Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Του Γεώργιου Βιζυηνού
==========
- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
ΠΗΓΗ:
Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Πατρών
Ο κ. Βασίλης Χαραλάμπους μου έστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα το ακόλουθο ποίημα.
ReplyDeleteΠαναγιώτη πριν πολλά χρόνια διάβασα το πιο κάτω δημοτικό Κρητικό τραγούδι της εποχής της Βενετοκρατίας. Με συγκίνησε και το αποστήθισα και το απαγγέλλω κάποτε στις κατασκηνώσεις του . Σου το στέλνω για την σημερινή μέρα. Ενδεχομένως να το βρεις ελαφρώς διαφοροποιημένο ως προς την τοπική διαλεκτο.
Οντέν εθεμελιειώνανε οι ΄Γιάγγελοι την Πόλη
που τ΄ Άγιον Όρος το νερόν κι απού την Χιό το χώμα
κι απού την Ανδριανούπολη φέρνουν τα κεραμίδια.
Κι΄ απής την ετελειώσανε οι ΄Γιάγγελοι την Πόλη
στέκουν και συντηρούν τηνε και ποθαμμάζουνταί την
και πως θα την εβγάλουνε και πως θα τηνε λένε
Πόλη Κωνσταντινούπολη του Κωνσταντίνου Πόλη.