅτι ἀποδεχόμαστε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι διηρημένη, ὅτι ἔχει τήν ἑνότητά της δεδομένη ἀπό τόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό «ἵνα ὦσιν ἕν», καί αὐτό πραγματώνεται σέ προσωπικό καί εὐρύτερα κοινωνικό ἐπίπεδο, μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἐνεργοποιημένου Πνεύματος. Δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία Μία, ἐπειδή ἔχουμε ἁπλῶς βαπτιστεῖ. Δέν εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἕνα, ὅταν αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό ὁποῖο λάβαμε, δέν τό ἔχουμε ἐνεργοποιήσει μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὥστε νά ἔχουμε τήν κοινή ἄκτιστη δόξα. Γιατί ὁ Χριστός, στήν ἀρχιερατική Του προσευχή, δέν εἶπε αὐτονομημένα «ἵνα ὦσιν ἕν», δηλαδή, ἐγώ σᾶς δίνω αὐτήν τήν εὐχή, ἀλλά «τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς» (ὁ Πατέρας δηλαδή μέ τόν Υἱό). Ἄρα, ἡ ἄκτιστη αὐτή δόξα, πού ἔχουν ὁ Πατέρας μέ τόν Υἱό, πού δέν τήν δέχονται ὡς ἄκτιστη οἱ Δυτικοί, ὅταν εἶναι ἐνεργοποιημένη μεταξύ μας -γι’ αὐτό προσεύχεται ὁ Χριστός, νά τηρήσουμε τίς προδιαγραφές αὐτές, πού εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν- τότε θά εἶναι βιωματική πραγματικότητα.
Ἄν ἑπομένως ἐμεῖς ἐκ προοιμίου, δογματικῶς, ἀρνούμαστε αὐτήν τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας καί βάζουμε στήν Ἐκκλησία ἄλλους, πού δέν ὁμολογοῦνε αὐτήν τή Χάρη, ἡ ὁποία εἶναι ἐκεῖνο τό μέσο, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ τή λέξη μέσο, πού μᾶς ἑνοποιεῖ μεταξύ μας, ἀκυρώνουμε τήν ἴδια τήν ἑνότητά μας. Γιατί ἡ ἄκτιστη θεία δόξα μᾶς ἑνοποιεῖ μέ τόν ἴδιο τό Θεό, μέ τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, καί ἔτσι γινόμαστε ἕνα Πνεῦμα πρῶτα μέ τό Θεό καί μετά γινόμαστε ἐξαιτίας αὐτοῦ ἕνα σῶμα ἐκκλησιαστικό μεταξύ μας. Ἄλλωστε, καί ὡς Ὀρθόδοξοι, δέν γινόμαστε ἕνα μεταξύ μας, ἐπειδή βαπτιζόμαστε, γιατί δέν ἐνεργεῖ ἔτσι μηχανιστικά αὐτό τό Πνεῦμα, παρά ὅταν ἔχει καί τή συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Κι ὅταν λέμε συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου, ἐννοοῦμε τήρηση ἐντολῶν. Κι ὅταν λέμε τήρηση ἐντολῶν, ἐννοοῦμε κατεξοχήν αὐτῶν πού ὅρισε, διευκρίνισε δηλαδή ἡ Ἐκκλησία ὡς δογματικούς Ὅρους. Ὅταν παραβαίνουμε, λοιπόν, τόν δογματικό Ὅρο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀμέσως εἴμαστε τό λιγότερο μετέωροι, γιά νά μήν πῶ τίποτε περισσότερο, πού μπορεῖ ὁ καθένας μας νά σκεφτεῖ. Ἔτσι, λοιπόν, τά πράγματα εἶναι ἐξαιρετικά σοβαρά. Εἶναι μιά ὑπόθεση αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία πρέπει πολύ νά μᾶς ἀπασχολήσει, καί ἴσως πρέπει νά ποῦμε καί ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση μας, γιατί τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἀκούσουμε, ἀλλά καί ὡς ἁπλοί πιστοί τί καλούμεθα νά κάνουμε.