Wednesday, March 31, 2010

ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΓΩΝΑΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΔΑΣΚΑΛΑ







ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΕΙΑΣ ΔΡΑΓΩΝΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΑ ΔΑΣΚΑΛΑ


Απειλές εναντίον της Χαράς Νικοπούλου
=========

Δεν κατόρθωσε να την εκδιώξει από την Θράκη το Τουρκικό Προξενείο, επιχειρεί τώρα να το κάνει η Ειδική Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας Θάλεια Δραγώνα.
Η Πωγωνήσια (από τον Πωγωνίσκο) εκπαιδευτικός Χαρά Νικοπούλου, κόρη του πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Νικόπουλου, που υπηρετεί στο Πομάκικο χωριό Μεγάλο Δέρειο του Έβρου, κάνει το αυτονόητο. Μεταδίδει την Ελληνική παιδεία στους μαθητές της.

Αυτό, φαίνεται, πως εξόργισε την κ. Δραγώνα.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου της απένειμε το δεύτερο βραβείο του διαγωνισμού «Αριστεία και Καινοτομία στην Εκπαίδευση 2010» για την έκδοση της μαθητικής εφημερίδας «Δέρειο στη γνώση».
Μάλιστα η κ. Διαμαντοπούλου άκουσε με προσοχή την εισήγηση της κ. Νικοπούλου για το μειονοτικό σχολείο του Μεγάλου Δερείου.

Όμως η κ. Δραγώνα, με τις γνωστές πεποιθήσεις, επιτέθηκε στην εκπαιδευτικό, την κατηγόρησε για «άσκηση εξωτερικής πολιτικής στον χώρο του σχολείου» και την απείλησε, χωρίς ενδοιασμούς, πως θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μετατεθεί μια ώρα αρχύτερα από τον Έβρο.

Η κ. Νικοπούλου της ξεκαθάρισε ότι απλά και μόνο κάνει το καθήκον της. Είναι η πρώτη εκπαιδευτικός στο χωριό που πραγματοποίησε εκδηλώσεις και παρελάσεις στις εθνικές επετείους.

Μίλησε στους μαθητές της για την Ελληνική Ιστορία, τους έμαθε ποιήματα και τραγούδια για το 1821 και το 1940, τα οποία τα παιδιά απαγγέλλουν.

Η ίδια σημειώνει: «Υπάρχουν κύκλοι του τουρκικού προξενείου που δεν επιθυμούν την παρουσία μου γιατί θεωρούν την περιοχή τουρκική»!

Η Χαρά Νικοπούλου δεν χρησιμοποίησε ως μέσο τον πατέρα της για να διοριστεί στην Αθήνα, παρότι εύκολα μπορούσε να το κάνει. Προτίμησε τον ακριτικό Έβρο, όπου εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό της!

ΠΗΓΗ: "ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ", "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ"

Tuesday, March 30, 2010

ΕΠΙΚΑΙΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΚΥΡΙΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ


ΕΠΙΚΑΙΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΑ

ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΝΤΑ ΚΥΡΙΟ

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

------------

Χρήστου Κων. Λιβανού, Η Ιστορία φυλλοροεί..., Εκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος “Ο Σταυρός”, Αθήναι 2009, σσ. 367.


Του Παναγιώτη Τελεβάντου

====================



Από χρόνια παρακολουθώ την αρθρογραφία του κ. Χρ. Λιβανού στον “Ορθόδοξο Τύπο”, στη “Θεοδρομία” και σε άλλα χριστιανικά έντυπα και χαιρόμουν ιδιαίτερα για όσα ωραία άρθρα του έτυχε να διαβάσω. Είναι, όμως, η πρώτη φορά που διαβάζω βιβλίο του και θα ήθελα να τον συγχαρώ, με όλη μου την καρδιά, για την ωραία έκδοση που μας χάρισε. Πρόκειται για πολύ καλαίσθητη έκδοση που κοσμείται με δεκάδες έγχρωμες και μαυρόασπρες φωτογραφίες, εικόνες, γκραβούρες και σκίτσα.


ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΟΧΙ “ΦΡΑΓΚΙΚΕΣ” ΕΙΚΟΝΕΣ

_________________


Μια φιλική παρατήρηση: Καλόν είναι να αποφεύγεται η χρήση “φράγκικων” κακόγουστων εικόνων οι οποίες ήταν σε ευρεία χρήση πριν τη δεκαετία του 1970. Τις πλείστες φορές είναι τέχνη πολύ κακής ποιότητας. Το πιο σημαντικό: Εκφράζει το φρόνημα της σαρκός! Οχι του ορθοδόξου πνεύματος που ιστορεί η Βυζαντινή αγιογραφία. Είναι απόλυτα κατανοητό να περιέχονται σε μια έκδοση πίνακες μεγάλων ζωγράφων (Bruegel, Pointer κτλ.), σκίτσα, και φωτογραφίες. Οχι, όμως, “φράγκικες” εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου ή των Αγίων. Υπάρχουν, δόξα τω Θεώ, υπέροχες αρχαίες βυζαντινές εικόνες και εικόνες μεγάλων σύγχρονων Βυζαντινών αγιογράφων (του Κόντογλου κ.ά.) που μπορούν να χρησιμοποιούνται στις εκδόσεις των ορθόδοξων βιβλίων.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

________________


Στο περιεχόμενο τώρα: Το βιβλίο είναι λίαν ευανάγνωστο και πραγματεύεται το θέμα των αποκαλυπτικών χρόνων που ζούμε. Αρχίζει με μια ωραία αναφορά στον εν πολλοίς άγνωστο αλλά και ξεχασμένο κορυφαίο ακαδημαικό και επιφανή πολιτικό ηγέτη Παναγιώτη Κανελλόπουλο και προβάλλει την άδολη πίστη του προς τον Κύριο. Είναι τόσο ενθαρρυντικό να συνειδητοποιούμε ότι ανέκαθεν υπήρχαν πολιτικοί ηγέτες με ειλικρινή αγάπη προς το Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με τους άθεους και απάτριδες που μας κυβερνούν σήμερα.



ΑΠΟΦΕΥΓΕΙ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΚΟΤΟΠΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ

______________


Ο κ. Λιβανός μιλά για την εσχατολογία ως άνθρωπος της Εκκλησίας. Αποφεύγει τις τρεις κακοτοπιές που πέφτουν πολλοί που πραγματέυονται το θέμα:


α) Κατατρομοκρατούν τους πιστούς χωρίς να τους οδηγούν στη μετάνοια,


β) Προσφεύγουν σε εγκοσμιοκρατικές πρακτικές που επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν μια χιλιαστικής υφής εγκόσμια βασιλεία. Υποκύπτουν, δηλαδή, στον τρίτο πειρασμό που υπέβαλε ο διάβολος στον Κύριο: “Θα σου δώσω τα βασίλεια του κόσμου αν πέσεις να με προσκυνήσεις”, και


γ) Διακρίνονται για την τάση απομόνωσης σε κλειστές κοινότητες “καθαρών” έξω από την Εκκλησία. Δηλαδή, "επειδή ζούμε τον κατακλυσμό της αμαρτίας, σε μέρες χαλεπές και πονηρές, ας εξέλθωμεν και ας αφορισθούμε από τον κόσμο επειδή δεν υπάρχει ελπίδα. Τα πάντα χάθηκαν. Ολα προδόθηκαν. Εμείς μείναμε οι μόνοι εκλεκτοί και πρέπει να περιχαρακωθούμε σε δικές μας καθαρές κοινότητες".


Και οι τρεις πιο πάνω προσεγγίσεις δεν εκφράζουν Ορθόδοξο φρόνημα.



ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

_______________


Αντίθετα ο κ. Λιβανός, αντί να καταφύγει σε κάποια από τις πιο πάνω αντορθόδοξες προσεγγίσεις, περιγράφει, με έντονες πινελιές, το μέγεθος και το εύρος της αμαρτίας στον κόσμο. Οι θέσεις, όμως, του καλού συγγραφέα κινούνται στη σωστή προοπτική. Ο αγώνας, διευκρινίζει, θα δοθεί στην Εκκλησία με τα ευαγγελικά μυστήρια και με τις ευαγγελικές αρετές. Το όπλο του Χριστιανού εναντίον της αμαρτίας είναι η Νινευιτική μετάνοια. Διακηρύσει ότι “ο Χριστός εξήλθεν νικών και ίνα νικήση”. Πιστεύει ότι “μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω” και ομολογεί ότι “οι πύλες του Αδη δεν πρόκειται να κατισχύσουν της Εκκλησίας”. Ετσι, αντί να τρομοκρατήσει τους πιστούς ή να τους προτρέψει σε Εσσιανικά ή χιλιαστικά μοντέλα προτρέπει όλους να ακολουθήσουν τη δοκιμασμένη οδό της Νινευιτικής μετάνοιας και της ελπίδας στον Αναστημένο Κύριο.



ΣΤΗ ΒΑΡΙΑ ΣΚΙΑ ΤΟΥ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ

_________________


Μου κάνει εξαιρετική εντύπωση τώρα που ζω έντονα τον αντιοικουμενιστικό αγώνα το εύρος της επίδρασης του π. Αυγουστίνου στη σύγχρονη εκκλησιαστική Ιστορία. Τα χιλιάδες πνευματικά τέκνα που ποδηγέτησε στον Κύριο βρίσκονται σήμερα στην εμπροσθοφυλακή του αγώνα της Εκκλησίας εναντίον του Οικουμενισμού και των άλλων αιρέσεων. Ο κ. Χρ. Λιβανός, όπως και τόσοι άλλοι κληρικοί, μοναχοί και λαικοί, ανήκει στην πλειάδα των ευλογημένων ψυχών που εμπνεύσθηκαν και εμπνέονται από την προσωπικότητα και τους αγώνες του π. Αυγουστίνου, σε όλα τα μήκη και πλάτη, όχι μόνον της Ελληνικής πατρίδας αλλά και της Ομογένειας και της ανά την Οικουμένη Ελληνικής διασποράς.


Γι' αυτό ακριβώς ο καλός συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του, όπως αναφέρει, στους "δύο πατέρες" του: "Στον αείμνηστο κατά σάρκα πατέρα μου και στον Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο. Στον πρώτον οφείλω το ζην. Στον δεύτερο, και στην ιεραποστολική κίνησί του, οφείλω το ζην εν Χριστώ.”


Monday, March 29, 2010



ΒΡΗΚΑΝ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΟΔΕΧΘΗΚΕ ΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

=====================

«Νερό στο κρασί τους» υποχρεώθηκαν να βάλουν οι ιεράρχες σχετικά με τη φορολόγηση της Εκκλησίας, διαπιστώνοντας ότι απέναντί τους είχαν όχι μόνο κυβέρνηση και αντιπολίτευση, αλλά και την κοινή γνώμη.

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος συμβιβασμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η προχθεσινή συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας. Με έναν Αρχιεπίσκοπο που, από την πρώτη στιγμή, έδειχνε να συναινεί με τα φορολογικά μέτρα, ακόμη και με τα πρώτα, τα σκληρότερα που είχαν ανακοινωθεί, και τους περισσότερους Μητροπολίτες να γνωρίζουν ότι δεν έχουν το περιθώριο αντίδρασης, τελικά σε πνεύμα «ομόνοιας» δέχτηκαν τα φορολογικά «δώρα» της κυβέρνησης και είπαν και ευχαριστώ! Παρά τα όσα διοχετεύονταν τις προηγούμενες ημέρες περί δήθεν «αντίδρασης» του Αρχιεπισκόπου και προσφυγής της Εκκλησίας στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, όταν η διοίκηση της Εκκλησίας έβαλε τα δεδομένα στο τραπέζι, συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τραβήξει περισσότερο το σκοινί. Η Ιεραρχία συμβιβάστηκε με τις τροποποιήσεις που έκανε η κυβέρνηση στο αρχικό νομοσχέδιο και, όπως όλα δείχνουν, όλοι μαζί θα περάσουν σε πνεύμα ειρήνης την πασχαλινή περίοδο. Άλλωστε, όπως λέγεται, σκοπός της κυβέρνησης δεν ήταν να «γονατίσει» τα ταμεία της Εκκλησίας, αλλά να τη σύρει έξω από τον κύκλο φορολογικής ασυλίας που απολάμβανε, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια. Κυβερνητικοί παράγοντες φέρονται να υποστήριζαν ότι είναι αδύνατο να συμμετέχει όλη η κοινωνία σε αυτήν την κρίση και η Εκκλησία να προασπίζει τα συμφέροντά της. Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος, έχοντας ως επιχειρήματα την «υποχώρηση» της κυβέρνησης σε μερικά από τα φορολογικά μέτρα (που τον βοήθησαν να κάμψει τις αντιδράσεις ορισμένων «σκληροπυρηνικών» ιεραρχών), εισηγήθηκε στη (μεγάλη) Σύνοδο ότι θα πρέπει να συναινέσουν στα όσα προτείνονται από την κυβέρνηση.

Τι δέχτηκαν
_________

Η εισήγηση του Αρχιεπισκόπου στην προχθεσινή συνεδρίαση της Ιεραρχίας φαίνεται ότι ικανοποίησε τους περισσότερους Μητροπολίτες, που είδαν ότι γλίτωσαν το μεγάλο φορολογικό «τσουνάμι». Όπως τους ανακοίνωσε ο κ. Ιερώνυμος, συμφωνήθηκε να παραμείνει ο συντελεστής του φόρου εισοδήματος στο 20% για τα εισοδήματα των μισθωμάτων, ωστόσο θα εκπίπτουν από αυτά συγκεκριμένες δαπάνες. Για τις δωρεές στο αρχικό νομοσχέδιο προβλεπόταν φόρος κληρονομίας, αλλά και φόρος δωρεάς, ύψους 5% για τα ακίνητα και 10% για τα χρηματικά ποσά. Το υπουργείο τελικά δέχτηκε να φορολογούνται με συντελεστή 0,5%. Μετά την κατάργηση του ΕΤΑΚ, όπως είπε ο κ. Ιερώνυμος, η Εκκλησία ζητά να απαλλαγούν από τον Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) ακίνητα που παραχωρούνται για χρήση στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον προορίζονται για σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. και ακίνητα που χρησιμοποιούνται για λατρευτικούς και κοινωφελείς σκοπούς και να παραμείνει ο Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας με συντελεστή 1‰ από 3‰ που προβλέπει το νομοσχέδιο, κάτι που θα συζητηθεί μεταξύ των δύο πλευρών τις επόμενες ημέρες.

Διαβουλεύσεις
__________

Τις προηγούμενες ημέρες προηγήθηκαν πολλές συσκέψεις του κ. Ιερωνύμου με τους συνεργάτες του, αλλά και εκπροσώπους των υπόλοιπων Ορθόδοξων Εκκλησιών που διατηρούν έσοδα από την ακίνητη περιουσία που διαθέτουν στην Ελλάδα. Όλοι φαίνεται να κατέληξαν σε μία γραμμή: «Προσπαθούμε να γλιτώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέσα από τις διαπραγματεύσεις. Άλλωστε η κυβέρνηση έχει τον τελικό λόγο». Ταυτόχρονα, συγκεκριμένα πρόσωπα του αρχιεπισκοπικού περιβάλλοντος ανέλαβαν τις επαφές με κυβερνητικά στελέχη και τους συνεργάτες τους (Οικονομικών, Παιδείας κ.λπ.). Στις συνομιλίες τους ζητούσαν επίμονα να περιοριστούν μερικά από τα φορολογικά μέτρα που είχαν κατατεθεί προς διαβούλευση στην ειδική επιτροπή της Βουλής. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι επαφές αυτές ήταν σε κλίμα «παράκλησης» και όχι αυστηρής διεκδίκησης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι έχουν το… κάτω χέρι στις διαπραγματεύσεις. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας προσπάθησαν να θέσουν ηθικά διλήμματα του τύπου «θα περιοριστεί το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας αν μας φορολογήσετε» κ.λπ. Όμως με αυτήν την τακτική φαίνεται ότι πέτυχαν τα αντίθετα αποτελέσματα καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, κυβερνητικά στελέχη υποστήριζαν ότι «αν θέτετε το θέμα σε τέτοια βάση, τότε ας μιλήσουμε για πραγματική φορολόγηση της Εκκλησίας, όπως αυτή που ισχύει και στους υπόλοιπους. Και να μην ξεχνούμε πόσα φιλανθρωπικά έργα της Εκκλησίας πραγματοποιούνται με κρατικά κονδύλια…». Με αυτά τα δεδομένα, τόσο η Εκκλησία της Ελλάδος όσο και οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες κατάλαβαν ότι βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο και αποφάσισαν να συμβιβαστούν. Σε αυτήν την υποχώρηση βοήθησε βεβαίως και ο μερικός συμβιβασμός της κυβέρνησης, που έκανε ένα βήμα πίσω και αποδέχτηκε κάποια από τα αιτήματά τους. Λέγεται ωστόσο ότι η κυβέρνηση έβγαλε τα σκληρότερα μέτρα, γνωρίζοντας ότι από την πλευρά της Εκκλησίας θα υπάρξουν αντιδράσεις και θα έπρεπε να τους «δώσει κάτι» για να αποσπάσει τη συναίνεσή τους. Όχι τόσο από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, καθώς θεωρείται «δεδομένος» και ότι με λίγη πίεση μπορεί να αποδεχτεί οποιαδήποτε φορολόγηση, όσο από τους άλλους Μητροπολίτες. Άλλωστε, εκκλησιαστικές πηγές σημειώνουν ότι οι «απειλές» του κ. Ιερωνύμου περί προσφυγής στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια ήταν περισσότερο για «εσωτερική κατανάλωση». Λέγεται ότι ήταν μια κίνηση εντυπώσεων, σε μια προσπάθειά του να δείξει στους Μητροπολίτες που του καταμαρτυρούν ότι παραμένει αμέτοχος στις κυβερνητικές αποφάσεις, ότι «έχει φωνή».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “ΤΟ ΠΑΡΟΝ”

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ




ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Του Αρχιμανδρίτη Γεώργιου (Καψάνη),
Καθηγούμενου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
===============================

Στην Ι' Συνέλευσί της στην Ραβέννα (Οκτώβριος 2007) η Διεθνής Μικτή Θεολογική Επιτροπή για τον Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών υποστηρίζει ότι έθεσε «σταθερόν έρεισμα δια μελλοντικήν συζήτησιν του ερωτήματος του πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εν τη Εκκλησία» (Κείμενο της Ραβέννας παράγρ. 46) (1). Το «σταθερόν έρεισμα», όπως προκύπτει από τις 46 παραγράφους του ανωτέρω κειμένου, είναι η παραδοχή ότι κατά την πρώτη χιλιετία, πριν από το οριστικό σχίσμα του 1054, ο επίσκοπος της Ρώμης ανεγνωρίζετο πρώτος μεταξύ των πέντε πατριαρχών στο πλαίσιο της καλώς λειτουργούσης τότε συνοδικότητος. Προαγγέλλεται η περαιτέρω συζήτησις περί του Πρωτείου ως εξής: «Το ερώτημα περί του ρόλου του επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία πασών των Εκκλησιών παραμένει προς μελέτην εις μεγαλύτερον βάθος. Ποία είναι η συγκεκριμένη λειτουργία του επισκόπου “της πρώτης καθέδρας” εν μία εκκλησιολογία κοινωνίας και υπό το πρίσμα όσων περί συνοδικότητος και αυθεντίας έχομεν αναφέρει εν τω παρόντι εγγράφω; Πώς θα ήτο δέον να νοήται και να βιούται η διδασκαλία της πρώτης και της δευτέρας Βατικανής συνόδου επί του παγκοσμίου πρωτείου υπό το φώς της εκκλησιακής πρακτικής κατά την πρώτην χιλιετίαν; Ταύτα είναι κρίσιμα ερωτήματα δια τον ημέτερον διάλογον και διά τας ημετέρας ελπίδας περί αποκαταστάσεως της πλήρους μεταξύ ημών κοινωνίας» (παράγρ. 45).

ΟΙ ΠΑΠΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΟΥΝ ΕΝΩΣΙ
________________
Η σοβαρότης του θέματος είναι προφανής. Πού προβλέπεται να καταλήξη ο διάλογος; Η εκτίμησις του διεθνούς Τύπου (Le Figaro 15/11/2007, The Times 16/11/2007), κυρίως όμως του Ιταλικού, είναι ότι τα πράγματα οδηγούνται προς ένωσι των Εκκλησιών με αναγνώρισι του παπικού Πρωτείου επί θυσία ενδεχομένως κάποιων προνομίων του Πάπα. Η Δύσις με συγκρατημένη αισιοδοξία περιμένει την ένωσι Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων επί τη βάσει της αρξαμένης συμφωνίας. Στην καθ’ ημάς Ορθόδοξο Ανατολή υπάρχει επιφυλακτικότης και αγωνία. Διερωτάται ο πιστός λαός: Θα διαφυλαχθή άραγε ανόθευτος η Ορθόδοξος Πίστις;

ΟΔΗΓΟΥΜΕΘΑ ΣΕ ΟΥΝΙΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΝΩΣΙ
_____________________________
Σε πρόσφατο άρθρο μας είχαμε επισημάνει ότι ο Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, όπως μέχρι τώρα εξελίσσεται, δείχνει να οδηγή σε ουνιτικού τύπου ένωσι και μάλιστα βάσει σχεδίου που έχει εκπονήσει το Βατικανό. Είχαμε εκφράσει την ελπίδα ότι «οι Ορθόδοξοι δεν θα υποκύψουν στις προαιώνιες παπικές αξιώσεις, δεν θα αμνηστεύσουν την Ουνία, δεν θα αναγνωρίσουν στον Πάπα κάποια μορφή πρωτείου εξουσίας και παγκοσμίου δικαιοδοσίας, ούτε θα δεχθούν να συνεργασθούν στους Βατικάνειους σχεδιασμούς για ένωσι που άμεσα ή έμμεσα θα παραθεωρή την ακαινοτόμητο Ορθόδοξο Πίστι» (2).

ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ “ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ”;
___________________

Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύουμε ότι το «Κείμενο της Ραβέννας» επιβεβαιώνει τους φόβους, ότι οι Ορθόδοξοι υποχωρούμε στις παπικές αξιώσεις. Οι λόγοι είναι οι εξής:

α) Το κείμενο ομιλεί για «ρωμαιοκαθολική Εκκλησία». Δεν πρόκειται για τεχνικό όρο, του οποίου η χρησιμοποίησις θα διευκόλυνε τον διάλογο. Αντιθέτως, του έχει δοθή πλήρες θεολογικό περιεχόμενο, έτσι ώστε ο διάλογος να γίνεται με την προϋπόθεσι ότι η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι αληθινή, ορθοδοξούσα, Εκκλησία.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΛΑΜΑΝΤ
__________________

Η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία στο σημείο αυτό έχει υποχωρήσει ανεπίτρεπτα. Με το κείμενο του Balamand (1993) είχε αναγνωρίσει την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως Εκκλησία με την πλήρη σημασία του όρου: «Και από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός ενεπιστεύθη στην Εκκλησία Του -ομολογία της αποστολικής πίστεως, συμμετοχή στα ίδια μυστήρια, προ πάντων στη μοναδική Ιερωσύνη που τελεί τη μοναδική θυσία του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων- δεν δύναται να θεωρήται ως η ιδιοκτησία της μίας μόνον από τις Εκκλησίες μας» (3). Πρόκειται για ουσιαστική υποχώρησι από την πιο θεμελιώδη και αφετηριακή βάσι των θεολογικών διαπραγματεύσεων. Ενώ δηλαδή οι Ρωμαιοκαθολικοί, όταν αναγνωρίζουν ωρισμένα συστατικά στοιχεία της Εκκλησίας στην Ορθόδοξο Εκκλησία (έγκυρα Μυστήρια και αποστολική διαδοχή), μένουν πιστοί στην εκκλησιολογία της Β' Βατικανείου, οι Ορθόδοξοι παραιτούνται από την διαχρονικώς μαρτυρουμένη υπό εγκρίτων Πατέρων και συνόδων πίστι μας, ότι λόγω των αιρετικών της δογμάτων η Εκκλησία της Ρώμης απεκόπη από το σώμα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δεν έχει τα στοιχεία που την καθιστούν αληθή Εκκλησία Χριστού, και πλέον είναι αιρετική Εκκλησία. Διστάζουν να εκφράσουν ακόμη και την ιστορική διαπίστωσι, όπως την διετύπωσε ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «προ χρόνων πολλών απεσχίσθη της Δυτικής Εκκλησίας, της Ρώμης φαμέν, το περιώνυμον άθροισμα εκ της των ετέρων τεσσάρων αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας, αποσχοινισθέν εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια... (τα δε των Ορθοδόξων αλλότρια πάντως αιρετικά)» (4).

Η ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ ΤΟΥ 2007
__________________
β) Αλλά και αυτήν την, κακώς γενομένη, «αλληλοαναγνώρισι» υπερκέρασε η “Οδηγία” του Βατικανού τον Ιούλιο του 2007 με τις γνωστές «Απαντήσεις» (5), με τις οποίες ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' χαρακτηρίζει «ελλειμματικές» τις Ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες, επειδή δεν έχουν κοινωνία με τον διάδοχο του Πέτρου! Σύμφωνα με την “Οδηγία”, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού υφίσταται μόνο στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Αξιοσημείωτο είναι ότι η “Οδηγία” δόθηκε λίγους μήνες πριν από την Συνέλευσι της Ραβέννας, το οποίο κατά την εκτίμησί μας σημαίνει ότι το Βατικανό χαράσσει την γραμμή που πρέπει να ακολουθήση ο διάλογος. Και η γραμμή είναι ο ρωμαιοκεντρικός οικουμενισμός, όπως τον προσδιώρισε η Β' Βατικάνειος Σύνοδος. Το επιβεβαιώνει το ίδιο το κείμενο της Οδηγίας του Βατικανού (6), αλλά το επισημαίνει και ο Σεβ. Επίσκοπος πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανάσιος Γιέβτιτς: «το κείμενο αυτό [οι «Απαντήσεις»] φανερώνει την επιμονή του Πάπα Ράτσιγκερ να δείξη το πραγματικό πρόσωπο του ρωμαιοκαθολικού οικουμενισμού του, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό που λέγει ο Πάπας αλλά αυτό που πιστεύει και κάνει» (7). Τον έντονο προβληματισμό της για την ως άνω παπική Οδηγία εκφράζει και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Ορθόδοξο Συμπρόεδρο της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου, Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη, με την επιστολή της υπό ημερομηνία 8/10/2007.

ΑΝΑΓΚΗ ΣΑΦΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
___________________

Η υποσημείωσις της παραγρ. 1 του «Κειμένου της Ραβέννας», καρπός πιθανώτατα της διαμαρτυρίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακολουθεί δυστυχώς το πνεύμα της παπικής Οδηγίας. Σε αυτήν την υποσημείωσι οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, παρότι διαβεβαιώνουν ότι η χρησιμοποίησις του όρου «Εκκλησία» δεν υπονομεύει την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δεν καταθέτουν εν τούτοις το επίσης βασικό στοιχείο της αυτοσυνειδησίας της, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται ότι στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία “υφίσταται” η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό, και αποτελεί έλεγχο της ατολμίας των Ορθοδόξων αντιπροσώπων, το γεγονός ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί εδήλωσαν στην ίδια συνάφεια ότι δεν αναγνωρίζουν παρά μόνο στοιχεία της αληθινής Εκκλησίας έξω από την ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Είναι σαφές ότι το «Κείμενο της Ραβέννας» οφείλει να αναγνωσθή και ερμηνευθή υπό την προϋπόθεσι ότι η ρωμαιοκαθολική πλευρά μένει πιστή και αμετακίνητη στα παπικά δόγματα.

ΑΚΥΡΑ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
___________________
γ) Οι αναφορές του «Κειμένου της Ραβέννας» στην αποστολική πίστι, στα εισαγωγικά Μυστήρια, στην Ιερωσύνη, στην Ευχαριστία και στην αποστολική διαδοχή γίνονται με τόση φυσικότητα για την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ώστε να νομίζη κανείς ότι η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε όλα αυτά τα σημεία ορθοδοξεί. Αλλά διερωτώμεθα μαζί με τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό: «Πόθεν ουν ημίν ανεφάνησαν εξαίφνης όντες ορθόδοξοι, οι δια τοσούτων χρόνων και υπό τοσούτων Πατέρων και διδασκάλων κριθέντες αιρετικοί;» (8). Πράγματι, πότε οι Ρωμαιοκαθολικοί έδωσαν σαφείς ενδείξεις ότι απέβαλαν τις γνωστές ετεροδιδασκαλίες τους; Αντιθέτως μάλιστα, έχουν δώσει καλώς τεκμηριωμένες αποδείξεις επιμονής σε αυτές. Πώς έχουν την αποστολική πίστι, εφ’ όσον το Φιλιόκβε, η κτιστή Χάρις, το Πρωτείο ως προνόμιο παγκοσμίου δικαιοδοσίας, το Αλάθητο, η άσπιλος σύλληψις της Θεοτόκου κ.ά. αποτελούν ακόμη βασικά και αδιαπραγμάτευτα δόγματά τους; Πώς έχουν έγκυρα εισαγωγικά Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα), Ιερωσύνη και Ευχαριστία, εφ’ όσον κατά τον άγιο Μάρκο έχουν αποσχισθή από την Καθολική Εκκλησία του Χριστού; Αλλωστε τελεί εν ισχύι, επικυρωμένος από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο ο α' Κανών του Μεγ. Βασιλείου, ότι «οι της Εκκλησίας αποστάντες ουκ έτι έσχον την Χάριν του Αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γάρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν... απορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο Χάριν Πνεύματος Αγίου παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι». Πολλώ μάλλον, εφ’ όσον δεν πρόκειται εδώ για εξοικονόμησι επιστρεφόντων από τον λατινισμό στην πίστι της Καθολικής Εκκλησίας αλλά για επιβεβαίωσι εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας των λατινικών ετεροδιδασκαλιών. Πώς επίσης έχουν αποστολική διαδοχή, εφ’ όσον κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η ορθοδοξία του φρονήματος βεβαιώνει την αποστολική διαδοχή και η ετεροδοξία την καταλύει; «Το μεν γαρ ομόγνωμον και ομόθρονον, το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν προσηγορίαν, η δε αλήθειαν έχει διαδοχής», γράφει ο θείος Γρηγόριος (9).

ΘΕΜΕΛΙΩΘΗΚΕ Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ
______________________
δ) Στο «Κείμενο της Ραβέννας» αναπτύσσονται δύο σημαντικές πτυχές του θεσμού της Εκκλησίας, η συνοδικότης και η αυθεντία. Συμφωνήθηκε (παράγρ. 40-41) ότι το εκκλησιολογικό περιεχόμενο της συνοδικότητος και της αυθεντίας βιώθηκαν από κοινού ορθοδόξως κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύσι. Ομως, όσο και αν θέλουμε να θεωρήσουμε θετική την συμφωνία αυτή, δεν μας επιτρέπει να εφησυχάσουμε η διευκρίνησις της ιδίας παραγράφου: «Διαφωνούσι, παρά ταύτα [Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί], επί της ερμηνείας των ιστορικών στοιχείων εκ της περιόδου ταύτης, θεωρούσαι τας προνομίας του επισκόπου Ρώμης ως πρώτου ζήτημα ήδη διαφοροτρόπως κατανοηθέν κατά την πρώτην χιλιετίαν» (παράγρ. 41). Με την διευκρίνισι αυτή έχουν τεθή τα θεμέλια για μία αποδεκτή από τους Ορθοδόξους επανερμηνεία του παπικού Πρωτείου.

Η ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ Α΄ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ
__________________
Αναμφιβόλως κατά την πρώτη χιλιετία η συνοδικότης λειτουργούσε και γι’ αυτό δεν είχε αναπτυχθή αυθεντία με την μορφή παγκοσμίου πρωτείου ή δικαιοδοσίας. Η εκτροπή όμως στο παπικό Πρωτείο δεν έγινε σε μία στιγμή χρόνου. Λόγω του παπικού ηγεμονισμού επί της καθόλου Εκκλησίας, στην εκκλησία της Ρώμης επί αιώνες εκυοφορείτο μία διαδικασία υποβαθμίσεως της συνοδικότητος και αναδύσεως του παπικού Πρωτείου. Στην διαδικασία αυτή παραπέμπει ευθέως και σαφώς η ανωτέρω «διαφωνία» των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών της Μικτής Επιτροπής στην Ραβέννα. Ενόσω όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν παραιτούνται από την παποκεντρική ερμηνεία των θεσμών της συνοδικότητος και της αυθεντίας κατά την πρώτη χιλιετία της ζωής της Εκκλησίας, η «συμφωνία» του «Κειμένου της Ραβέννας» κλίνει υπέρ της αναγνωρίσεως ενός παγκοσμίου πρωτείου στον Πάπα. Μόνο εάν οι Ρωμαιοκαθολικοί δεχθούν να ερμηνεύσουν τα ιστορικά στοιχεία της πρώτης χιλιετίας όπως και οι Ορθόδοξοι, θα είναι βέβαιο ότι παραιτούνται των παπικών νεωτερισμών της δευτέρας χιλιετίας. Μόνο υπό την προϋπόθεσι αυτή η ανακοινωθείσα συζήτησις, κατά τις επόμενες συνελεύσεις της Μικτής Επιτροπής, περί της ερμηνείας της συνοδικότητος και της αυθεντίας κατά την δεύτερη χιλιετία, και μάλιστα από τις Α' και Β' συνόδους του Βατικανού, θα αποδώση Ορθόδοξα συμπεράσματα, δηλαδή θα κλίνη προς κατάργησι του παπικού Πρωτείου. Αλλως η αναγνώρισις ενός παπικού Πρωτείου δικαιοδοσίας (έστω και υπό την μορφή ενός λειτουργήματος διακονίας) εφ’ όλης της Εκκλησίας είναι η βεβαία κατάληξις.

ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΟΒΑΛΕΙ ΤΟΝ ΠΑΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ ΤΟΥ
________________________
Γνωρίζοντες την στρατηγική του Βατικανού θεωρούμε ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν ημπορούν να αποβάλουν τον παποκεντρισμό τους, τον αρχαίο και τον νεώτερο, διότι τον έχουν επισφραγίσει με τις αποφάσεις δεκατριών «οικουμενικών» τους συνόδων. Θυμίζουμε τις τελευταίες διακηρύξεις του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ με την Εγκύκλιο Ut Unum Sint (1995) (10): «Η Καθολική Εκκλησία έχει την πεποίθηση ότι διατήρησε τη διακονία του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, του Επισκόπου Ρώμης, που ο Θεός ίδρυσε “ως παντοτεινή και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας”» (παράγρ. 88). Και, «Είμαι πεπεισμένος ότι έχω στο σημείο αυτό μια ιδιαίτερη ευθύνη... να βρίσκω μια μορφή άσκησης του πρωτείου, το οποίο, χωρίς ν’ αποποιηθώ με κανένα τρόπο την ουσία της αποστολής του, ν’ ανοίγεται σε μια νέα κατάσταση» (παράγρ. 95). Πρόσφατη άλλωστε είναι και η διακήρυξις του παπικού Πρωτείου από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ' στο Φανάρι το 2006.

ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΚΑΘΕ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
_____________________
Επιπλέον, και αν ακόμη συμβή σε ένα ειλικρινή διάλογο να μη ακολουθηθή η γραμμή του Βατικανού, η τακτική είναι να ανατρέπωνται οι συμφωνίες των θεολόγων, οσάκις δεν είναι σύμφωνες με την γραμμή της κουρίας. Να θυμίσουμε την υποχώρησι των Ορθοδόξων στο θέμα της παρουσίας ουνιτών στον διάλογο, άμα τη ενάρξει του, παρά τις πανορθόδοξες συνοδικές διαβεβαιώσεις για ανυποχώρητη στάσι στο θέμα αυτό. Να θυμίσουμε ακόμη την ανατροπή της πορείας του διαλόγου περί της ουνίας και την άτακτη υποχώρησί μας μέχρι της ταπεινωτικής γραμμής του κειμένου του Balamand. Να θυμίσουμε τέλος την σκαιά παπική παρέμβασι κατά την Θ' Συνέλευσι της Μικτής Επιτροπής στην Βαλτιμόρη και το ναυάγιο των κατά της ουνίας Ορθοδόξων προσδοκιών. Και ας μη λησμονούμε την παπική “Οδηγία” του παρελθόντος Ιουλίου. Φοβούμεθα, όσον αφορά την συζήτησι περί Πρωτείου στις επόμενες συνελεύσεις της Μικτής Επιτροπής, ότι η γραμμή του Βατικανού θα επιβληθή με την αναγνώρισι στον Πάπα της Ρώμης ενός είδους παγκοσμίου πρωτείου, ίσως υπό την δελεαστική μορφή (εν «υποχριστιανίζοντι κωδίω», κατά Μελέτιον Πηγάν), της διακονίας της καθόλου Εκκλησίας, αλλά πάντως αγνώστου και απαραδέκτου στην αρχαία Εκκλησία. Το φοβούμεθα, διότι ήδη κάτι αρχίζει αμυδρά να διαφαίνεται με την παράγρ. 41 του «Κειμένου της Ραβέννας».

Η ΠΑΠΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
_________________________
ε) Ευχή και ελπίδα μας πάντως είναι να αποβάλουν οι Ρωμαιοκαθολικοί την παποκεντρική τους ερμηνεία επί των ιστορικών στοιχείων της πρώτης χιλιετίας, καθώς και το συνεπακόλουθο πρωτείο παγκοσμίου δικαιοδοσίας. Ισως έτσι, αιρομένου του αιτίου, που είναι η παπική ηγεμονική διάθεσις, διορθωθούν και οι δογματικές συνέπειες. Ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς συνδέει ως αίτιο με αιτιατό το παπικό πρωτείο με τις παπικές κακοδοξίες: «Το ορθόδοξον δόγμα, μάλλον δε το παν-δόγμα περί της Εκκλησίας, απερρίφθη και αντικατεστάθη δια του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα, δηλαδή του ανθρώπου. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθησαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πύρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων...» (11).

Ο ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΕΣΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ
______________________
Με την ευχή και την προοπτική να αποβάλουν οι Λατίνοι του 15ου αιώνος τους δογματικούς νεωτερισμούς τους ο άγιος Μάρκος ο Εφέσου πήγε στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, αλλά προσέκρουσε στην παπική υπεροψία του Ευγενίου Δ´. Με την ίδια ευχή και προοπτική, να αποβάλουν δηλαδή οι Πάπαι και οι θεολόγοι τους τον παποκεντρισμό τους, ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων είχε συγγράψει την Δωκεκάβιβλο, ή Ιστορία περί των εν Ιεροσολύμαις πατριαρχευσάντων,(12) όπως σημειώνει ο διάδοχός του στον θρόνο των Ιεροσολύμων και εκδότης της, ο αοίμιδος Χρύσανθος: «καν δια της παρούσης βίβλου ως δια των θεοκηρύκων Αποστόλων και των θεοφόρων Ανατολικών και Δυτικών Πατέρων ελθόντες εις αίσθησιν, και παρακινούμενοι και οίκοθεν οι της δυτικής Εκκλησίας Αρχοντες, τούτο αυτό κατορθώσωσι, και ενώσωσι τας Εκκλησίας, θείω ζήλω κινούμενοι, και παύσωσι τα σχίσματα και τα σκάνδαλα του διαβόλου τα όργανα» (13). Μάλιστα ο Χρύσανθος παρατηρεί μετ’ ελπίδος: «Ει δε και δέξεται διόρθωσιν η δυτική Εκκλησία, και ρίψει τους νεωτερισμούς, και όσα ουκ είχεν ότε ην σύμφωνος τη Ανατολική Εκκλησία, τότε και ο Ρώμης βέβαια άδεται ως εικός εις πάσαν την υφ’ Ηλιον ως πρώτος τη τάξει των Πατριαρχών, και φημίζεται παρρησία παρά των μεγίστων Εκκλησιών και των της Οικουμένης Αρχιερέων πρώτος εν ταις εκφωνήσεσι, και εν τοις διπτύχοις ταχθήσεται ως ην και ανέκαθεν προ του σχίσματος, αλλά δη και τα προνόμια και πρεσβεία αυτού τα δίκαια και την τιμήν η των Εκκλησιών ένωσις ανακαινίζει και αποδίδωσιν αυτώ μετά μεγάλης χαράς και ευχαριστήσεως» (14). Αλλά ως γνωστόν η Α' και η Β' Σύνοδος του Βατικανού εδογμάτισαν ένα αυστηρότερο παπικό θεσμό.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΔΟΞΟ
_________________________
Ο θεολογικός διάλογος, όταν γίνεται με Ορθόδοξες εκ μέρους μας προϋποθέσεις, δεν είναι κακός. Θα μπορούσε να θεωρηθή η ιδική μας ανθρωπίνη συνεργία στο έργο του Θεού να επανακάμψουν, αν είναι δυνατόν, οι ετερόδοξοι στην πίστι και την κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας. Μεταξύ αυτών των προϋποθέσεων, σημαντική εν προκειμένω είναι η αταλάντευτη εμμονή μας στην συνοδικώς κατοχυρωμένη στάσι της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του παπισμού, τόσον ως φορέως σωρείας ετεροδιδασκαλιών όσο και ως φορέως του παποκεντρικού ηγεμονισμού επί της καθόλου Εκκλησίας. Δυστυχώς στο «Κείμενο της Ραβέννας» δεν παρατηρείται η σαφής και αδιαμφισβήτητα πατερική και συνοδική Ορθόδοξος στάσις. Λείπει το πνεύμα, με το οποίο διαπραγματεύθηκε την ένωσι των Εκκλησιών ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, όταν προέβαλε ευθύς εξ αρχής ως βάσιν συζητήσεως το ακαινοτόμητον του Συμβόλου και την Ορθόδοξο ερμηνεία του. Λείπει το εκκλησιολογικό φρόνημα των συνοδικών αποφάσεων των Πατριαρχών της Ανατολής επί τουρκοκρατίας. Λείπει το πνεύμα της ευθύτητος, με το οποίο ομιλεί ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στο έργο του Περί των αιτίων του σχίσματος. Κυριαρχεί αντίθετα μία αμφίλογη «εκκλησιολογία της κοινωνίας», στην οποία η κοινωνία δεν νοείται μεταξύ των Ορθοδόξων κατά την Πίστι τοπικών Εκκλησιών αλλά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της ετεροδόξου Εκκλησίας της Ρώμης. Σημειωτέον μάλιστα ότι δεν γίνεται λόγος για «εκκλησιαστική κοινωνία» αλλά για «εκκλησιακή κοινωνία» (ecclesial communion). Στην ως άνω «εκκλησιολογία της κοινωνίας» υποβαθμίζεται η σημασία που έχουν, πρώτον το ακαινοτόμητον της αποστολικής Πίστεως, το οποίο στο «Κείμενο της Ραβέννας» μένει απλή αναφορά χωρίς την βαρύνουσα σημασία που έχει για την διάκρισι της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την ετεροδοξούσα Ρώμη, και δεύτερον η εντολή των ιερών Κανόνων περί ακοινωνησίας με τους αιρετικούς στα Μυστήρια και μάλιστα στην Ευχαριστία, εντολή η οποία εντελώς αποσιωπάται. Πάντως και τα δύο αυτά στοιχεία είναι θεμελιώδη στην Ορθόδοξο διδασκαλία περί της Εκκλησίας ως κοινωνίας.

ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ
__________________
Στο «Κείμενο της Ραβέννας» διαφαίνεται η τάσις να αντιμετωπισθή το ζήτημα του παπικού Πρωτείου ως «διακανονισμός» των παπικών προνομίων και όχι ως βαθύ θεολογικό πρόβλημα που αφορά αυτό τούτο το μυστήριο του Χριστού. Η παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας επί της καθόλου Εκκλησίας, δηλαδή το να είναι ένας επίσκοπος κεφαλή και αρχή όλης της Εκκλησίας, έστω επιφορτισμένος με ένα ρόλο διακονίας, είναι βλασφημία κατά του Προσώπου του Χριστού ως μοναδικής Κεφαλής του σώματος της Εκκλησίας. Το πρωτείο δικαιοδοσίας συνιστά ανατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία υπεράνω πάντων των επισκόπων είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Σε αυτήν προεκάθητο μεν εν αγάπη ο επίσκοπος Ρώμης ως ίσος των συνεπισκόπων του, εν τω μέσω όμως των επισκόπων ετοποθετείτο το ιερό Ευαγγέλιο ως σύμβολο της παρουσίας του Χριστού, της μοναδικής Κεφαλής της καθόλου Εκκλησίας. Το μοναδικό προνόμιο του επισκόπου Ρώμης (όταν σημειωτέον ήταν Ορθόδοξος), που είναι αποδεκτό από Ορθοδόξου απόψεως, είναι η εν συνόδοις πρωτοκαθεδρία (πρεσβεία τιμής) μεταξύ των πέντε Ορθοδόξων πατριαρχών και η συνεπεία αυτής μνημόνευσίς του πρώτου μεταξύ των λοιπών πατριαρχών στα Δίπτυχα. Αυτό βεβαιώνεται από το γράμμα και το πνεύμα του 28ου κανόνος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Τα λοιπά προνόμια του επισκόπου Ρώμης και ο ρόλος τους δεν είναι αποδεκτά από την Εκκλησία. Χρειάζεται επομένως πολλή προσοχή στην νοηματοδότησι της φράσεως, που δεσπόζει στο «Κείμενο της Ραβέννας» και διατυμπανίσθηκε στην Εσπερία ως δήθεν αναγνώρισις για πρώτη φορά υπό των Ορθοδόξων του Πρωτείου του Πάπα (15). Η περίφημη φράσις λέγει: «οι πρώτοι δέον όπως αναγνωρίζωσι τίς εστιν ο πρώτος μεταξύ αυτών» (παράγρ. 10). Η αμφιλογία της εκφράσεως είναι προφανής. Η Εκκλησία πάντοτε ανεγνώριζε πρωτοκαθεδρία στον επίσκοπο Ρώμης, ενόσω βεβαίως αυτός ορθοδοξούσε, ουδέποτε όμως μέχρι σήμερα αποδέχθηκε κάποιο πρωτείο ή αυθεντία του εφ’ όλης της Εκκλησίας, πολλώ μάλλον εφ’ όσον η Εκκλησία της Ρώμης επιμένει στα αιρετικά της δόγματα.

ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΗ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
___________________________
Κατά τις επόμενες συνελεύσεις της Μικτής Επιτροπής αναμένεται να συζητηθή ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης και το είδος του πρωτείου του στην «κοινωνία των εκκλησιών»! Οι Ορθόδοξοι όμως δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε μία παποκεντρική επανερμηνεία του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης. Εξαιτίας της παποκεντρικής ερμηνείας του πρωτείου ο Πάπας περιεβλήθη εντελώς απαράδεκτα προνόμια, χωρίς την συγκατάθεσι των λοιπών Εκκλησιών της αρχαίας πενταρχίας και μάλλον εις ανατροπήν της κανονικής (συνοδικώς βεβαιωμένης) τάξεως της αρχαίας Εκκλησίας. Ωρισμένα από αυτά, τα οποία διεξοδικώς, με πολλή δύναμι λόγου και με ικανή θεολογική κατοχύρωσι έχουν ελεγχθή από Ορθοδόξου πλευράς (εμείς παραπέμπουμε ενδεικτικώς στους αοιδίμους πατριάρχας Δοσίθεο Ιεροσολύμων και Μελέτιο Αλεξανδρείας τον Πηγά), είναι τα ακόλουθα:

1. Το πρωτείον εξουσίας, επειδή δήθεν ο απόστολος Πέτρος ήταν η κεφαλή του κολλεγίου των Αποστόλων και είχε επ’ αυτών πρωτείον εξουσίας (16).

2. Το Αλάθητον του Πάπα (17).

3. Το να είναι ο Πάπας υπεράνω των συνόδων (18).

4. Το να υπερέχη ο Ρώμης των λοιπών Πατριαρχών (19).

5. Το να είναι ο θρόνος της Ρώμης κριτής πάντων και να μη υπόκειται εις την κρίσιν ουδενός (20).

6. Το να έχη ο θρόνος της Ρώμης το έκκλητον επί της καθόλου Εκκλησίας (21).

7. Το να θεωρήται ο Πάπας επίσκοπος της Καθολικής (δηλ. της ανά την οικουμένην) Εκκλησίας (22). Υπενθυμίζουμε ότι ο Πάπας μέχρι σήμερα υπογράφει (αυτός μόνος!): Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας.

8. Το να είναι ο Πάπας η καθολική κεφαλή της Εκκλησίας με αποστολή διακονίας. Αυτό είναι ένα σημείο, στο οποίο επενδύει η ρωμαιοκαθολική πλευρά και σήμερα, αν θυμηθούμε την περίφημη έκφρασι, ότι ο Πάπας είναι «δούλος των δούλων του Θεού»! Το «Κείμενο της Ραβέννας» ομιλεί για πρωτείο διακονίας του Πάπα της Ρώμης και γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Ο προσφάτως καταταγείς στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας, ο ιερώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς, γράφει μεταξύ άλλων επ’ αυτού:

«Αλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος από τους επισκόπους και μεταξύ των επισκόπων να υπερέχη. Μάλιστα αυτόν τον ονομάζουν διακονική κεφαλή... Αλλά όλων αυτών των επισκόπων μόνον ο Χριστός είναι η αρχή και η κεφαλή... Αυτοί [σ.σ. οι Λατίνοι] παραχωρούν στην διακονική αυτή κεφαλή απεριόριστη εξουσία και επί της πίστεως και επί της Εκκλησίας... Ενώ δείχνουν ένα προσωπείο διακονικής κεφαλής, συμπεριφέρονται με μία τυραννία πιο αυταρχική από κάθε αυταρχική εξουσία» (23).

ΟΔΗΓΟΥΜΕΘΑ ΣΕ ΟΥΝΙΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΕΝΩΣΙ
_________________________
Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό ότι η συμφωνία της Ραβέννας περί συνοδικότητος και αυθεντίας δεν πληροί τα Ορθόδοξα εκκλησιολογικά κριτήρια, ώστε να αποτελέση ασφαλή βάσιν περαιτέρω συζητήσεως περί του παπικού πρωτείου. Εν τούτοις, αν ακολουθήση συζήτησις περί του πως ερμηνεύθηκε το παπικό πρωτείο κατά την δευτέρα χιλιετία και από τις Α' και Β' Βατικάνειες Συνόδους, αυτή οφείλει να γίνη εκ μέρους των Ορθοδόξων αντιπροσώπων με γνώμονα την Ορθοδοξία των Αγίων Πατέρων και όχι την συμβιβαστική νοοτροπία των καιρών ή την ηγεμονική διάθεσι του Βατικανού. Η αναγνώρισις κάποιου από τα ανωτέρω “προνόμια” του Πάπα ή η συμφωνία σε κάποιο παρόμοιο, που αντίκειται στην Ορθόδοξο Εκκλησιολογία, αναμφίβολα σημαίνει ουνιτική ένωσι, με την οποία δεν θα συμφωνήσουμε. Και τούτο επειδή οφείλουμε να διαφυλάξουμε τον εαυτό μας και τον Ορθόδοξο λαό από ένα σύγχρονης μορφής εξουνιτισμό, που πέραν των άλλων συνεπειών είναι διακινδύνευσις της αιωνίου σωτηρίας μας. Και επειδή οφείλουμε παραλλήλως να βοηθήσουμε, αν είναι δυνατόν, και τους «άρχοντας της δυτικής Εκκλησίας, να έλθωσιν εις αίσθησιν», όπως έλεγε ο αοίδιμος πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος, και να αποβάλουν τον παπισμό τους επί σωτηρία των ιδίων και του λαού των, ο οποίος αγνοεί την Ορθοδοξία.

Aγιον Oρος, 30 Δεκεμβρίου 2007



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα από το κείμενο που συμφωνήθηκε στην Ραβέννα έχουν ληφθή από την μετάφρασι εκ του πρωτοτύπου αγγλικού, την οποία εξεπόνησαν οι υπηρεσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος και δημοσιεύθηκε από την εφημ. Ορθόδοξος Κόσμος σε ειδικό ένθετο με τίτλο «Το κείμενο της Ραβέννας».

2. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Oρους, Ανησυχία για την προετοιμαζόμενη από το Βατικανό ένωσι Ορθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικών, περιοδ. Παρακαταθήκη, τ. 54 (2007).

3. Επίσκεψις, τ. 496/1993.

4. Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Τοις απανταχού της γης..., εν Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Ι, Αθήναι 1960, σελ. 426.

5. Ο πλήρης τίτλος της Οδηγίας είναι «Απαντήσεις σε ερωτήσεις που αφορούν ορισμένες όψεις γύρω από τη διδασκαλία περί Εκκλησίας» (βλ. Επιστολή Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Σεβ. Μητροπ. Περγάμου Ιωάννην, 8/12/2007).

6. Βλ. σχολιασμό της Οδηγίας στην εφημ. Καθολική, φύλ. 3078/24-7-2007.

7. Αθανασίου, επισκόπου πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Περί του ρωμαιοκαθολικού οικουμενισμού (σερβιστί), περιοδ. Πραβοσλάβλιε, έκδ. του Πατριαρχείου της Σερβίας, τεύχ. 969-970 (1-15/8/2007), σελ. 12.

8. Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Τοις απανταχού της γής..., ενθ’ ανωτ., σελ. 426.

9. Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τον μέγαν Αθανάσιον, η’, ΡG 35, 1089.

10. Εγκύκλιος Επιστολή ΙΝΑ ΠΑΝΤΕΣ ΕΝ ΩΣΙΝ (UT UΝUΜ SΙΝΤ) του αγίου Πατρός Ιωάννου Παύλου ΙΙ για το οικουμενικό καθήκον, έκδ. Βατικανού, σελ. 106 και 114.

11. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, έκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 224.

12. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982.

13. Ενθ’ ανωτ. σελ. 14.

14. Ενθ’ ανωτ. σελ. 13-14.

15. Βλ. π.χ. την αμφίλογη διατύπωσι: «Η σημαντική εξέλιξις [στην Ραβέννα] είναι ότι για πρώτη φορά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είπαν: ναι, αυτό το παγκόσμιο επίπεδο της Εκκλησίας υπάρχει και επίσης ότι στο παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει συνοδικότης και αυθεντία. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει επίσης ένα Πρωτείο. Σύμφωνα με την πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας, ο πρώτος επίσκοπος είναι ο επίσκοπος Ρώμης» (Βάλτερ Κάσπερ, VΙS 15/11/2007). Βλ. επίσης The Times, 16/11/2007.

16. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, ένθ’ ανωτ. σελ. 65-66 και 72.

17. Ενθ’ ανωτ. σελ. 519.

18. Ενθ’ ανωτ. σελ. 279, 343 και 132-133.

19. Ενθ’ ανωτ. σελ. 301.

20. Ενθ’ ανωτ. σελ. 188-190, 191 και 346.

21. Ενθ’ ανωτ. σελ. 338-339 και 343.

22. Ενθ’ ανωτ. σελ. 149-150.

23. Μελετίου Πηγά, Κατά της αρχής του Πάπα, εν Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1985, σελ. 493-497 (μετάφρασις ιδική μας).



(Πηγή: «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ» αρ. 57, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007)

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ







ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Συνοδείας Ιερομονάχου Γρηγορίου,

Συνοδείας Ιερομονάχου Αρσενίου,

Συνοδείας Ιερομονάχου Ευθυμίου

=========================


Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύ λόγος για το θέμα των μεταφράσεων των λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας σε γλώσσα περισσότερο προσιτή στον σημερινό κόσμο. Στο μικρό αυτό άρθρο εξετάζεται κατά πόσον μια ενδεχόμενη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων θα βοηθήση ή θα βλάψη, και αν επομένως είναι σκόπιμη ή και θεμιτή η προσπάθεια αυτή.


ΟΙ ΝΕΟΙ ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

____________________________


Ακούγεται συχνά η άποψη ότι οι σημερινοί νέοι αδυνατούν να συμμετάσχουν στη λατρεία της Εκκλησίας μας και αιτία είναι η λειτουργική γλώσσα. Δεν υπάρχει βέβαια καμμία αμφιβολία ότι οι σημερινοί νέοι, δεχόμενοι τη σύγχρονη «εκπαίδευση της αμάθειας», είναι γλωσσικά υπανάπτυκτοι και αποκομμένοι από τις ιστορικές ρίζες τους. Χωρίς να εξετάζουμε εδώ τα αίτια της θλιβερής αυτής πραγματικότητας, συμφωνούμε κατ’ αρχήν ότι θα πρέπη να τους βοηθήσουμε όσο μπορούμε, ώστε να κατανοούν και αυτοί τα λειτουργικά κείμενα και να συμμετέχουν στην θεία Λατρεία.


Θεωρούμε όμως ότι είναι μεγάλο λάθος η "λύση" της μεταγλωττίσεως των ιερών κειμένων. Διότι, όπως έχει αποδειχθή, «η όποια μετάφραση θα προδώση δραματικά τη νοηματική εμβέλεια του πρωτοτύπου και θα δυσχεράνη σε μεγάλο βαθμό την διανοητική κατανόησή της αντί να την διευκολύνη». Οι λόγοι είναι πολλοί: Η δημοτική υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Αδυνατεί επίσης να αποδώση με την ίδια νοηματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απαρέμφατα όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόθετων προσδιορισμών (Βλ. Φώτης Σχοινάς, Λειτουργική Γλώσσα, σελ. 43-5).


ΟΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΙ

____________________


Το κυριώτερο, όμως, είναι η απόδοση των δογματικών εκφράσεων. Πώς είναι δυνατόν να μεταφραστούν οι όροι ουσία, φύση, υπόσταση, πρόσωπον, ενέργεια κλπ. χωρίς τον κίνδυνο της αιρετικής αποκλίσεως; Οι άγιοι Πατέρες, που υπέστησαν διωγμούς και μαρτύρια για να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη, διατύπωσαν τους όρους αυτούς με θείο φωτισμό. Και θα προσπαθήσουμε εμείς να επαναδιατυπώσουμε την πίστη με άλλους όρους πιο "σύγχρονους"; Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης επισημαίνει τον κίνδυνο της γλωσσικής αλλαγής στους δογματικούς όρους: «Επί του θείου δόγματος ουκέτι ομοί ως ακίνδυνος ή διάφορος χρήσις των ονομάτων. Ου γαρ μικρόν ενταύθα το παρά μικρόν» (ΡG 45, 120C). Δεν είναι δύσκολο να φαντασθούμε πόσες αιρέσεις μπορούν να παρεισφρύσουν μέσα στα πλήρως μεταφρασμένα λειτουργικά κείμενα, τις οποίες κανείς δεν θα είναι εύκολο να αντιληφθή. Ο απλός πιστός μάλιστα, δεν θα είναι πλέον σε θέση να διακρίνη ανάμεσα σε έναν μεταφρασμένο ύμνο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, σε έναν νεοσύνθετο (διότι θα υπάρξουν και τέτοιοι), και στα προτεσταντικά τραγούδια (που κυκλοφορούν ανωνύμως).


Αν, πάλι, πρόκειται να αφήσουμε τους θεολογικούς όρους ανέπαφους (όπως διατείνονται κάποιοι συντηρητικότεροι), το αποτέλεσμα της επεμβάσεως θα είναι ο ψιλός κλιτικός εκδημοτικισμός τους και η συντακτική απλοποίηση της προτάσεως. Δηλαδή, χωρίς να βοηθούμε ουσιαστικά στην κατανόηση του κειμένου, εξοστρακίζουμε από τη λειτουργική χρήση την αποστολική και πατερική γλώσσα, με όλες τις βαρύτατες συνέπειες που αυτό συνεπάγεται.


ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

_____________________


Αντί, λοιπόν, να προσπαθούμε να "διευκολύνουμε" τους νέους, κατεβάζοντας το υψηλό γλωσσικό επίπεδο της Λατρείας, είναι προτιμότερο να τους βοηθήσουμε ώστε με ελάχιστο κόπο να μπορούν να κατανοούν τη γλώσσα του πρωτοτύπου, αναβαθμίζοντας έτσι και το γλωσσικό τους επίπεδο. Όσοι αισθάνονται δυσκολία στη γλωσσική κατανόηση της Θείας Λειτουργίας -η οποία θεωρείται και είναι το κέντρο της ζωής μας- ας αφιερώσουν λίγο χρόνο ιδιωτικά στη μελέτη της, δηλαδή τη μετάφραση και ερμηνεία της, και ας παραμείνη η τέλεσή της στους Ναούς ως έχει, στην παραδεδομένη γλωσσική μορφή.


Το Ελληνόπουλο, πέρα από τη γνώση της νεοελληνικής, θα πρέπη να εξοικειωθή στην κατανόηση (όχι βέβαια στην πλήρη εκμάθηση) και παλαιοτέρων μορφών της ενιαίας ελληνικής γλώσσας. Είναι απαράδεκτο, να μην είναι σε θέση να κατανοήση, και ως εκ τούτου να αποστρέφεται, το Ευαγγέλιο, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Παπαδιαμάντη, κλπ. Τούτο πρέπει να μας προβληματίζη όλους, και να αποτελή μέριμνα της Πολιτείας αλλά και της Εκκλησίας.


Ο ΜΗ ΣΥΧΝΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

_____________________________


Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε πολύ επιγραμματικά: α) ότι η λειτουργική γλώσσα δεν είναι η καθ’ αυτό αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά απλούστερη μορφή της, πλησιέστερη στη νεοελληνική, και β) ότι για την κατανόησή της δεν χρειάζονται σπουδές φιλολογίας. Αρκεί ο συχνός εκκλησιασμός με λίγο ενδιαφέρον και προσοχή. Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη μορφή της, μάλιστα, είναι ένα επιπλέον στοιχείο που διευκολύνει την κατανόησή της.


Η εξοικείωση με τη λειτουργική γλώσσα (όπως και με κάθε αντικείμενο μαθήσεως) απαιτεί τη συνεχή τριβή με αυτήν. Όπως έχει λεχθή πολύ σωστά, ο αραιός εκκλησιασμός δεν οφείλεται στο "ακατανόητον" της λειτουργικής γλώσσας, αλλά αντίστροφα: δεν κατανοούμε τη λειτουργική γλώσσα επειδή δεν εκκλησιαζόμαστε. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, και μάταια προσπαθούμε να θεραπεύσουμε ένα κακό με λανθασμένη διάγνωση και με ακόμη πιο λανθασμένη θεραπεία. Θα ελκύσουμε τους εκτός Εκκλησίας νέους, όταν τους πλησιάσουμε με πραγματική αγάπη, και όχι όταν αλλοιώσουμε την γλώσσα της θείας Λατρείας. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να κάνη και η Αγγλικανική “εκκλησία” και πέτυχε ακριβώς το αντίθετο (Βλ. Γέροντος Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 375).


Όσο γιά τους εκκλησιαζόμενους πιστούς, αρκεί το εμπνευσμένο κήρυγμα του Ιερέως στην θεία Λειτουργία. Διότι όταν ο άνθρωπος πιστεύει και έχει ζήλο και καλή διάθεση, ακόμη και αγράμματος να είναι, ο Θεός θα τον φωτίση και θα τον οδηγήση στην βίωση της θείας Λατρείας, κάτι πολύ ανώτερο από την απλή κατανόησή της. Οι παππούδες μας -άνθρωποι κατά κανόνα ολιγογράμματοι- ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν για την λειτουργική γλώσσα. Αισθάνονταν μάλιστα ως ζωτική ανάγκη τον συχνό εκκλησιασμό. Τί ήταν αυτό που τους τραβούσε στην Εκκλησία, εφ’ όσον δεν "καταλάβαιναν" τα περισσότερα από τα εκεί λεγόμενα;


ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΝ ΔΕΝ ΜΕΤΕΦΡΑΣΑΝ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

________________________________


Αξίζει να προσέξη κανείς το Κολλυβαδικό κίνημα, που ουσιαστικά υπήρξε ένα κίνημα πνευματικής και λειτουργικής αναγεννήσεως. Η εποχή της Τουρκοκρατίας ήταν, γλωσσικά τουλάχιστον, σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή, αφού ο χριστιανικός λαός ήταν τελείως απαίδευτος. Οι Κολλυβάδες Πατέρες όμως, που εργάστηκαν σε τόσο αντίξοες συνθήκες, ποτέ δεν έθεσαν θέμα απλοποιήσεως της λειτουργικής γλώσσας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μέγας Πατήρ της Εκκλησίας και διδάσκαλος του Γένους, αν και μετέφρασε αγίους Πατέρες, ποτέ δεν μετέφρασε λειτουργικά κείμενα- μόνο τα ερμήνευσε. Ανάλογη υπήρξε και η δράση όλων των Κολλυβάδων Πατέρων και του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος επέμενε τόσο πολύ στην ίδρυση σχολείων.


Το φωτεινό παράδειγμα των αγίων Πατέρων μας καθοδηγεί απλανώς στο σκοτάδι της σημερινής εποχής, όπου τα πάντα κρίνονται και κοσκινίζονται από την τετράγωνη λογική του μεταπτωτικού ανθρώπου. Μας διδάσκει ότι, η κατανόηση των λειτουργικών κειμένων δεν είναι ζήτημα γλωσσικής απλοποιήσεως, αλλά ερμηνευτικής εμβαθύνσεως, συνειδητής ευλάβειας και θείου φωτισμού.


Η ΙΕΡΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

_______________________


Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε φορείς μακραίωνης παραδόσεως και έχουμε μεγάλη ευθύνη να την διατηρήσουμε. Και μόνο για την γλώσσα μας, θα πρέπη να θεωρούμε το γεγονός ότι γεννηθήκαμε Έλληνες ως μία μεγάλη δωρεά του Θεού, και αυτό δεν αποτελεί καθόλου σωβινισμό. Απλώς αναγνωρίζουμε τις θείες δωρεές και συνειδητοποιούμε την ευθύνη μας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ότι το Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Ελληνική γλώσσα. Γράφει σχετικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: «Υπήρχε τόσο λίγη "συμπτωματικότητα" στην "εκλογή" της ελληνικής γλώσσας όση υπήρχε στο γεγονός ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ', 22). Η Εκκλησία στον καθορισμό των δογμάτων εξέφρασε την αποκάλυψη με τη γλώσσα της ελληνικής φιλοσοφίας» (Δημιουργία και Απολύτρωση, σ. 35-6). Είναι φανερό ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας επί τόσους αιώνες στην Λατρεία είναι η καλύτερη για να αποδώση τα λειτουργικά κείμενα, λόγω της ιεροπρεπείας, της ακριβείας και της λογικότητός της (θέματα που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τα όρια του μικρού αυτού άρθρου).


Οι μεταφράσεις στις ξένες γλώσσες είναι απαραίτητο φυσικά να γίνουν, παρόλη την αναπόφευκτη φθορά και πτώχευση που επέρχεται. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, ο μεταφραστής θα πρέπη να μην αρκήται στην κατά το δυνατόν τελειότερη ανθρώπινη γνώση, αλλά να εμφορήται από το ίδιο Αγιο Πνεύμα που είχαν οι Πατέρες οι οποίοι συνέγραψαν τις θείες Λειτουργίες, ώστε να μην αδικήση το κείμενο και τους πιστούς. Όσο για την μεταγλώττιση στη νέα ελληνική (που σημειωτέον είναι πολύ πλησιέστερη στη λειτουργική γλώσσα απ’ ό,τι οι σλαβικές γλώσσες στα αρχαία σλαβονικά), θεωρούμε ότι είναι όχι μόνο περιττή αλλά και πολύ επιζήμια.


ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥ Δ΄ΑΙΩΝΑ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΡΟΠΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

__________________


Έχει αποδειχθή ότι οι Πατέρες του Δ΄ αιώνος, οι οποίοι και συνέγραψαν τις ιερές Λειτουργίες που τελούμε μέχρι σήμερα, δεν χρησιμοποίησαν τη δημώδη γλώσσα του καιρού τους αλλά επέλεξαν συνειδητά, τόσο για την κηρυγματική όσο και (πολύ περισσότερο) για τη λειτουργική γλώσσα, την αρχαιότροπη γλωσσική έκφραση. Ο λόγος, για τον οποίο οι άγιοι Πατέρες έκαναν αυτή την επιλογή, δεν ήταν τόσο η ανωτερότητα της γλωσσικής αυτής εκφράσεως (διότι και η τότε ομιλούμενη δεν είχε χάσει όπως η νεοελληνική το απαρέμφατο και τη μετοχή, και συνεπώς διατηρούσε την ακρίβεια, λιτότητα και σαφήνειά της). Πιστεύουμε πως ο κυριώτερος λόγος είναι ότι ήθελαν να προσδώσουν μια ιεροπρέπεια στα λειτουργικά κείμενα με έναν γλωσσικό τύπο που δεν εχρησιμοποιείτο για τις υποθέσεις της απλής καθημερινότητας. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπη να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι σημερινοί οπαδοί της μεταγλωττίσεως, αν δεν θέλουν να δημιουργούν ανεπιθύμητους συνειρμούς στους πιστούς, και να τους προξενούν διάσπαση και ευθυμία μέσα στον ιερό Ναό! Κατά την έκφραση του Γέροντος Σωφρονίου, θα γεννώνται «εν τη ψυχή και τω νοϊ των παρευρισκομένων αντιδράσεις κατωτέρου επιπέδου» (Οψόμεθα τον Θεόν, σελ. 376).




Εάν η σημερινή τάση μεταγλωττίσεως και απλοποιήσεως των πάντων υπήρχε στα χρόνια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, από όσα προαναφέρθηκαν, ότι θα είχε καταδικασθή. Ο ιερός Χρυσόστομος ίσως θα επαναλάμβανε: «Ουδέ σοφίας ανθρωπίνης δείται η θεία Γραφή προς την κατανόησιν των γεγραμμένων, αλλά της του Πνεύματος αποκαλύψεως» (ΡG 53, 175). Το άγιο Πνεύμα όμως δεν λείπει ποτέ από την Εκκλησία του Χριστού. Έτσι, και οι σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες και φωτισμένοι Γέροντες έχουν εκφρασθή ήδη για το θέμα αυτό.


ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΓΙΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

___________________


Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος, στο γνωστό κεφάλαιο «Περί της λειτουργικής γλώσσης» του βιβλίου του “Οψόμεθα τον Θεόν”, αναιρεί με κατηγορηματικό τρόπο τους «άτοπους ισχυρισμούς περί του δήθεν ακατανοήτου» της λειτουργικής ελληνικής γλώσσας, και καλεί να μείνουμε πιστοί σ’ αυτήν. Λέγει μεταξύ άλλων ο Ρώσος(!) αυτός Πατήρ: «Η Λειτουργία, ως το κορυφαίον μέσον αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεόν, είναι φυσικόν να έχη ως εκφραστικόν όργανον την κατά το δυνατόν τελειοτέραν γλώσσαν (ενν. την αρχαία ελληνική)... Η επί τοσούτον χρόνον χρησιμοποιηθείσα και καθαγιασθείσα γλώσσα της θείας Λειτουργίας... είναι αδύνατον να αντικατασταθή άνευ ουσιώδους βλάβης αυτής ταύτης της λατρείας».


Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος ήταν και αυτός σαφώς αντίθετος με τη σημερινή "λειτουργική αναγέννηση". Έλεγε ότι με τις μεταφράσεις των λειτουργικών κειμένων θα αποκοπή ο λαός μας από τη γλώσσα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, και ότι είναι αδύνατον να αποδοθούν πλήρως οι όροι και οι έννοιες των κειμένων αυτών στη δημοτική, πολύ περισσότερο από μη άγιους. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι, όταν το 1982 επρόκειτο να κυκλοφορήση το βιβλίο του Ιερομονάχου Γρηγορίου Η Θεία Λειτουργία, Σχόλια, ο Γέροντας δεν επέτρεψε να τυπωθή παράλληλα και η ετοιμασμένη μετάφραση της θείας Λειτουργίας, ως απλό ερμηνευτικό βοήθημα, διότι αυτή, έλεγε, «μπορεί κάποτε να χρησιμοποιηθή ως αφορμή για μεταφράσεις στα λειτουργικά κείμενα»! Τί θα έλεγε άραγε αν ζούσε σήμερα;


Ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος, ενώ ήταν τελειόφοιτος μόλις Α' Δημοτικού, χάρη στον ζήλο και την αγάπη του για τα λειτουργικά κείμενα, έμαθε ανάγνωση και θεολογία από την Αγία Γραφή (της οποίας πολλά κεφάλαια είχε αποστηθίσει), την Παρακλητική και τα Μηναία. Έφτασε να γίνη δοχείο της χάριτος του Θεού, και να ξεπεράση στη σοφία πολλούς θεολόγους και επιστήμονες. Συνιστούσε την προσεκτική και διαρκή μελέτη των αγιογραφικών και υμνολογικών κειμένων, την χρήση του λεξικού και τη σύγκριση με άλλα τροπάρια, για την ανεύρεση της έννοιας μιας άγνωστης λέξης. Και βέβαια, παρ’ όλη την ευρύτητα του πνεύματός του, ποτέ δεν μίλησε για ανάγκη μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων.


Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΟΚΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

__________________________


Πολύ σωστά έχει παρατηρηθή ότι «η λειτουργική αναγέννηση είναι απότοκος της πνευματικής αναγεννήσεως του πιστού και καθόλου υπόθεση Συνεδρίων, Σεμιναρίων και Επιτροπών. Τελεσιουργείται στο ένδον της καρδίας του πιστού κατόπιν πνευματικού μόχθου και εσωτερικών στεναγμών, συνεπικουρούσης βεβαίως απαραιτήτως και της θείας Χάριτος». Στην θεία Λειτουργία «"κατανοούμε", με την πατερική σημασιολογική εκδοχή της λέξεως, τόσο όσο μας επιτρέπει η καθόλου πνευματική κατάστασή μας. Επομένως το καιρίως ζητούμενο για τη λειτουργική αναγέννηση είναι η διά της μετανοίας και τηρήσεως των εντολών του Χριστού προσωπική μας αναγέννηση» (Σχοινάς, ένθ' αν., σ. 47 και 110). Και η ποιμαντική προσπάθεια της Εκκλησίας σε αυτή την αναγέννηση των πιστών θα πρέπη κυρίως να στοχεύη.


ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΑΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΑΛΛΑ ΝΕΩΤΕΡΙΜΟΙ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΟΥΝ

_________________________


Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι το θέμα της μεταγλωττίσεως των κειμένων στην θεία Λατρεία είναι πολύ σοβαρό, διότι, εκτός από τη σύγχυση και την απώλεια της ιεροπρέπειας που προξενείται, θραύεται οριστικά η μακραίωνη συνέχεια της λειτουργικής γλώσσας, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες. Και είναι εντυπωσιακό ότι το όλο κίνημα "λειτουργικής αναγέννησης" δεν ξεκινά από τον απλό λαό (για χάρη του οποίου υποτίθεται ότι γίνεται), αλλά από κάποιους καθηγητές, ιερείς και επισκόπους. Μπορούν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί να στερούν το δικαίωμα από το εκκλησίασμα να δοξολογήση, να ευχαριστήση και να ικετεύση τον Τριαδικό Θεό, με τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποίησαν όλοι οι θεοφόροι Πατέρες μας; Πολύ φοβούμαστε ότι θα οδηγήσουν με τον τρόπο αυτό σε διχασμό το εκκλησιαστικό πλήρωμα.


Ο απλός λαός στην πλειονότητά του δεν επιθυμεί τις μεταφράσεις, έστω και αν δεν είναι σε θέση να καταλάβη καλά τα λειτουργικά κείμενα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγκύκλιος της Αρχιεπισκοπής, που ώριζε να διαβάζεται το Ευαγγέλιο και μεταφρασμένο στην θεία Λειτουργία, δεν στάθηκε δυνατόν να εφαρμοσθή λόγω της αντιδράσεως του κόσμου.


ΣΥΓΧΥΣΗ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

__________________


Ένα άλλο πρακτικό ζήτημα, στο οποίο ίσως δεν έχει δοθή η απαιτούμενη προσοχή, είναι ότι, άπαξ και ανοίξη η θύρα για τις μεταφραστικές προσπάθειες, θα αρχίση αμέσως και ο ανταγωνισμός και διχασμός μεταξύ των επιδόξων μεταφραστών. Ήδη σε μία Μητρόπολη είναι γνωστό ότι κυκλοφορούν δύο μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας, με πολλές και μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Αλλά ακόμη και μία μετάφραση να επικρατούσε σε όλο τον ελληνικό χώρο -πράγμα αδύνατον-, μετά από παρέλευση μιας δεκαετίας περίπου θα εθεωρείτο πλέον ξεπερασμένη, σύμφωνα με τα κριτήρια των οπαδών της μεταγλώττισης, λόγω της εξέλιξης της γλώσσας. Και είναι απρόβλεπτες όλες οι συνέπειες της απώλειας της καθιερωμένης λειτουργικής γλώσσας, την οποία θέλει να επιφέρη ο ου κατ’ επίγνωσιν μεταρρυθμιστικός ζήλος.


Με αφορμή την αναφορά των δύο ανωτέρω μεταφράσεων της Θείας Λειτουργίας, αναφέρουμε με πολλή λύπη μας, ότι σ' αυτές (καθώς και σε άλλες μεταφράσεις λειτουργικών και αγιογραφικών κειμένων της ίδιας Μητροπόλεως) υπάρχουν δυστυχώς πολλά και σοβαρότατα λάθη. Η υπόδειξή τους ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου. Θεωρούμε όμως ότι το σοβαρότερο λάθος είναι αυτή η όλη τάση για μεταγλώττιση των ιερών κειμένων (διότι τα επί μέρους γραμματικά, συντακτικά, τυπογραφικά, παρανοήσεως, ή και θεολογικά, λάθη μπορεί κάποτε να διορθωθούν).


ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙΘΕΛΙΚΑ

________________


Το θλιβερότερο όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι οι εν λόγω μεταφράσεις επιβάλλονται να τελούνται από τους Ιερείς της Μητροπόλεως. Και βέβαια δεν ρωτήθηκε καθόλου το πλήρωμα των πιστών. Δικαιολογημένα λοιπόν τίθεται το ερώτημα: Για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν θα έπρεπε πρώτα να πάρη απόφαση η Εκκλησία συνοδικώς (αν όχι Πανορθόδοξη Σύνοδος, τουλάχιστον το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ή έστω η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος); Μπορεί ο καθένας που θεωρεί ακατανόητη και ξεπερασμένη τη λειτουργική γλώσσα να συντάσση μία μετάφραση και να την εκδίδη; Οπωσδήποτε αυτό είναι θέμα που υπερβαίνει τα στενά όρια μιας Μητροπόλεως και αφορά όλους τους Ορθοδόξους Έλληνες.


Στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας παρουσιάστηκαν ανάλογα φαινόμενα, το 1834 (όταν η Βιβλική Εταιρεία εξέδωσε την Αγία Γραφή σε μετάφραση του Νεοφύτου Βάμβα) και το 1901 (τα λεγόμενα Ευαγγελικά). Και στις δύο περιπτώσεις η Ιερά Σύνοδος απέρριψε τις μεταφράσεις. Η σχετική απόφαση πέρασε στο ελληνικό Σύνταγμα του 1911 (άρθρο 2, παραγρ. 2) και τροποποιήθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1976 ως εξής: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφραση σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη» (άρθρο 3, παραγρ. 3). Τί περισσότερο χρειάζεται για να πεισθούν για την έλλειψη νομιμότητος όσοι προβαίνουν σε αυθαίρετες μεταφράσεις (όχι μόνο της Αγίας Γραφής αλλά και της θείας Λειτουργίας και των άλλων ιερών κειμένων), τις εκδίδουν και, το χειρότερο, τις επιβάλλουν;


ΝΑ ΕΠΕΜΒΕΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ

_________________


Με πόνο ψυχής παρακαλούμε την Ιερά Σύνοδο να λάβη κάποια απόφαση που θα θέση τέρμα στην εκκλησιαστική αυτή αναρχία και θα πάρη μία ξεκάθαρη θέση στην ολοένα αυξανόμενη τάση μεταγλωττίσεως των λειτουργικών κειμένων. Ας αποσυρθή κάθε είδους μετάφραση από την θεία Λατρεία, και ας χρησιμοποιηθή μόνο ως ερμηνευτικό βοήθημα στο κήρυγμα και την κατήχηση. Η εγκατάλειψη της λειτουργικής γλώσσας, με την οποία προσευχήθηκαν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας, στην θεία Λατρεία - όπου είναι η τελευταία περιοχή ζωντανής χρήσεώς της- θα σημάνη την οριστική αποκοπή των συγχρόνων Ελλήνων από τις ρίζες της παραδόσεώς μας, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες. Η ευθύνη όλων μας είναι μεγάλη.


Υπογράφουν οι κατωτέρω Αγιορείτες Ιερομόναχοι με τις συνοδείες τους:


Ιερομόναχος Γρηγόριος, Ιερόν Κελλίον Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Καρυές


Ιερομόναχος Αρσένιος, Ιερόν Κελλίον Γενεσίου της Θεοτόκου «Παναγούδα», Καρυές


Ιερομόναχος Ευθύμιος, Ιερά Καλύβη Αναστάσεως του Κυρίου, Καψάλα